The strong voice of a great community
Δεκέμβρης 2007

Πίσω στο ευρετήριο

 

 Κάποια στιγμή να κουβεντιάσουμε οι δυο. Κι  ό, τι θα μου ’λεγε, θα άκουγα πιστά

Στο πρόσωπό της είδα χρώματα πολλά. Τα πιο πολλά της μελανά, σαν να ’ταν δαγκωμένα

Με ρούχα αταίριαστα, βρώμικα και σχισμένα. Μ’ άδεια ψυχή από κάλλη, κλεμμένα ή διωγμένα

Την αναζήτησα σε όλους τους ορίζοντες. Την έψαξα συνέχεια σ’ Ανατολή και Δύση

Και στους αγέρηδες ζητούσα τη φωνή της. Κι απ’ τον Θεό τον ίδιο γύρευα να μου πει

Στην ύπαρξη την αμφίβολη και σκυθρωπή. Μπλάβα τα χρώματα στα πρόσωπα ανθρώπων

Ανθρώπων που δεν είχαν δει του ήλιου ματιά. Γυρνώντας σαν κατάδικοι στα δώθε και στα πέρα

Σε άμορφα στρατόπεδα ζητούσαμε τη ζωή. Σαν «κράχτες» φτιάξαμε κάποια δικά μας γκέτα

Κομμάτι στο κομμάτι απ’ το ίδιο μας κορμί.  Στ’ ανεμοβόρια στήναμε με πόνο τα παλάτια

Τρύπιες οι στέγες, πολλές χαραγματιές. Αράχνες, νυχτερίδες και ουρές από αστέρια

Ακόμα και παράξενες της νύχτας οι σκιές. Σκοτάδια και ουρλιάσματα ράγιζαν τις καρδιές μας

Με τα σφιγμένα δόντια μας διώχναμε μακριά. Πόνους, παράπονα και μπάζαμε υπομονή με πείσμα

Κι απ’ τα σπασμένα τζάμια τρύπωνε αυτή. Και την ψυχή μαλάκωνε κι έδωνε τη ζωή μας…

Αρχίσαμε σκληρό, γιομάτο μόχθο αγώνα. Με σκουμπωμένα τα τρύπια μας μανίκια

Φόλες στις  γαλότσες μας και χιλιοφορεμένες . Και στο ζουνάρι άνοιξα τις τελευταίες τρύπες.

Γυρίσαμε κι εμείς, όπως ο μύλος, των χρόνων εποχές. Μέχρι που μια στιγμή φάνηκε η ζωή

Ω! Πώς ντραπήκαμε και πώς νιώσαμε!  Απ’ την ασχήμια της, την γύμνια την ωμή

Το χέρι μου άπλωσα σα να ’ταν αδερφή. Με σεβασμό τ’ ακούμπησα απάνω στα μαλλιά της

Σκόνες πολλές πηχτές, τις τίναξα με μιας. Και φάνηκε ο ήλιος να μας χαμογελάει

Πάμε, της λέω, θ’ αρχίσουμε καινούρια αρχή. Και πέταξε από πάνω σου ετούτη τη βρωμιά

Κοντά μας το ταιριαστό σου θα το βρεις. Ποτέ το μάταιο που σβήνεται αργά

Τα ρούχα της πετάει βγάζοντας μια φωνή. Το αργό ξεκίνημά της ζούσε στο εκκρεμές

Και ξαφνικά το χέρι της μας δίνει και νιώσαμε θεοί. Μα, πόσο λίγο κράτησε αυτή της η ευχή!

Εξαρτημένοι απ’ αυτή που μας περιφρονεί. Είμαστε όμως άνθρωποι, έχουμε και ψυχή

Δεν είναι η αγάπη ν’ αγαπάς μόνο εσύ. Πρέπει ν’ αγαπιέσαι όπως αυτή κι εσύ…

Σύννεφα από πάνω μας το σύναγμα αρχίσαν. Μαύρα πουλιά ξεπρόβαλαν βαθιά απ’ την γκρίζα Δύση

Πέταξαν από δίπλα μας κι έκρωξαν ξερά. Και σαν ψυχές χαθήκανε μέσα στη λησμονιά

Σαν παλαβός ο άνεμος άρχισε να σφυρίζει. Κι ό, τι από σκόνες, φύλλα ξερά, κουρέλια

Στα πόδια μας τα μάζωξε μπροστά  Και ένιωσα την πλάνη ακόμα μια φορά!

Κι άλλες φορές πολλές συναντηθήκαμε Πότε να τη θωρώ σαν άγγελο με κρίνους

Πότε σα μια νεράιδα που δίνει τη χαρά  Πότε σα μάγισσα που διώχνει τα κακά

Πότε αρχόντισσα που σκλάβωνε το νου. Πότε σα μια πηγή που κέρναγε ζωή

Πότε ένας άνεμος που φύσαγε και φούσκωνε. Των δέντρων και των κοριτσιών στήθια παρθενικά

Πότε να ’ναι μια λυγερή με μαγικό ραβδί. Να σταματάνε με τη μια τ’ αστραποχαλάσματα

Να ηρεμεί τα σύννεφα και ωκεανών τα κύματα. Τόσο, που να τη χαίρεται η φύση κι ο Θεός

Όμως τις πιο πολλές φορές διπλά χτυπά. Όλα που σας ιστόρησα, γίνονται ψέματα

Ό, τι στοιχειά υπάρχουν τα κάνει άρματα. Τα ίδια της τα χέρια βάφει στα αίματα…

Μα ψάξετε όσο ακόμα ο ήλιος δεν έγειρε βαθιά. Βρείτε του πόνου βότανα και δώστε της χαρά

Είναι παράδεισος γιομάτη με περβόλια. Μόνο που ανέχτηκε να σέρνονται πολλά

Άσχετα πράγματα με κείνη και μ’ εσάς. Γι’ αυτό, μη γίνετε δήμιοι εσείς, μα μόνο δικαστές

Πάρτε την μες στα χέρια σας, για σας είναι φτιαγμένη. 

Μη σκιάζεστε στ’ αγριοπαλέματα τ’ αγέρα κι ουρλιαχτά. 

Καιρός είναι, άλλο μην καρτεράτε, δέσανε τα φτερά. Γυρνάτε στην Ανατολή τη Δύση της Ζωής…»

                Πέρα απ’ τους παραπάνω μόνιμους που έχουν βρει τη σωτηρία τους και την ευημερία και είναι, πρέπει να πούμε, άσοι του άσου με ανεξίτηλες πάνω τους τις πατέντες της δήωσης και του εξανδραποδισμού, επονείδιστοι και εξωμότες, μοντέρνοι σίσυφοι και …πατριώτες που εδράζονται στα σαλόνια των παλατιών της υπερσύγχρονης νομενκλατούρας, βερμπαλιστές και απόγονοι του ναρκισσισμού κι άλλα πολλά καλλιτεχνικά που τους διέπουν, θυμίζουμε ότι είναι παράλληλα και οι ρυθμιστές της ανθρώπινης ύπαρξης. Οι «μεγάλοι» άνθρωποι. Και οι «μεγάλοι» άνθρωποι δεν προέρχονται οπωσδήποτε από μια και μόνο συγκεκριμένη ιδεολογική παράταξη ή κοινωνική τάξη. Για την Κοινωνική και Ουμανιστική Πολιτική με έμβλημα το όραμα της Δημοκρατίας και τον Άνθρωπο, μέσα από διαφορετικά μετερίζια, συνθήκες και συμφέροντα, έχουν «αγωνιστεί» πάρα πολλοί και δεν χρειάστηκαν καν στοιχειώδη προσόντα μόρφωσης. Η ύλη και η δύναμη, τα οποία υπηρετούν, τα έχουν αντικαταστήσει όλα: βασιλιάδες και αυτοκράτορες, πολιτικοί ηγέτες και, στον αιώνα μας έχει προστεθεί και…πλανητάρχης, θρησκευτικά δόγματα, ιδεολογικά συστήματα και κόμματα που συνεχίζουν τον «αγώνα» τους μέχρι σήμερα για την… ανθρώπινη ύπαρξη, υπόσταση και ειρήνη.

Μέσα σ’ αυτά που αποτέλεσαν το σφυρί και τον άκμονα και δημιούργησαν ένα αχανές στα εκκρεμές του φασισμού και του καπιταλισμού και που «εκ μαγείας»συρρικνώθηκαν έτσι που στην πορεία να παρουσιάζονται πιο «μοντέρνα», «πολιτιστικά», καταπιεστικά, αποστροφικά και καταστροφικά, δεν έλειψαν, δεν μπορούσαν να λείψουν, όχι και λίγοι σοσιαλιστές και κομμουνιστές όπου μέσα από διαφορετικά χαρακώματα έχοντας για σημαίες την… ανθρώπινη ρητορεία και «σοφία», όπως ο γύφτος χτυπά το μέταλλο έτσι κι αυτοί όλοι μαζί, σε επονείδιστα καμίνια σφυρηλάτησαν τη δημοκρατία και τους νόμους και τα σερβίριζαν όλους τους καιρούς στην ανθρώπινη ύπαρξη αλλοιώνοντας έτσι όλες τις ανθρώπινες ελευθερίες, οράματα, αξίες και ιδέες… 

«…Εσείς με το νόμο κι εμείς με το λόγο,  /  εσείς με τη σφύρα κι εμείς με ψυχή,  /  αφήστε τα λόγια σας, τις αποφάσεις,  /   γυρίστε σελίδες ν’ αστράψει το φως   /  και σκύψτε να δείτε, ν’ αφουγκραστείτε,  /  ποιοι είμαστ’ εμείς, που μας λέτε εχθρούς;  /  Εσείς με τ’ ατσάλια και τις πύρινες γλώσσες  / Εσείς σαν ηφαίστεια που ξερνάτε λάβα, φωτιά και καπνούς  /  Κι εμείς, ναι εμείς, με πείσμα τρανό μεταβάλλουμε  τους καπνούς σε καημούς  /  κι η ανάπνα μας που βγαίνει σαν πουλί τρομαγμένη τους σκορπά σ’ ουρανούς,   /  σ’ αυτούς που σκοτείνιασε το δικό σας σφυρί  /  και αδειάζετε ο κόσμος, ορφανεύει η γη  /  Εσείς κι εμείς -κι είμαστε όλοι παιδιά του Θεού- /  Εμείς κι εσείς της ζωής τα παιδιά, τα λαμπρά και σοφά  /  Μα, εσείς, σκορπάτε παντού με μίσος, χαρά, του χάρου οσμή  / και χορεύει τρελά και θερίζει κεφάλια χωρίς να ρωτά    /  Φτάνει να έχουν μία στάμπα απ’ το νόμο που φτιάχνετε εσείς,  /  για μας, που τα δώσαμε όλα, και τα δίνουμε ακόμα,  όσο μέσα μας ζει η ψυχή,  / σ’ εμάς, με το λόγο που τον έχουμε όπλο για να σκιάζει εσάς.   /   Σφυριά κι αποφάσεις, κελιά, ξερονήσια που δε ζει μήτε πέτρα   /  και πουλί δε λαλάει, δε ριγείτε ψυχή, παρά μόνο ο τρόμος  /  δε σαλεύει κλαρί- δεν υπάρχει- μα κι αν υπάρχει ζει από μας   /  από μένα κι εκείνους, μα πιότερο από κείνη την παρθένα στο μαύρο κελί  /  που μαθαίνει ν’ αγαπά, που μαθαίνει να κλαίει    /   και ραντίζει τα βράδια το κλαρί που γερνά  / σκεφτείτε, ω εσείς, που κρατάτε στα χέρια τα σφυριά και τους νόμους   /   κι ελάτε να δείτε τις ρίζες, τα φύλλα, τους καρπούς και τη σκιά της ζωής μιας ελιάς  /  και να δείτε, ω να δείτε, πως μέσ’ απ’ τα λεύτερα στήθια μας ανθίζει η λευτεριά  /  Κοπιάστε να δείτε, κερώστε τ’  αφτιά για να αντέξετε,  /  ω δόλιοι κι άμοιροι, μη σας βγει η ψυχή  / τους γδούπους και σύρσιμο που αφήνουν τα νια μας κορμιά.  /  Ε, εσείς, με τη μαύρη ψυχή και του χάρου οσμή,   /  μεγιστάνες του τρόμου, δήμιοι της αρετής, δικαστές της ζωής  /  Τι πάτε και κάνετε; Τι χαλάτε το φως;  /  Μακριά, μακριά τα σκοτάδια να διώξτε που τα φέρνουν σφυριά   /  Για να δουν τα παιδιά σας πως θ’ αστράψει η λαμπράδα,  /  πως θα ’ρθει η λιακάδα, πως θα λάμψη η χαρά,   /  πως θα έρθει η αγάπη, θα διωχτεί η λαχτάρα   /  η αγάπη, η αγάπη θα ’ρθει, η ειρήνη θα ’ρθει,  /  το μίσος θα σβήσει, το πάθος θα λείψει, η φυλακή θα χαθεί.  /  Είμαστ’ εμείς! Παντού πρωτοπόροι, αετοί, κεραυνοί  / Στους κάμπους, στα δάση, στα βουνά στις στεριές  /  τους σταυρούς μας αφήσαμε να φυτρώνουν βλαστοί  /  να ανθίζει ο τόπος, να βολά η ζωή από ρόδα και μύρα  / κι απ’ αγγέλους της γης να μπορεί και ο κόσμος να αναπνεύσει, να ζει λευτεριά   /  και να δίνει, σ’ εσάς, δικαστές, τη σοφία σωστή  /  και να δώσει σε όλους μερτικό στη ζωή.  /  Ω εσείς, να λέει σ’ εμάς, παιδιά μου τρανά!  / Τα σπαθιά σας ορθά, μη λυγίσουν ποτέ  /  Τις μανάδες, τις παρθένες, τους γερόντους και νιους,  /  σα να ’ναι οι κόρες των ματιών σας, να φυλάτε πιστά  /  Απ’ αυτούς που θελήσουν να σας κάνουν μικρούς,  / το θηκάρι αδειάστε, το σπαθί να φανεί  /  Εμείς με τους λόγους κι εσείς με τους νόμους   /  εσείς με τη σφύρα σας που χτίζετε πάθη  κι εμείς με αγάπη που γκρεμίζουμε μίση,  /  αφήστε τα λόγια σας, τις αποφάσεις  / γυρίστε σελίδες ν’ αστράψει το φως  /  και σκύψτε να δείτε, ν’ αφουγκραστείτε / ποιοι είμαστ’ εμείς που μας λέτε εχθρούς;  /  Είμαστε αδέλφια σας, μιας μάνας παιδιά… /  δώστε τα χέρια σας, να πάμε μπροστά!…»  

Δεκέμβρης 1998! Σε λίγο θα ολοκληρώσουν το μέτρημα των δυο χεριών κλείνοντας έτσι την τελευταία δεκαετία του αιώνα κι αμέσως μια καινούρια μέτρηση θα αρχίσει. Πολλά μας περιμένουν να δούμε τι θα διαδραματιστούν τη χρονιά που έρχεται. Η τελευταία της εκατονταετίας και της χιλιετίας. Ένα ακόμη γύρισμα στη ρουλέτα. Ένας ακόμη μανικοτραβηγμένος άσος. Ένα ακόμα αναστέναγμα και παράπονο. Μια κόμη ελπίδα χαμένη και θαμμένη στα ερείπια της ειρωνείας και της άρνησης. Μια ακόμη προσδοκία να περνά σε αναμονή για το επόμενο χαμένο παιχνίδι όπου από μόνιμη παράταση διαμορφώθηκε σε ρουτίνα. Και μ’ αυτά θα ολοκληρωθεί κι ο πολιτικός χάρτης της γηραιάς μας Ηπείρου αλλά και άλλων χωρών μαζί. Και η ανθρωπότητα έχει τοποθετηθεί ανάμεσα στη σφύρα και στον άκμονα. Ανάμεσα και οι μεγάλοι των ιδεολογικών κόσμων. Και ο «δεξιός» και ο «αριστερός»… κομματάρχης και… σύντροφος όπου έχουν αναλώσει τα ανθρώπινα ιδανικά. Και θα προτάξουν απ’ τη μια τις μορφοποιημένες αμαρτίες τους σε «έργα», ζητώντας απ’ την άλλη τη συμπαράσταση των Πολιτών, την κοινωνική αλληλεγγύη, την έγκυρη ψήφο, την ανοχή και τη σιωπή. Και μέσα στο χάος των κοινωνικών αντιξοοτήτων και σκληρώσεων του ανθρωπίνου νου, έχουν πάρει θέση όλοι εκείνοι που «ενδιαφέρονται» για την ανθρώπινη ύπαρξη, για τη συμφιλίωση των λαών και για την ειρήνη. Εκτός των απλών ανθρώπων που δεν καταλαβαίνουν τα παζαρέματα και τις διαδικασίες, άνθρωποι που «άνθρωποι» τους έχουν μεταβάλει σε κοκαλένιες χάντρες ώστε να μπορούν να φτιάξουν ένα τεράστιο κομπολόι, να παίζουν μ’ αυτό και να μετρούν τους χτύπους του που φέρνουν ύπνο και νάρκη. Κι εκεί, στον τεχνικό κοινωνικό ύπνο, χτυπιέται και λιώνει η ελπίδα και η προσδοκία. Εκεί αφήνονται ελεύθεροι οι χαρακτηριστικοί ήχοι που ξεχύνονται στους αιθέρες σαν ουρές κομητών όπου διαλύονται στην τριβή της συνήθειας και της λήθης. Εκεί που οι μουσαφιραίοι έγιναν νοικοκυραίοι εφαρμόζοντας τους νόμους του «δικαίου». Και είναι μαζεμένοι από όλους τους φορείς που η κοινωνία παράγει. Ένα κράμα από διάφορα είδη. Με σκοπό ποιος και πώς θα μπορέσει και παν απ’ όλα δημοκρατικά να πάρει την τύχη των ανθρώπων στα χέρια του. Οι μέχρι τώρα δεν ήταν καλοί. Οι επόμενοι είναι άριστοι. Και σ’ αυτή την εκστρατεία έχουν μαζευτεί από κάθε καρυδιάς καρύδι: Να αρχίσουμε από τεχνοκράτες κάθε βαθμίδας όπου παράλληλα είναι και δημοκράτες και οι σοσιαλιστές και οι σοσιαλδημοκράτες έχουν το προβάδισμα που τους επιτρέπει να κρατούν τους μικρούς στα συρτάρια της πολιτική σήψης και κοινωνικής ψύξης.

 Έτσι λένε. Να αναφέρουμε και τυχοδιώκτες, «αντί-ρεβιζιονιστές» οι οποίοι μάχονται όχι προς την αλλαγή ή την ανανέωση ξεπερασμένων θεωριών για το καλύτερο, αλλά μεταμφιεσμένοι σε οπορτουνιστές και…επαναστάτες γίνονται νοσταλγοί για αντικοινωνικές και ανεπίτρεπτες επιστροφές.

Να πούμε όχι μόνο για φιλελεύθερους συντηρητικούς αλλά και για κεφαλαιούχους που αυτοί, έτσι ή αλλιώς, ανέκαθεν είχαν κάθε λόγο και πολιορκούσαν τα κάστρα της ελπίδας αλλά και για ιδεολόγους που έχουν δράσει όχι μόνο για δόξα και χρήμα αλλά και για το μοίρασμα σε ολόκληρα κράτη. Και έχουμε και το κράμα κορονοφόρων που δεν έχουν καμιά διαφορά απ’ τους κοκόρους με τα κρεμαστά λεριά τους που ενώ όσοι έχουν απομείνει προσπαθούν… πολιτιστικά να διατηρηθούν και όσοι έμειναν χωρίς μοναρχική εξουσία και δράση προσπαθούν να την επανακτήσουν με κάθε τρόπο και θυσία την οποία διεκδικούν μέσα απ’ τις κυψέλες της πολιτικής αλαζονείας. «Μεγάλοι» άνθρωποι που «μοχθούν» για την καλυτέρευση της ζωής και όλοι μιλούν στο όνομα της δημοκρατίας.

Έτσι φτάσαμε να παρουσιάζουμε μια ορφανή κοινωνία από τόλμη και θάρρος, από ουμανισμό και ρεαλισμό και που η ορφάνια της αντικαταστάθηκε και πλαισιώθηκε από συστατικά όπως: πολιτικών αναταραχών, μοντέρνων κανιβαλισμών, από έγκλημα και δολοφονία, από μίσος και ρατσισμό, από κλεψιά και ληστές, από αναρχικούς κρυφούς και φανερούς -μεταξύ και πολιτικούς (πολιτική αναρχία), από φυλακοστρατιές που «επιβάλουν» την τάξη, από «ιδεολόγους» που «βάζουν» λιθαράκια για την αναβάθμιση του ανθρωπίνου γίγνεσθαι, από «λαθρομετανάστες» που φέρνουν στις πλάτες τους τις πληγές του αιώνα και που πάνω τους γίνονται τα πιο τερατώδη «πολιτιστικά» άλματα, από εμπόρους, βιαστές πάνω σε αδύναμες κοπέλες και γυναίκες και κάθε κατηγορίας μαστροπούς. Βέβαια και με ένα κατεστραμμένο οικολογικό περιβάλλον έτσι που γινόμαστε άξιοι της μοίρας και της τύχης μας όπου μέσα στα άλλα κακά κείμενα των καιρών μας φέρνουμε- αφού προηγουμένως καλύψαμε το προπαρασκευαστικό στάδιο- και μια άγνωστη από κάθε άποψη ερημιά. Και δεν είμαστ’ εμείς εκείνοι που ανήκει ο τίτλος των: «άξιοι της μοίρα των..!» για την ερημιά που φτάνει…

«…-Εεεεεεε! Τι κάνατε εδώ;  / Ποια είναι τα θεριά που σπέρνουν ερημιά;

Ποιο είναι το κακό που έφτασε εδώ και σιώπησαν τρογύρω μου όλα τα αγαθά;»

Τρέχει ολούθε η φωνή, που ’ταν μια μαχαιριά και μπήγεται στο βράχο

Με μιας τον σκίζει σαν χαρτί, πέφτει εκείνος κάτω  /  Άνεμος κάλπασε σφοδρός, αφηνιασμένος, τρομερός και πέφτει μες στο κύμα  /  κι ανακατώνει τα νερά, τα σκώνει σα βουνά, τα βάζει στο χορό,

να ουρλιάζουνε υστερικά και να πηδούν ψηλά, να χάφτουν μέσα στους αφρούς τον διαλυμένο βράχο,  να χύνονται ως τις ελιές, να τις γκρεμίζουν κάτω  /  και πέρα εκεί στην άλλη τη μεριά να βλέπει το φεγγάρι,  / που μόλις τώρα γέμισε κι άστραψε τον τόπο,  /  αντίσκιο βάζει το χέρι του ν’ ακούσει τη φωνή  /  Κι όπως η φωνή ξαναήχησε, τρόμαξε το φεγγάρι, / έπεσε μες στα κύματα και βρέθηκε στον πάτο  /  Δεν άντεξε κι ο ουρανός σ’ αυτή τη μοναξιά,   /  όλα τ’ αστέρια έκραξε να μπούνε στη σειρά

κι ένα κοντά απ’ τ’ άλλο πέσανε μες στη θάλασσα, όπου κι εκείνη απ’ τη φωνή που άκουσε αγρίεψε πολύ  /  κι όλα με μιας τα έθαψε και πνίγηκε κι αυτή… / Στάθηκε κάποτε η φωνή που ήτανε πικρή Σταμάτησε ο άνεμος που σήκωνε βουνά  /  Ο βράχος ξαναστάθηκε στη γκρίζα μοναξιά  /  Ο ουρανός ηρέμησε κι έβαλε σειρά και το φεγγάρι άστραψε πολύ πιο δυνατά / Τα κύματα ησύχασαν, στάθηκαν σαν αρνιά  /  κι όπως εκείνος έκλαιγε μέσα στην ερημιά,  / τα βήματά του τα αργά τον φέρανε στην άκρη, στα ήσυχα νερά  /  Κατέβασε το χέρι του που το ’χε σηκωμένο, / κριτής να κρίνει τα κακά κι ήταν οργισμένος  /  Άλλαξε δυο, τρία βήματα που ’ταν σαν νεκρικά,  / δίχως να καταλάβει βρέθηκε στα νερά / Κι όπως ξανά ετοιμάστηκε να βγάλει μια φωνή, / ένα μικρό καβούρι που γυάλιζε παράξενα στην άκρη του γιαλού, ανέβηκε στο πόδι του κι έπαιζε με χαρά  /  κι ώσπου να τον τηράξει, σωριάστηκε ο άνθρωπος στα σκούρα τα νερά …»

Έτσι μέσα απ’ αυτή την απρόσιτη αναφορά που δείχνει ότι τα ισοπεδώνει όλα, μια αναφορά που δείχνει ότι είμαστε και «μεμψίμοιροι»,ας προσθέσουμε και μια «υπερβολή» κι ας πούμε όλοι μαζί…

«…Είσαστ’ εσείς που πρέπει να νιώθετε περήφανοι για την καταγωγή σας /  Αυτή είναι! Εσείς τη δημιουργήσατε, σ’ εσάς ανήκει και αξίζει!  /  Απομακρυσμένη και άγνωστη από κείνη τη δική μας, /  τη φτιαγμένη με τιμή κι ανθρώπινη αξιοπρέπεια  / Είμαστ’ εμείς, που βγάζαμε και βγάζουμε τους λόγους μέσα στις φάμπρικες, στα καφενεία, στους δρόμους και πλατείες, στα στάδια και στα πάρκα, στα  τρένα και στα λεωφορεία  /  προσπαθώντας να δείξουμε πως πέρα απ’ το μίσος και τα πάθη υπάρχουν μεγαλύτερες αξίες που αξίζει κανείς να ζει και να μάχεται: της αγάπης μεταξύ των ανθρώπων και της ειρήνης   /  Γι’ αυτό θυμίσαμε παλιές εποχές και μιλήσαμε για κρεμάλες και πόνεσε η ψυχή μας  /  Γι’ αυτό αναφερθήκαμε στα ατσαλένια βρυχήματα, στην πείνα, στους καπνούς, στις φωτιές, στα ντουβάρια και σηκώθηκε η τρίχα μας  /  Και είπαμε ακόμα και για σκιές που μας συνοδεύουν πιστά και ακούραστα, που μας δίνουν μηνύματα και μας δείχνουν φωτεινά και μεστά παραδείγματα  /  Είμαστ’ εμείς, που φωνάζουμε, που βραχνιάζουμε και μας λένε πολλοί που περνούνε καλά και που ζουν τη ζωή, πως:  / Είμαστ’ εμείς αυτοί, έτσι μας λένε, οι απαισιόδοξοι, οι ψεύτες, οι ταραχοποιοί και οι εγωιστές!  /  Είμαστ’ εμείς που θέλουμε να χαθεί η ισορροπία του πλανήτη μας; / Είμαστ’ εμείς, που θα μπορέσουμε μέσα απ’ τις ανάπνες μας να φαρμακώσουμε τη φύση;  / Είμαστ’ εμείς, με τα ροζιασμένα και αφυδατωμένα χέρια μας, με χωνεμένα στομάχια, με δηλητηριασμένα πνευμόνια και σκότια, με γερτές πλάτες και καμπούρες, με όραση που όλο χάνεται και μ ’ακοή όπου ηχούν τα σφυριά και τ’ αμόνια απ’ τα χυτήρια και τα χαλυβουργεία, με ληστρικές επιδρομές στα φτωχά μας ταμεία, εμείς είμαστε αυτοί, που θα γκρεμίσουμε τον ήλιο;  /  Κι όπως προείπαμε για τόλμη και θάρρος, γι’ αγάπη και ειρήνη  /  μεταξύ των λαών, μεταξύ των φυλών και προπάντων των σκληρών και κακών  /  Και για σας θε ν’ ανοίξουμε χέρια κι αγκάλες  /  πάντα τα είχαμε και πάντα σας δείχναμε τους δρόμους της ζωής και γι’ αυτό γίναμε «κράχτες» κι «αναρχοεπαναστάτες» / Έτσι, λοιπόν, μας λέτε πάντα / Έτσι, λοιπόν, σας λέμε Τώρα κι εμείς / Ελάτε μαζί, να πάμε μαζί κι αξίζει να πάμε μαζί / Δίχως όπλα και μίση, δίχως πόλεμο, θάνατο, πόνο και θλίψη  /  Για να δει κι Αυτός που τώρα φτάνει όλους εμάς  /  Να ζούμε αρμονικά με μόνη έγνοιά μας / Την αγάπη και την ειρήνη!...»

Και δεν είναι βέβαια μόνο ο μήνας Δεκέμβρης τούτου του χρόνου και η νέα χρονιά που φτάνει. Είναι και όλοι οι άλλοι μήνες και τα χρόνια που φτιάξανε τις εποχές και τους ιστούς της ζωής…

 «….Και είχαν όλες ως τώρα και πρωινά με μεσημέρια κι απογέματα με βράδια

Με πρωινά και μεσημέρια, με απογέματα και βράδια που κάνανε ουρά τις εποχές

Και πρωινά με μεσημέρια και απογέματα με βράδια που κάνανε τη ζωή  Αυτή. Την καθημερινή…!»

Επίσης, ο «μεγάλος» άνθρωπος,  φροντίζει ακόμα πώς θα μας μεταφέρει στο διάστημα να δούμε τον πλανήτη μας από ψηλά σα να ’μαστε Θεοί, να δούμε την άνθιση και διάσταση του Αφύσικου Θανάτου πώς σκορπά τη δυστυχία, τον πόνο, την οδύνη, την πείνα και την κοινωνική αποσύνθεση απ’ την εγκαθίδρυση της ανεργίας και της συσσώρευσης του πλούτου στα χέρια του «μεγάλου» ανθρώπου…

«…Μεγάλοι» άνθρωποι, θάψανε τη Μαγεία  / Αυτή την ανθρώπινη, τη λιτή και αγνή, στήνοντας πόλεμο, θάνατο, πυρκαγιές  /  Άλλος στρώνει το φυτίλι και άλλος τ’ ανάβει για να μοιράζονται τις τύψεις  /  Φωτιά εδώ μικρή, δε χαίρονται πολύ  /  Φωτιά εκεί πιο δυνατή, γελούν στη δοκιμή   Φωτιά απλώνεται, γελούνε παιδικά / Στάδιο προπαρασκευαστικό, πυρηνικό κάνανε τη ζωή…

…Καλές είναι οι έρευνες, οι επιστημονικές /  Μέσα απ’ αυτές, λίγοι απόλαυσαν / Κονδύλια ανυπολόγιστα, τρελά / Μοντέρνα και «πολιτισμένα» πεθαίνουνε από πείνα στον κόσμο τα παιδάκια  / Η κατάρα έδωσε κατάρα αμαρτωλή  /  Τ’ αστέρια ψάχνουνε κι έγινε σκοπός των Εθνών / Ρεζέρβες αναζητούν έτσι, να, για «ώρα ανάγκης» / Να προλάβουν να φύγουν, περνώντας την ταχύτητα και την ματαιότητα  Αυτή που οι ίδιοι δημιούργησαν  / Αχ! Ποιοι να φέρνουν αυτή την κατάρα; / Αχ! Πού θα φτάσει, αν θα μείνει ζωή;  / Αχ! Μάνα, πώς μπορείς να γεννάς ερπετά; / Αχ! Και βαχ! Δε θα πάμε μακριά!

Φεύγει ευχή, απλώνεται απέραντα, σ’ ολόκληρο το Σύμπαν.

Βάζει φωνές, Αγγέλους καλεί μαζί και λίγο κόσμο π’ απόμεινε ακόμα

Έχετε μάτια ανοιχτά, φωνάζει  / Θέλετε αιώνια γαλήνη, προτείνει / Διώξτε τους γήινους μακριά, διατάζει!  ...Τι να φταίει, άραγε ανθρώποι; / Μήπως ο Μοντέρνος Ρυθμός της Ζωής...;»

Και ακούγονται κι άλλες φωνές. Αλίμονο σ’ αυτόν που δεν τις ακούει. Αλίμονο σε ποιον δε μιμείται τον Οδυσσέα, δεν αγαπά και δεν νοσταλγεί τη δική του Ιθάκη. Και το μεγάλο κακό ή δυστύχημα είναι ότι οι φωνές αυτές γεννιούνται στην κοινωνική μήτρα απ’ όπου βγήκαμε όλοι. Αλίμονο σ’ αυτόν που τις περιφρονεί και δεν αφήνει να ακουστούν οι σειρήνες του κόσμου. Μέσα απ’ αυτές βγαίνουν και οι δικές μας έτσι που να ολοκληρώνουν τις ανθρώπινες αχτίνες που σχηματίζουν τον ανθρώπινο ήλιο. Έναν ήλιο που δεν έχει σκιές, παρά μόνο φως! Φως, αγάπη και ελπίδα! Για να μπορέσει ν’ αστράψει ο χρόνος που έρχεται και να πορευτεί μαζί μας…!

«Μην κρατάτε τα κάστρα σας κλειστά. Οι πολιορκητές, έτσι ή αλλιώς, θα σας πολιορκούν κάθε μέρα  Ανοίξτε τις πόρτες σας να περάσει το φως. Για να δείτε ότι έτσι όπως πάμε, χανόμαστε. Στις πλατιές στεριές που λέγεται κόσμος, χανόμαστε

Ένας κόσμος που είναι μπροστά μας, πάνω-κάτω, δώθε-πέρα και μες στην ψυχή μας

Ένας κόσμος που δεν αφήνεται να πέσει η σκιά του πάνω μας και πίσω μας

Για να μπορεί να φέξει των πλατιών στεριών τις ράχες κι ανάπνες

Αυτές τις στεριές που λεν πως είναι φωτισμένες 

Είναι; Ή μένουν στο σκοτάδι; Αυτό που ένα μέρος του κόσμου σαν κόκκος στην άμμο παράγει;

Μα εσύ, αγωνίσου με όλους μαζί

Κι ο άλλος κι οι άλλοι κι οι δώθε κι οι πέρα

Θα δεις, όλοι θα δούμε, πως κάποια στιγμή

Το λιτό φως μας θ’ αστράψει και θα λάμψει πέρα ως πέρα…!»

 

Εύχομαι, σε όλους τους απανταχού φίλους και φίλες, από καρδιά καλές και φωτισμένες γιορτές.

Φύρτη-Γερμανία  Δεκέμβρης 1998  Φασούλας Βάϊος

 

 Ε.Ε. Ελλάδα, Τρίκαλα –Δεκέμβρης 03 2007 pelasgos@fasoulas.de  http:\\www.fasoulas.de