The strong voice of a great community
Δεκέμβρης 2007

Πίσω στο ευρετήριο

 

 

Οι «μεγάλοι» άνθρωποι, οι λαοί κι εμείς..!

(Στους στοχασμούς του Δεκέμβρη 1998)                

 ( Α φ ι έ ρ ω μ α )

(«…μπάξε, καημένε, Αντριά! Μπάξε, μπάξε…!»… «Κι αν μπήγω κι αν δεν μπήγω, απ’ τον τορβά μου μπήγω..» απάντησε ο φρεσκοαρραβωνιασμένος Αντρέας όταν πήγε να δει την αρραβωνιαστικιά του. Του είχανε ορμηνέψει οι δικοί του να μη φάει στα πεθερικά του πολύ και ντροπιαστεί και τους άκουσε. Όταν μετά από λίγη ώρα ο Αντρέας πείνασε βγήκε στην αυλή να φάει κάτι απ’ το σακούλι του. Εντελώς τυχαία βγήκε και ο πεθερός του κι όταν είδε που χιόνιζε είπε στον καιρό: «μπάξε, Αντριά, μπάξε…!»

Με την παροιμία αυτή να πούμε, έστω και καθυστερημένα, «Χρόνια Πολλά» σε όλες και σε όλους τους Αντρέηδες και στις Ανδριάνες και μέσα απ’ το «χαμένο» και περασμένο μήνα τους (Νοέμβρη), κάναμε το επόμενο  βήμα και πήγαμε στο Δεκέμβρη όπου τον λένε κι αυτόν «Αντριά», να κάνουμε έναν περίπατο στο χτες και στο σήμερα και αν μπορέσουμε να οραματιστούμε τον «Αντριά» του αύριο. Επίσης όλος αυτός ο στοχασμός –αν ο υποφαινόμενος μπορεί να χρησιμοποιήσει αυτόν το χαρακτηρισμό- γράφτηκε για όλον τον τρικαλινό τύπο και για όλους τους συνεργάτες του του οποίου, τύπος, είχε την ευαισθησία και την απλοχεριά να φιλοξενήσει και να φιλοξενεί το γράφοντα. Επίσης γράφτηκε και για ένα καλό φίλο, Αντρέα, για άλλους δυο-τρεις φίλους και τέλος σαν ένα Χριστουγεννιάτικο μήνυμα με την ευχή όλοι οι στοχασμοί που άπτονται με τα αρνητικά δρώμενα των ημερών μας να πάψουν να επιβεβαιώνονται και ο ερχομός της νέας χρονιάς να είναι ανθρώπινος! 

Καλές γιορτές. Πόλη της Φύρτης-Γερμανία   Δεκέμβρης 1998  Β.Φ.)

Μπήκε κι ο Δεκέμβρης του 1998. Το τελευταίο σκαλί του χρόνου, το προτελευταίο του αιώνα και της χιλιετίας όπου τον ερχομό τους συνόδευσε πάντα το ανθρώπινο στοιχειό που κατάφερε να ζήσει. «Αντριάς», κατά την παράδοση του σοφού λαού μας, όπου μεστώνει το κρύο, συμπυκνώνει και σφυρηλατεί το σκοτάδι για να το προσφέρει στη συνέχεια ξαλαφρωμένο στο Γενάρη, ν’ αστράψει εκείνος σαν άστρο που βγαίνει μέσα απ’ το σκότος και τη νάρκη, να αβγατίσει το φως και να φωτίσει τον κόσμο απ’ άκρη σ’ άκρη. Αντριάς! Παρόλο που έφερνε τις δυσκολίες του χειμώνα με τις ομίχλες και τις βροχές, τις λάσπες και τα χιόνια, τις καταιγίδες και τις χιονοθύελλες, έφερνε πού και πού και καμιά μπονάτσα μεταβάλλοντας έτσι τα στοιβαγμένα χιόνια των βουνών και των κάμπων σε νερά διαμορφώνοντάς τα σε ρέματα και χείμαρρους. Σε χείμαρρους και σε ξεροπόταμους που κατηφόριζαν αγγρισμένοι στους κάμπους φορτωμένοι τους φυσικούς τους οίστρους δείχνοντας την απεραντοσύνη της Αυτοκρατορίας και της Επικράτειά τους έτσι που κάνανε τους ανθρώπους άλλοτε να σκιάζονται απ’ τα θυμώματά τους και άλλοτε να θαυμάζουν αχόρταγα την άγρια ομορφιά και το απέραντο κάλλος. Εκεί, καθώς το πέρασμα του φυσικού στοιχειού έφερνε τρόμο και φόβο όπου μες στις βουές του ανακατεύονταν και προσθέτονταν τα αλυχτήματα των πεινασμένων αγριμιών και των ανέμων, εκεί που ο ουρανός έβαφε τη γη με ασήμι και τη χτυπούσε με ατσάλι και σμίγονταν μαζί της, εκεί που τα δέντρα προσκυνούσαν και ξεριζώνονταν, εκεί που οι τσίγκινες και πλάκινες στέγες ξεκαρφώνονταν και τα τριξίματα από ριγμένους σταυρούς και κόκαλα σταματούσαν το νου σηκώνοντας  την τρίχα, εκεί, λοιπόν, στα αποκομμένα τους χωριά και στις καλύβες, στα μαντριά τους και στα ντάμια, πότε για ώρες και πότε για μερόνυχτα ταμπουρώνονταν οι χωριάτες καρτερώντας το πέρασμά του λέγοντας τραγούδια, προσευχές και ιστορίες των παππούδων τους παρμένες απ’ τα βάθη του χρόνου.

Αντρειωμένοι και υπομονετικοί καρτερούσαν το οργισμένο πέρασμα των φυσικών στοιχειών, συντροφιά πολλές φορές με τα ζώα στ’ αχούρια τους έτσι που να καταλαγιάζουν λίγο τον τρόμο τους, μέχρι που κάποια στιγμή ακούγονταν το γάβγισμα ενός σκύλου, το γκάρισμα του γαϊδάρου, τα βελάσματα των προβάτων, το λάλημα των πετεινών, ενώ οι βουές και τα αλυχτήματα έσβηναν και χάνονταν κάτω απ’ το χαμογέλι μιας ηλιαχτίδας ώσπου ξανάβρισκαν εκείνοι οι κιβωτοί, τους σωστούς ρυθμούς στη ζωή! Αντριάς, λοιπόν, με πολλά πρόσωπα όπου οι άνθρωποι πάντα τον περίμεναν με άδολη αγωνία να πάρει από πάνω τους όλο το μαζεμένο άχτι της χρονιάς και να προετοιμάσει το σφυρηλάτησμα της τύχης τους, να παίξουν και να οραματιστούν μαζί του φτιάχνοντας καινούρια πλάνα, να μοιραστούν λύπες, χαρές και προσδοκίες και να γιορτάσουν (οι χριστιανοί) απ’ άκρη σ’ άκρη τον ερχομό του Μεσσία και τη Λαμπρή Πρωτοχρονιά που πάντα ετοίμαζε και μας ετοιμάζει και τώρα. Και μαζί με τούτον το Δεκέμβρη σκεφτόμαστε και του αιώνα το τελευταίο του σκαλί…

«…Απ’ τη στιγμή που ήρθες κι έμοιαζες σαν άρχοντας ή θεός  /  Σαν ημερολόγιο ή ιστορία, σαν κατάρα ή αμαρτία   /  Πάνω σου εναποθέσαμε σαν άνθρωποι τα βάρη μας  /  Να σε θωρούμε λυτρωτή πολλές φορές / Αφού κάθε χρονιά για σένα τραγουδάμε(τούτη που τώρα φτάνει είναι η ενενήντα εννιά)  /  Πάνω στων παιδιών σου αλλαγές  /  Εκεί μαζί τους να ξεχνούμε  /  Όλους τους πόνους μας, λύπες και πληγές  /  Κι εκεί πάνω τους αφήνουνε  /  Όλοι οι λαοί και οι φυλές όλες μας τις ευχές…  Να σβήσουν οι απόηχοι των πόνων και το κλάμα…!  Να λάμψει ο ήλιος να χυθεί…!  Πα στην ομίχλη, στην κατάρα…! Με μιας να λιώσει, να χαθεί…!  /  Σ’ αυτό συμπαραστάθηκες, αλήθεια  /  Με υπομονή που δεν έδειξες ποτέ  /  Μόνο που έτριζες τα δόντια  /  Ήσουν, φαινόσουν κι ανιδιοτελής 

Μα απ’ τη σιωπή και ανοχή ίσαμε την υποταγή σου στ’ ανθρώπινο στοιχείο  / Αδιαφόρησαν στους χρόνους σου, στους μήνες σου, στις ώρες  /  Έχοντάς σε πάντα στην ώρα του μηδέν  /  Σκέψου, ω εσύ αιώνα!  /  Μαζί μ’ εμάς και σένα αλωνίσαν τα θηρία  /  Θερίζοντας καρπούς πραγματικούς!

Κι άλλα πολλά θα μπορούσα να σου πω  /  Να σου θυμίσω και τον πολιτισμό μας  /  Όπου στο διάβα σου άκμασε και πλάτυνε πολύ  /  Κι όλα πια γίνονται πατώντας ένα κουμπί…

Όλοι, μα όλοι, μιλούν για σένα  /  Κι απ’ την αόρατη σκιά σου παίρνουμε ανάσα κι αντοχή  / Άλλοι πάνω σου γράφουν δεινά και διαθέσεις  /  Κι άλλοι πάνω σου γέρνουν σαν κορφές  /  Αειφανή σε θωρούν, σα φρούριο απόρθητο κι αδάμαστο προστάτη / Τους αληγείς ανέμους να διώχνεις διαρκώς  / Να στραφταλίζουν οι κορφές τους με καμάρι   /   Όπως μετά τη μπόρα και τη νεροποντή που έριξε η φύση και σκιάχτηκε η ίδια  /  Απ’ το ατσάλι, τη φωτιά και τη βροχή  /  Κι εκεί αφήνουν τη γυαλάδα να φεγγίσει  /  Οι δρόμοι, οι ανθρώποι, οι στέγες, τα κλαριά   /  Μια ασημένια κρούστα να τα ’χει περιλούσει  /  Κι ο άνεμος ο κοσμοταξιδευτής να παίζει απαλά τη μουσική του  /  Να διώχνει μακριά τ’ ανθρώπου αθυμιά  /   Να τραγουδά μαζί με τα πουλιά  / Των αγριμιών φωνές να κάνει μελωδίες και να στεγνώνει με χαρά όλη την πλάση   /  Ο ήλιος ο λαμπρός μη μας βραχεί  /  Να σκάζουν, να φλογίζουν οι αχτίνες   / Αίθριος ν’ ανοίγει τις πύλες ο ουρανός  / Χαρά Θεού να γίνεται η ζήση   /  Και να ηχούν ξανά όλων οι προσδοκίες  /  Και ν’ αρχινούν απ’ την αρχή… 

Έτσι θα μπόραγες κι εσύ να είσαι  /  Και ουρανός και γη, μπόρα και άνεμος, ήλιος και βροχή!

Μα κι αστραπής να έπαιρνες την όψη  /  Και τη φωτιά να είχες αδελφή  /  Του χαλαζιού και της βροντής, θεός που θα ’σκιαζες τα όρη  /   Να θέριζες τον κόσμο, τις κορφές και τα νερά  / Λαίλαπας αγγρισμένος να γινόσουν και να σέρνεις  /  Σαν άχυρα τον κόσμο και τα κύματα, τα δένδρα και τα βουνά    Σεισμός που θ’ άνοιγες ως και της γης τα σπλάχνα  /  Και να ξερνάς αδιάκοπα φωτιά και καταχνιά…

Κάποια στιγμή θα σώπαινες κι εσύ / Τούτο το μεγαλείο θα το ’θελες κι εσύ..!» 

Μαζί όδευσε κι αυτός σαν μήνας ανάμεσα από δυο ζωές φέρνοντας απ’ τη γέννησή του ακόμα πολλές χαρακιές, έτσι που άλλοτε να δείχνει σαν ηφαίστειο χορτασμένος από κατάρες κι αφορίσματα κι άλλοτε σαν γίγαντας φορτισμένος από ευχές, αβρά καλωσορίσματα, όνειρα και φιλοδοξίες απ’ το ανθρώπινο μένος αλλά και μπουχτισμένος απ’ τις ματωμένες πορείες των δυο αιώνων όπου πάντα μάθαινε τα της πορείας των και να αφουγκράζεται κι αυτός τους ανθρώπινους πόνους, πάθη, καημούς και μεράκια. Πάθη που έτρεξαν σαν αίμα απ’ το πιο αξιοθαύμαστο κι αξιολάτρευτο πλάσμα του Πλανήτη. Αυτό που έφτιαξε ο Θεός, ευλόγησε και φώτισε, για να φωτίζει στη συνέχεια τις γωνιές του κόσμου και της ψυχής έτσι που να πρυτανεύσει η αγάπη, να μεγαλουργήσει η αρετή και να κυριαρχήσει η ανθρώπινη σοφία για να μπορέσει να μοιραστεί το ανθρώπινο δίκιο σωστά και δωρεά όπως ο ήλιος σκορπά απλόχερα τις αχτίνες του και στα πιο απομακρυσμένα σημεία του σύμπαντος και του Πανήτη μας. Κάτω από το δικό του λαμπρό χάδι γαλουχήθηκαν και φωτίστηκαν μεγάλοι άνθρωποι: πρωτόπλαστοι, προφήτες, Βούδας, Χριστός, Μωάμεθ, Απόστολοι, Άγιοι, αυτοκράτορες και μεγάλοι στρατηλάτες με σκοπό τη θέση του ανθρώπου στον κόσμο του και τη δίκαια κατανομή της ζωής και των αγαθών της απ’ τον ίδιο στον ίδιο.

Οι Πόλεμοι τόσο κατά το ξεκίνημα μιας χιλιετίας, μιας εκατονταετίας κι ακόμα μιας νέας χρονιάς όσο και κατά τη διάρκεια της παραμονής των που σε μεγάλες συχνότητες και ταχύτατα διαδέχονταν ο ένας τον άλλον, υπήρξαν πόλεμοι εξοντωτικοί για το ανθρώπινο είδος, πόλεμοι επανδρωμένοι με το στοιχειό του ματεριαλισμού και της ταχύτητας, μεταμορφωτικοί ως προς τις παραδοσιακές αξίες και συνήθειες, εξοπλισμένοι με τον απάνθρωπο διαχωρισμό τάξεων και με δημιουργήματα ρατσιστικών εστιών, πόλεμοι καταστροφικοί για το οικολογικό περιβάλλον και άλλα πολλά, είναι αυτά που συνθέτουν τη σημερινή πραγματικότητα και είναι αυτά που επέβαλαν την παρούσα αναφορά…

«…Τα δένδρα, τα βουνά, τους κάμπους και τις στεριές κι αυτά τα έχουν προσαρμόσει στην ταχύτητα  /  Και ο ήλιος καυτός, χλωμός κι αρρωστιάρης  /  Τα φύλλα, παράξενα, να πέφτουν, να βγαίνουν, να…πληθαίνουν  έτσι που να μας δίνουν δεύτερους καρπούς σε Ανάρμοστη εποχή  /  Και ο αγέρας με ορμές και με παράξενες οσμές να οργιάζει  /  Με κρύο, με ζέστη, να σκούζει σα λύκος, να σαρώνει σα σίφουνας και ν’ αφήνει γι’ αχνάρια σκόνες κι αλάτι   /  Με βροντές κι αστραπές, με χιόνια, χαλάζια  /  Με νερά ψηλά, θολά κι ορμητικά,  πλημμύρες, καταποντισμοί,  /  να χάνεται ο κόσμος μπροστά στα μάτια μας   /  Μας λείπει, ω ναι, άνθρωποι, μας λείπει μια κιβωτός  /  Να μπούμε μέσα να σωθούμε, ίσως, για μια ακόμα φορά  /  Δονήσεις, ξεπαστρέματα, καταστροφές που σαρώνουν σπίτια, γεφύρια, δρόμους και πόλεις   /  Πράγματα ανώμαλα, συχνά…φυσικά!   /  Άνοιξη έρχεται, βρίσκει μια Γη καφετιά   /   Άδεια από δάση, γίναν φωτιά, στάχτες, καπνός κι αντάρες  /  Τα ψάρια πεθαίνουν, μια βρώμα ανθεί  /  Τα ζώα πεθαίνουν και φέρνουν λεφτά  /  Τα πουλιά πεθαίνουν, κατάρα θα ’ρθει

Τα νερά μας πεθαίνουν, μας στεγνώνει η μιλιά  /  Οι άνθρωποι χάνονται, στη μαύρη ήπειρο και σ’ άλλες γωνιές,  /  σε μέρη αφώτιστα σε σχέση μ’ εμάς και φτωχά   /  και σβήνουν ταχύτατα αφήνοντας πίσω τους μια καταχνιά…»

Πόλεμοι που οι «μεγάλοι» άνθρωποι διαμόρφωναν σε χώρες και λαούς κάτω απ’ τις δικές τους επιρροές και διαθέσεις προκειμένου να εξυπηρετούνται τα δικά τους συμφέροντα. Συμφέροντα που για το ανθρώπινο στοιχειό δεν είχαν καμιά θέση στον περίγυρο της ύπαρξής του και στον Πλανήτη που όμως «καθιερώθηκαν» και εγκαθιδρύθηκαν απ’ την παρουσία και την επιβολή των «μεγάλων». Συμφέροντα που οι τότε Απόκληροι λαοί δεν μπορούσαν να αντιληφθούν όταν εκείνο που τους ένοιαζε ήταν μια κόρα ακάθαρτο ψωμί και μια γωνιά να σταλιάζουν αναστέλλοντας για κάποιον καιρό τον θάνατό τους. Άνθρωποι που καταδιώκονταν ανελέητα απ’ τις αρρώστιες που πάνω τους απλώνονταν χειρότερες κι από κάθε άλλη γήινη κατάρα τις οποίες αποχτούσαν απ’ το «δημιουργό» και «μεγάλο» άνθρωπο, για να βρίσκουν ομαδικά το θάνατο μέσα σε τρώγλες, σε κατακόμβες και σε σπηλιές απ’ τους εξωμότες σαούληδες και λοιπούς κακούργους που είχαν απαρνηθεί Θεό και άνθρωπο. Μα κι αν ακόμα έπεφτε στην αντίληψή τους η αδικία και το μεγάλο κρίμα που υπόκειντο με πάθος και μίσος, θα αντίκριζαν τον άγριο θάνατο του λιθοβολισμού, της λαιμητόμου, της κρεμάλας, της σταύρωσης και βεβαίως όσοι ξεχώριζαν… μυϊκός, έπαιρναν τους δρόμους των σκλαβοπάζαρων και της κτηνώδους ταπείνωσης. 

Συμφέροντα που φτάνουν στις μέρες μας «εκπολιτισμένα» και διαμορφωμένα απ’ τις τάξεις πραγμάτων και τις… ανθρώπινες φιλοδοξίες βουτηγμένα στη ματαιότητα και στο ανθρώπινο πάθος. Η παραγωγή ανεξέλεγκτων αντικοινωνικών ομάδων που ρυθμίζουν τη ζωή αρνητικά, είναι δημιουργήματα και τεχνάσματα που προέκυψαν και προκύπτουν απ’ τις αφορμές του «μεγάλου» ανθρώπου, ενώ οι επίγειοι «άγγελοι»-φύλακες αντί να προστατεύουν τα πλήθη, συνωμοτούν και συνεργάζονται με τα κράτη ανά της γης έτσι που να διευρύνεται επικίνδυνα η κοινωνική αναρχία ξερνώντας στο «μεγάλο» άνθρωπο  δυσοίωνους κραδασμούς από μίση και άρνηση, αποστροφής και απαισιοδοξίας.

Με τη «μαγιά» της «δύναμης» φυτεμένη σαν γυπών φτερά στους ώμους τους οι «μεγάλοι» και με φορτωμένες, επίσης, τις «αμαρτίες» της καταβολής των οι μικροί κι ασήμαντοι άνθρωποι στις πλάτες τους, φτάσαμε πλέον σαν δρομείς και, με τις ελπίδες μας που όλο μεταφέρονταν απ’ το παρελθόν στο παρόν και μετατίθενται στο… μέλλον, μπερδεμένοι σαν ένα κράμα «οικοδόμων» στο σήμερα, με ένα πολύ διαφορετικό ανακατεμένο χάσμα ασυνεννοησίας, αγνωριμίας και εχθρότητας μεταξύ μας για να χτίσουμε τον μοντέρνο πύργο της Βαβέλ. Και τώρα που στις… εκσυγχρονισμένες και… πολιτισμένες Χώρες έχουνε ελλείψει οι παλιές αρρώστιες, άλλες ανίατες κι ακαταπολέμητες ασθένειες τις έχουν αντικαταστήσει.

 Επί πλέον ο «κοινωνικός» και κομματικοποιημένος προσηλυτισμός έχει προσχωρήσει απερίγραφτα στους ιστούς της δήωσης και εκφυλίζεται καθημερινά κατευθυνόμενος προς άλλους σκοπούς, ενώ ο Ουμανισμός (ελληνικό προϊόν) γίνεται αντιληπτός σαν τις αλκυονίδες νύχτες που κρατούν κάποιες στιγμές ή ώρες μέχρι που χάνεται στα ψύχη. Και μέσα σ’ αυτά τα ψύχη μετεωρίζεται και εγκλωβίζεται από μαγνητικά γήινα πεδία μέρος υγιέστατων ανθρώπων οι οποίοι ασκούν μικρή ή μεγάλη εξουσία ώσπου κάποια στιγμή χάνουν ή αφήνουν να χαθεί η Προσωπικότητά τους μέσα σ’ ένα κοινωνικό σύμπλεγμα αντιφάσεων και φατριών αρτηριοσκληραίνοντας τις χορδές της λογικής και της μνήμης τους.

Και ο «μεγάλος» άνθρωπος είναι πάντα κοντά και μας… φροντίζει. Φροντίζει για το φως και για την ύπαρξή μας, για την απομάκρυνση του σοβινισμού και του ρατσισμού, για την εγκαθίδρυση της ειρήνης και προς αυτή την κατεύθυνση έχει πιστά στρατευθεί ο Μικρός κόσμος του «μεγάλου» ανθρώπου, ανάμεσα και ο κόσμος των δογμάτων…

«…Παπάδες, ραβίνοι και πάπηδες, θ’ αρχίσουν να ζουν  μια νέα εποχή  /  Δόξα μεγάλη έρχεται πάλι, θα πούνε -μας λένε- ξανά θα φτάσει γοργά να επικρατήσει ο Θεός  /  Και θα ρίξει φωτιά σε απίστους, πιστούς και να λένε πολλοί  / «αμήν και πότε», να σωθεί του ανθρώπου η φυλή  /  Και το λένε πολλοί και φυλές και λαοί  /  Μας θυμιατίζουν, μας αφορίζουν, μας εξορκίζουν για να μας θυμίζουν της εποχής μας τα Σόδομα και Γόμορρα  /  Και μιλούνε πολύ για ψυχή καθαρή  / Ετούτη η Ζωή περνά βιαστικά  /  Μια άλλη μένει, αθάνατη τη λένε, δίνει παράδεισο ποτέ δεν παθαίνει  / Τρίβουν τα χέρια κι έχουν χαρά  /  Αγώνα προσμένουν ανθρώπων, ιερός θα ’ναι ξανά…  / Σταυρός από δω, μπροστάρηδες οι καθολικοί με φαλακρά κεφάλια απ’ την πολύ σοφία «διώχνουν» πολέμους μακριά    Κι απ’ την άλλη μεριά, ω ναι, του Αλλάχ τα παιδιά  /  Όλοι μαζί πάνε μπροστά όπως παλιά και σημαία προόδου έχουν ψηλά  / Δουλειά είναι εδώ, λένε ή δείχνουν, δουλέψτε «πιστά» και κόψτε των σκύλων ορμή και αραιώστε των απίστων φυλή  /  Και χαντζάρια από κει γυαλίζουν σα φεγγάρια σ’ αλκυονίδες νύχτες που χαλάσανε, λένε, οι άπιστοι τον ουρανό και τη γη  /  Και βογκά η ψυχή των ανθρώπων πριν ακόμη τους βγει…»

Ακόμα «φροντίζουν» και για την «Κοινωνική» Πολιτική οι πολιτικοί και ανησυχούν για την απώλεια των «λευκών» και «άκυρων» που γεμίζουν τα καλάθια των αχρήστων όπου απ’ τη μια δείχνουν περίτρανα τη συνεχή αλαζονεία, την αλληγορία και τη δημαγωγία και απ’ την άλλη την αδιαφορία των νέων πολιτών του σήμερα και του αύριο…

«…Η αλαζονεία των πολιτικών περνά την αστραπή  / «Φιλόσοφοι», «φιλόλογοι», «ρήτορες», «εκσυγχρονιστές» και «στοχαστές»,νομίζουν ότι είναι, κι όλο σπουδάζουν πάνω στην ταχύτητα   /  Δημοκρατικός, ρατσιστής, εθνικιστής, δεξιός κι αριστερός, περιβαλλοντικός, κεντρώος, έχουν ταχύτητα στα άκρα και στη γλώσσα  / Φύλακες φυλακωμένων, κοιτούν διαφορετικά το πέρασμα του χρόνου απ’ τη «γλύκα» της νάρκης που κολλάει παντού…»

Φροντίζει επίσης και για τον παραμερισμό και την καταπολέμηση της κοινωνικής ανισότητας με αντάλλαγμα την πανταχού πρόοδο, ευημερία και ειρήνη και προπάντων την επαναφορά της νέας γενιάς απ’ τα ναρκωτικά στη ζωή…

«…Κι ακούς να λένε και άλλοι να κλαίνε να μιλούν και για μια άλλη πληγή / Πώς, πώς μπορεί να ζει και αυτή η πληγή;  / Που ανοίγει φτερά, που πετάει ψηλά και γοργά και που φτάνει… δε φτάνει μα μπαίνει και φέρνει μέσα στα σπίτια μας,  ναρκωτικά /  Όλοι κοντεύουν να...καπνίσουν / Όλοι οι νέοι απ’ τα δέκα και πάνω που δεν ξέρουν  αν κάποτε προλάβουν να σταματήσουν  / Κι όλοι αφήνουν μια ζωγραφιά πάνω στα πρόσωπα  / Όλοι αφήνουν μια σύριγγα άδεια κι ωχρή κάπου στους κήπους, στα πεζοδρόμια, μέσα στα κέντρα και στα σχολειά   /   Κι όλοι κοντεύουν να γίνουν εμπόροι   /  Όλοι φωνάζουν και λένε πολλά / Όλοι, μα όλοι, που έχουν κλειδιά… Κι όλοι, ποιοι όλοι; Ποιοι είναι αυτοί;  Αυτοί που ρυθμίζουν τον κόσμο;  Αυτοί που προσφέρουν χαράτσι στους εμπόρους και δράση; / Αυτοί που προσφέρουν στο χάρο χαρά; / Αυτοί που γεμίζουν τις τσέπες λεφτά;  / Μέσα απ’ τα μάτια τους βγαίνει μια θαμπάδα αργά  /  Μέσα στο είναι τους μπαίνει των ανθρώπων φωνή  / Μέσα στα μύχια τους φτάνει μία μαύρη οργή   /  Μέσα, τα νιάτα, μπαίνουν βαθιά στη μαύρη τη γη / Και πληθαίνουν οι νέοι νεκροί, λιγοστεύουν οι νεκροθάφτες / Και τα πουλιά δεν καταδέχονται να ορμήσουν στις μολυσμένες σάρκες / Κι άλλοι οίστροι βγαίνουν, πληθαίνουν και επικρατούν / εν ονόματι της μοντέρνας εποχής κι είναι νέα παιδιά, / για να δούμε με ματιά καθαρή κι ανοιχτή και να πούμε με θυμό και οργή, / ποιοι είναι αυτοί που τα οδηγούν εκεί;… .Πού θα βρει, τι να κάψει;   /  Πού θα στείλει τις φωτιές, τους καπνούς; / Πού θα γείρουν οι μάνες τα κορμιά τα λειψά;  /  Όπου θα ’χουν αφήσει στης ζωής τη ματιά μια γυαλάδα παχιά  / Όπου θα ’χουν πεθάνει και θα σβήσουν της ζωής τη μαγιά; 

Φροντίζει ακόμη για πολυποίκιλους συνδυασμούς τους οποίους ζούμε καθημερινά όλοι...

             «…Απλοί ή σπουδαγμένοι άνθρωποι μάθανε και κάνουν πολλά /  Απ’ τη διαμορφωμένη Ζωή, έμαθαν πολλά   /   Πρώτα την Κλεψιά, να διώξουνε την Πείνα / Ναρκωτικά για να «ξεχνούν» φαρμάκια και καημούς / Πόσοι δεν δόθηκαν σαδιστικά για να χτυπούν ωμά! / Βία παντού επικρατεί κι ανθρώπινο σκοτάδι / Όπως παλιά και τώρα στη Γη μ’ ένα ρυθμό μοντέρνο και γοργό / Άρχισαν οι εμπρησμοί με πυκνότητα σφοδρή / Τρένα που πάνε και έρχονται, συγκρούονται από ταχύτητα, σκοτώνονται πολλοί /  Πέφτουνε αεροπλάνα εδώ κι εκεί και όλο «ψάχνουν» να βρουν τα αίτια /  Ναυάγια κάθε στιγμή ακούγονται, αίτια...άγνωστα, πού να τα βρεις; / Ανεργία, απεργία, φασαρία, ξυλοδαρμοί

Μπάτσοι, μπράβοι μοντέρνοι και παραγωγή από «Ράμπο»  / Η αναρχία παντού επικρατεί και κατά κει πηγαίνουν κι άλλοι / Δολοπλοκίες, δολοφονίες και αν κάποιος φωνάξει, διώχνεται αυστηρά / Ανατινάξεις, μπαρούτι, φωτιά / Θάνατος που φέρνει μίσος, αποστροφή και δυναμώνει ο αθεράπευτος λιμός ... ο ρατσισμός!   / Δαμάζουνε τις αρετές, την Αγάπη και Ειρήνη  /  Ξηλώσανε καθεστώτα, αναχρονιστικά / Χτίζουνε καινούρια, πληρώνοντας αδρά  /  Με τους δικούς μας φόρους και λυγίσαμε στο γόνα, / για να θυμίζουμε προσκυνητάδες σ’ ανύπαρκτους βωμούς / Και μιλούνε για μια ανύπαρκτη δημοκρατία και αντικαθίσταται για τη μοντέρνα μας εποχή απ’ των μεγάλων αναρχία, μεγαλουργία και θηριουργία…»

Φροντίζει ακόμα με σωστούς νόμους και με σωφρονιστικά καταστήματα, ενώ ορισμένοι βερμπαλιστές μεγιστάνες και εκτελεστές των νόμων με τις επεμβάσεις τους…αποβάλλουν την κοινωνική βρωμιά απ’ τους αγκαθοστρωμένους κήπους των κοινωνιών μας οδηγώντας την στα κάγκελα με την ευχή ότι κάποια στιγμή θα ξαναβρούν οι δράστες και ένοχοι τους εαυτούς τους και θα ενσωματωθούν στη συνέχεια στην διεφθαρμένη -όπως εξελίχθηκε- κοινωνία των Πολιτών. Μια κοινωνία Πολιτών οι οποίοι, Πολίτες, παγιδεύονται καθημερινά στους ιστούς του χορταριού, της σκόνης και της σύριγγας προσφέροντας για Μάρτυρες στους βωμούς των ναρκωτικών τα νέα παιδιά τους έτσι που σε πολλές περιπτώσεις να αντιστρέφονται οι νόμοι της τάξης και να μένουν πολλοί απ’ αυτούς απ’ έξω…

«…Φορές νοσταλγώ, δεν είναι και λίγες, τα μαύρα σίδερα   /  Αυτά που δείχνουν την πραγματικότητα και μαθαίνεις σ’ αυτά τη σωφροσύνη, όπως και το σωφρονισμό  /  Να αντιμάχονται και να καραδοκούνε  /  Για να σε κάνουν από εκεί μέσα, τα ίδια κάγκελα που παίρνουν μορφή και δίνουν ζωή   Να σε κάνουν σωστό, τίμιο και τολμηρό  /  Αυτά τα σίδερα που κανείς δεν κοίταξε ως τώρα  /  Γιατί φοβούνται απ’ τη χαρότριχα που φέρνουν στο κορμί  / Ή του Εγκέλαδου όταν ακούν φωνή και πέφτουν και λιγοθυ­μούν χωρίς να τολμούν της ζωής το Θεό μας να δουν   /  Κι απ’ την άλλη να νιώθουν μια ανάπαυλα (όλοι αυτοί που τους λένε σωστούς και σοφούς)  /  Ότι σε μένα, και γιατί, σου θυμίζω, όχι και εσένα, «έτυχε», μια άλλη ζωή  / «Άξιος της μοίρας του», ακούω να λένε ξεχνώντας τα δικά τους «καλά»  /  Όπως ξεχνούν, ποιος μ’ έσπρωξε κλέφτης να γίνω  /  Όπου της πείνας το μεγάλο δρεπάνι μου θέρισε μέχρι και τα λογικά  /  Κι απ’ εκείνο που έλεγε, πέρνα αύριο, μέχρι που έφτασα πάλι εδώ…  / Φορές νοσταλγώ τα μαύρα κάγκελα   /   Όπως κι εκείνα των, απ’ τα κίτρινα δόντια τους, ανθρώπων χα­μόγελα  /  Το χνώτο τους που μύριζε σαπίλα  /   Από τη βρόμα που αποτοξίνωνε όλη την κοινωνία / Κι έχουμε απ’ τη μια το «κράμα» το φτιαχτό  /  Με κλέφτες, αλήτες, παραχαράκτες  /  Λαθρέμπορους, ναρκομανείς, χασικλήδες, μαστροπούς, βιαστές, παιδεραστές, ληστές, μαχαιρο­βγάλτες  /  Δολοφόνους, παιδοκτόνους, εμπρηστές, αρχοντοκερατάδες, κάποιος άμοιρους αστυφυλάκους και κάποιους αναρχικούς…  /  Κι ένα άλλο «κράμα»  /   Που μοιάζει πολύ με εκείνον τον ορμητικό χείμαρρο  Που μαζεύει στο διάβα του πέτρες, χώματα, δένδρα και ξύλα  /  Κόπρανα ανθρώπινα και ψόφια γαϊδούρια  /  Να παλεύουν κι αυτά της σιδεριάς καζάνια   /  Επιθυμία ανθρώπινη, μεγάλη /  Τουρλού γινόμαστε, αγνώριστοι, άμοιροι πραματευτάδες  /  Που ούτε λίγο ούτε πολύ, χαλούν πραγματικά πολλοί πραγμα­τικά καλοί  /  Κι ανάμεσα στους παραπάνω   /  Στους μεσαίους και στους παρακάτω   /  Υπάρχουν κι επιστήμονες, εργάτες, άλλοι τρελοί και άλλοι γνωστικοί  /  Άρρωστοι γέροι και γριές και υγιή νέα παιδιά   /  Μάνες ανήλικες που πνίξαν τα μωρά τους   /  Γιατί φοβήθηκαν της κοινωνίας το «σώφρον» δάχτυλο μεγάλο   Που τρυπούσε την «ντροπή» τους πέρα ως πέρα   / Για να περάσουν στα κωλάδικα μια μέρα  /  Στα «σωφρονιστικά» που δεν έχουν καμιά διαφορά  απ’ την κόλαση, τούτη την ανθρώπινη  /  Μα βγαίνουν κάποτε κι αφήνουν πίσω τους τα μαύρα σίδερα  /  Για να μπουν με μιας στα άσπρα  /  Για να αντικρίσουνε πολλοί με ορθάνοιχτα τα μάτια   /   Ότι υπάρχει κι άλλο ένα κράμα αλλιώτικο που κράζει υστερικά: φέρε εσύ, κι εγώ είμαι εδώ /  Πάρε λεφτά, μη σκιάζεσαι, φέρε πράμα καλό!   /  Και ξανανταμώνουν και πάλι μέσα   /  Και γίνεται ’κονόμα καλή μέσα κι έξω απ’ ένα τζίρο αστρονο­μικό  /   Και πολλοί απ’ εμάς, κατασκευάσματα της κοινωνίας αυτής της «καθαρής»  /  «Υπηρετούμε» διαταγές που δίνουν οι σωφρονιστές   /  Και να υπάρχουν ανάμεσά μας πολλά άτομα που έχουν απ’ τη «σκόνη» ανάγκη πραγματική  /  Και πληρώνουν αδρά τα φτωχά κορμιά  και ο ανδρικός βιασμός να δίνει και να παίρνει  /  Τα ξέρουν αυτοί που έχουν το όνομα του «σωφρονιστή» /  Μεγάλοι και μικροί, μέσα κι έξω, ένα μεγάλο μέρος του μέσα υποκόσμου  /   Μηχανισμοί απ’ έξω το θέλουν διατηρητέο κι αμετάβλητο, πέ­ρασμα, γέφυρα και άσπαστο κρίκο…  Μαζί πολλές φορές τα λέμε /   Μέσα απ’ εδώ γινόμαστε εμείς κριτές  /  Σκέψου! Της κοινωνίας τ’ απ’ όξω αποβράσματα, ακούμε πως ξερνάνε     Τα βλέπουμε εμείς εδώ με Σωφροσύνη  / Κι απ’ της ψυχής τα μάτια μας, άσβηστα καντηλέρια  / Λιτά, απ’ τα σκοτάδια, φωτίζουμε τη Σωφροσύνη  /  Την κόλαση να σβήσουμε μοχθούμε…  /  Και μη θυμώνετε πολιτισμένοι άνθρωποι που λέω την αλήθεια   /  Αυτή μου μάθανε να λέω μέσα εκεί  /   Για να μην πω και για τον καπελά με τα κλειδιά   /    Που αφομοιώθηκε κοντά μας για καλά   / Εξοικειώθηκε μαζί μας σαν αδέλφι  / Ανίκανος να κάνει τέτοια δουλειά    /   Μοιάζει κάμποσες φορές (όσο κι αν φαίνεται αστείο) πως είναι τόπος ιερός   /  Που μαντρώνει με πάθος την αγάπη   /  Και ακατάπαυστα ζυμώνουμε την μετάνοια με τη συμπάθεια και διώχνουμε την κακία μακριά    /  Εμείς οι ίδιοι γινόμαστε ασκητές, σε μια κόλαση απάνθρωπη, στεγνή  / Την προτιμούμε απ’ τους έξω παραδείσους     Τους γεμισμένους με χλωμά λουλούδια   /   Τα ριζωμένα μέσα στην κακία και στο μίσος   /   Και που εκπέμπουν απ’ τα πρόσωπά τους, στεγνή ψευτιά και σιχασιά…  / Μα αντί γι’ αυτό, τις συμπληγάδες μου προσφέρουν μ’ απονιά  /  Κι ώσπου να τ’ αποφύγω, φτάνω και πάλι στο ξύλινο σφυρί  /  Τον κούφιο χτύπο ξανά να ακούω, να θυμηθώ πάλι εσάς   /  Και τους μέσα και τους έξω και τους πάνω και τους κάτω  /  Να φανταστώ κι αυτούς πώς φεύγουν κι αυτούς πώς θα ’ρθουν…  /  Μα θα σας πω κι εγώ τα λόγια μου ετούτα  / Σωφροσύνη χρειάζεται πρώτα η κοινωνία   / Που είναι γι’ αυτήν άγνωστη και μακριά  /  Λίγη χρειάζονται τα σίδερα τα μαύρα  /  Πιότερη απ’ τους έξω, ανθρωπιά  /  Για να αντέξουμε το βάρος το μεγάλο που ’ναι δυσβάσταχτο ουρλιαχτό  /    Όταν αφήνουμε τα σίδερα τα μαύρα  / Βγαίνει απ’ τα μύχια της ψυχής μας   / Ευχή για αρχή και προσδοκία  /  Μα άλλα μας περιμένουν στον έξω κόσμο κι είναι πιο σκληρά  /  Πώς να τα παλέψω; Πάει ο νους στον καπελά   /   Σ’ εκείνον το σαπιοδοντίτη που είχε στην ψυχή του χαρακιά   /   Όχι απ’ το μαύρο το κάγκελο και κρύο  /  Μα απ’ τη δική σου άνθρωπε «μεγάλε» που λες πως είσαι η κοινωνία   /  Γεμάτη με κακία, αποστροφή, «Σωφρονισμό» και ακαταδεξιά…»

Και βρισκόμαστε στο μήνα Δεκέμβρη. Μήνας που καταπραΰνει τα πάθη, μήνας που γυρίζει τις παλιές γενιές τυπικά λίγο πίσω γιατί κι αυτές έχουν δεχτεί ή υποστεί τους ματεριαλιστικούς ιούς και ιστούς και έχουν ατονήσει, έτσι που να ξεχνάμε τα δρώμενα και να αποβλακωνόμαστε στα εφήμερα για να ζούμε έντονα και μια άλλη…ανθρώπινη διάσταση, θανατηφόρα…

«…Οι χασάπηδες δυο φορές πουλούνε σφαχτά, μαύρα πολλές φορές, φαρμακωμένα απ’ τις ορμόνες της ντροπής / Φουρνάρηδες, μπακάληδες, πίτουρα στα ψωμιά, κρασάκι νερωμένο / Κι ο λαχανάς σπρώχνει γρήγορα τα σάπια φρούτα, ευαίσθητα  / από ραδιενέργεια, που όλα τους βγάζουν μιλιούνια σκουλήκια και χολέρα  / Τα καταστήματα πνίγονται από εκπτώσεις / Μπουλούκια οι άνθρωποι πατιούνται μεταξύ τους χωρίς ν’ αγοράζει κανένας τίποτα ή κάτι λίγα κρατώντας έτσι την παλιά ανάμνηση…»  

Αντριάς, λοιπόν, ένας μήνας που μπαίνει απρόσεκτος απ’ την ανθρώπινη αδιαφορία, απ’ την ματεριαλιστική υπόσταση και τη σταδιακή του αποσύνθεση. Μια υλική υπόσταση και υποταγή ξένη απ’ τα προαναφερόμενα συναισθήματα που να μπορούν να συγκρατούν το χρόνο, να συγκροτούν και να διατηρούν τις ανθρώπινες αξίες, τα ήθη και τα έθιμα των λαών που όλο κατευθύνονται προς στην αδιαφορία και στην άρνηση, στην κοινωνική αποσταθεροποίηση, στην αναμόχλευση και στα πάθη για να περάσουν σαν «βετεράνοι» στο περιθώριο και στη λήθη.

Κι όλα γύρω μας έχουν μεταμορφωθεί σε τραπέζια τράπουλας και σε σαλόνια ρουλέτας. Τα άκρα ορισμένων «μεγάλων» παιχτών έχουν πιάσει κάλους απ’ την καλοτυχία των παιχνιδιών και απ’ τα μόνιμα χαμόγελα του «βαλέ» και της «ντάμας». Γεύονται και ρεύονται σαν ζα στο γύρισμα της ρουλέτας στα καζίνα της χλιδής και στην, πάντα κατάλληλη στιγμή, παρουσία του άσου. Και οι θαμώνες που μαζεύονται για να προκαλέσουν κι αυτοί την τύχη τους, δεν φέρνουν μαζί τα «αρμονικά» εφόδια προσαρμογής των και παίζουν, παίζουν, παίζουν παρακαλώντας την ίδια τη ζωή να τους χαρίσει ένα χαμόγελο για να πάψουν να δείχνουν την ρυθμισμένη κοινωνική τους προέλευση, την στρωματοποιημένη τους ταυτότητα, τις υποσχέσεις καρφωμένες με γυφτοκάρφια στα κορμιά και στην ψυχή τους και την περιθωριακή τους δύση που άρχισε να δύει…

«…Απ’ τη ζωή μου ζήτησα πολλές φορές.  Άλλοτε φανερά κι άλλοτε κρυφά