|
|
Μπροστά
στον φονικό τυφώνα Δύο
μόλις μέρες από σήμερα, οι Καναδοί
ψηφοφόροι, καλούνται να εκλέξουν την
κυβέρνηση που πρόκειται να διοικήσει τη
χώρα στο διάστημα της τετραετίας που μας
έρχεται, της πλέον επώδυνης χρονικής
περιόδου που γνώρισαν ποτέ οι γενιές της
μεταπολεμικής περιόδου του Δευτέρου
Παγκόσμιου Πολέμου. Μολονότι
δε τα κατάμαυρα σύννεφα αυτής της
φοβερής οικονομικής θύελλας,
άρχισαν να διαφαίνονται στον
ορίζοντα εδώ και δύο περίπου χρόνια, οι
υπεύθυνοι πολιτικοί κυβερνήτες των δύο
μεγάλων δημοκρατιών του Αμερικανικού
βορρά, προτίμησαν να τα παραβλέψουν με
την ελπίδα ότι ο οικονομικός τυφώνας που
σήμερα αγκάλιασε ολοκληρωτικά της ΗΠΑ,
τελικά θα είχε ξεπεραστεί χωρίς κανένα
πολιτικό τίμημα για αυτούς. Ποια
πλάνη αλήθεια. Αυτό
θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως το
μεγαλύτερο πολιτικό σφάλμα που
διέπραξαν στη πολιτική τους
σταδιοδρομία, τόσο η ηγεσία της
Ουάσιγκτον, όσο και εκείνη του Καναδά,
καθώς αφοσιωμένες στις καθημερινές
εξελίξεις των πολεμικών περιπετειών των
ημερών μας, δεν θέλησαν ή και δεν
μπόρεσαν να αντιληφθούν τις
καταστρεπτικές διαστάσεις και την
έκταση που έπαιρνε ο επερχόμενος
οικονομικός τυφώνας. Το
λυπηρό είναι ότι δυστυχώς ακόμα και
σήμερα οι επίσημοι εκφραστές πολιτικής
των δύο χωρών, προσπαθούν να
υποβαθμίσουν το μέγεθος της καταιγίδας,
μιλώντας για απλή “οικονομική κρίση”
στα οικονομικά ιδρύματα των δύο χωρών η
οποία έχει επιπτώσεις πάνω στα
χρηματιστήρια τους. Το ερώτημα, ωστόσο,
και πάλι είναι για ποια οικονομική κρίση
μιλούν. Το 2007 μόνον οι έξι μεγαλύτερες
τράπεζες του Καναδά και όλες σχεδόν της
Αμερικής δήλωσαν πρωτοφανή κέρδη στην
ιστορία της χρηματαγοράς της Βόρειας
Αμερικής. Οι Καναδικές τράπεζες
παρουσίασαν καθαρά κέρδη 19.9 δις. δολάρια
μόνον για την οικονομική περίοδο του 2007,
μέσα από ένα σύνολο εσόδων 74
δισεκατομμυρίων δολαρίων. Σύμφωνα με τα
στοιχεία των ίδίων των τραπεζικών
ιδρυμάτων το 2007 οι πρόεδροι αυτών των
τραπεζών έλαβαν σαν αμοιβή 14
εκατομμύρια δολάρια ο Richard Waugh, of Bank of
Nova Scotia.
Mr. Ed
Clark of Toronto Dominion,
πληρώθηκε με το ασήμαντο ποσό
μισθοδοσίας των 9.8 εκατομμυρίων
δολαρίων, ενώ η ίδια τράπεζα δήλωνε
ετήσια κέρδη ύψους 5 δισεκατομμυρίων
δολαρίων. Το ποσόν αυτό χαρακτήρισε ο
ίδιος ο πρόεδρος και γενικός διευθυντής
της τράπεζας, “φανταστικό, ασύλητο και
πανοραμικό”. Ακόμα η Royal Bank δήλωσε τα
καθαρά κέρδη της στα 5.49 δις, ενώ για το
τρίτο τέταρτο της τρέχουσας χρονιάς το
κέρδος ανήλθε στο 1.26 δισεκατομμύρια,
σύμφωνα με το πρακτορείο Canadian Press. Από τη
δική της πλευρά η CIBC, δήλωσε κέρδη 3.3 δις
για τη χρονιά που μας πέρασε, για δε το
τρίτο τέταρτο της τρέχουσας περιόδου
δηλώνουν καθαρά κέρδη 71 εκατομμύρια
δολάρια. Η Bank of Nova Scotia τέλος, δήλωσε
καθαρά κέρδη για το 2007 στο ύψος των 4.05
δις δολαρίων και το τρίτο τέταρτο της
τρέχουσας περιόδου 1.01 δις. δολάρια. Και όμως τόσο η Ουάσιγκτον, όσο και η
Οτάβα ισχυρίζονται ότι η “κρίση” είναι
αποτέλεσμα της κακής πολιτικής των
τραπεζών, η Ουάσιγκτον μάλιστα σε μια
δραματική επίδειξη υποστήριξης των
πτωχών του τραπεζικού
συστήματος αποφάσισε να προχωρήσει
σε οικονομική ενίσχυση με την παροχή
ποσού 700 δις δολαρίων για να μπορέσει να
τις στηρίξει από φόβο μήπως και πέσουν
και δημιουργηθούν άλλα μεγαλύτερα
κοινωνικά προβλήματα. Όσο
για τον Καναδά, είναι λυπηρό το ότι ο
υπεύθυνος υπουργός οικονομικών της
χώρας με πρόσφατες δηλώσεις του τόνισε
ότι η κυβέρνηση καθόρισε ποσόν 25 δις.
δολαρίων για την ενίσχυση του
τραπεζικού συστήματος της χώρας, “για
τη περίπτωση” που υπάρξει ανάγκη. Αυτός
είναι και ο λόγος του προβληματισμού μας
ως παρατηρητών. Η κυβέρνηση του κ. Χάρπερ,
η οποία διαχειρίστηκε την εξουσία της
χώρας για το διάστημα των τελευταίων δύο
ετών, επικαλέστηκε μύριες δικαιολογίες
προκειμένου να αποφύγει να διαθέσει
έστω και λίγα σεντς για την οικονομική
βοήθεια των αδύνατων λαϊκών ομάδων και
κυρίως των ασθενών με χρόνιες παθήσεις,
των συνταξιούχων και εκείνων που
λαμβάνουν επίδομα κοινωνικής πρόνοιας,
επειδή το θησαυροφυλάκιο της
ομοσπονδιακής κυβέρνησης του Καναδά δεν
είχε αυτή την δυνατότητα. Ίδια περίπου η
κατάσταση με το σύστημα υγείας και
εκείνο της μετανάστευσης, καθώς στην
σημερινή προσωπική συνομιλία με τον
Θωμά Στεφ. Σάρα ο πρωθυπουργός της
επαρχίας του Οντάριο, διαμαρτύρεται για
την άδικη μεταχείριση της επαρχίας από
την ομοσπονδιακή διοίκηση. ΄Ενώ όμως επί
δύο συνεχή έτη οι Καναδοί παλαίουν
καθημερινά να ανταποκριθούν στις
βασικές ανάγκες της ζωής, σήμερα η
ομοσπονδιακή κυβέρνηση με το στόμα του
υπουργού οικονομικών κ. Φλάχερτη μας
πληροφορεί ότι, ως εκ θαύματος, βρέθηκαν
από τα αζήτητα του θησαυροφυλάκιου 25 δις
δολάρια και το ποσό αυτό προτίθεται η
κυβέρνηση να το διαθέσει στα πτωχά
τραπεζικά ιδρύματα του Καναδά, -τα οποία
θεωρούνται από τα ποιό υγιή της
παγκόσμιας κοινότητας-, προκειμένου να
τα βοηθήσει να “ξεπεράσουν τη κρίση”. “Τραπεζικό
Welfare”
με άλλα λόγια. Το αστείο στην όλη υπόθεση
είναι ότι εάν κάποιος των πολιτών,
υποχρεωθεί να στραφεί για βοήθεια στο
σύστημα κοινωνικής πρόνοιας, πέραν του
κοινωνικού στίγματος της αποδοχής του
βοηθήματος προκειμένου να ξεπεράσει
περιστασιακές δυσκολίες της ζωής του, το
σύστημα πρόκειται να του καταρρακώσει
την συνείδηση και προσωπικότητα για μια
“χούφτα δολάρια” που ενδέχεται να του
δώσει. Όταν όμως πρόκειται για την
ενίσχυση παντοδύναμων οικονομικά
τραπεζικών ιδρυμάτων, των οποίων οι
διοικητές χρεώνουν τις υπηρεσίες τους
με δεκάδες εκατομμυρίων δολαρίων το
χρόνο, τότε δεν φαίνεται να υπάρχει
καμία μομφή μήτε κοινωνική, μα ούτε και
πολιτική. Ακριβώς
το ίδιο συμβαίνει και στις Ηνωμένες
Πολιτείες της Αμερικής, όπου η αστεία
διοίκηση του σύγχρονου Καλιγούλα με τη
μορφή του προέδρου της παντοδύναμης
δημοκρατίας, μέσα σε μια και μόνη
οκταετία διακυβέρνησης κατόρθωσε να την
οδηγήσει σε τέτοιο βαθμό αναξιοπιστίας
που ομολογουμένως ούτε και οι εχθροί της
δεν θα μπορούσαν καν να φαντασθούν.
Μια
Οκταετία πολέμων.
Όταν
ο σημερινός πρόεδρος παρέλαβε τη
διοίκηση της χώρας από τον απερχόμενο
Μπιλ Κλίντον το 2001, παρέλαβε μια
οικονομία με διαδοχικούς
πλεονασματικούς προϋπολογισμούς. Την
περίοδο εκείνη η κυβέρνηση δήλωνε
πλεόνασμα 230 δις δολάρια. Φέτος και
ύστερα από οκτώ χρόνια διακυβέρνησης
από την ομάδα Μπούς για έβδομη συνεχή
χρονιά το έλλειμμα ξεπέρασε τα 311 δις
δολάρια. Το μυστικό είναι ότι δυστυχώς
τα ελλείμματα αυτά προερχόταν όχι από
παραγωγικές επενδύσεις της κυβέρνησης,
αλλά πολεμικές, ενώ παράλληλα προχώρησε
σε μια αδιανόητη πολιτική φορολογικών
απαλλαγών των πλουσίων σε βάρος των
μεγάλων λαϊκών τάξεων. Για την αποφυγή,
ωστόσο, κάθε κοινωνικής κατακραυγής, η
κυβέρνηση διατήρησε μια πολιτική
εύκολου δανεισμού των πολιτών, με την
οποία διατηρήθηκε για αυτή την περίοδο,
μια γυάλινη σφαίρα ξευδαισθήσεων
του “Αμερικανικού ονείρου”.
Στην πραγματικότητα η κυβέρνηση
Μπούς θέλησε να εφαρμόσει μια πολιτική
“σοσιαλισμού των πλουσίων”, όπως τόσο
σωστά χαρακτηρίστηκε το σχέδιο Πόλσον
για την χρηματοδότηση των κολοσσιαίων
οικονόμων ιδρυμάτων της χώρας με το
ποσόν 700 δις δολαρίων. Το πρόβλημα όμως
και στις δύο περιπτώσεις, τόσο στις ΗΠΑ
όσο και το Καναδά, είναι ότι τα ποσά αυτά
επενδύονται αντιπαραγωγικά, καθώς οι
αρμόδιοι τα ρίχνουν στο χωρίς πάτο κάδο
των σκουπιδιών από όπου μόνον οι λίγοι
και πάλι πρόκειται να ωφεληθούν. Σε μία
χώρα όμως που εκατομμύρια των κατοίκων
της αδυνατούν να έχουν το βασικό
δικαίωμα της υγείας εξασφαλισμένο από
το κράτος, επειδή κάτι τέτοιο αποτελεί “σοσιαλισμό”,
είναι αστείο να χαρακτηρίζεται ως “αναγκαία
χρηματοδότηση του συστήματος” η
διάθεση 700 δις για τους κολοσσιαίους
πολυεθνικούς οικονομικούς οργανισμούς
της Αμερικής των οποίων οι διοικητές
αμείβονται μέχρις και με μισό δις
δολάρια το χρόνο. Το χειρότερο δε είναι
ότι στην περίπτωση των ΗΠΑ, το ποσόν των
700 εκατομμυρίων προέρχεται από δανεισμό
του κράτους και ότι σε τελευταία ανάλυση
και πάλι θα κλιθεί ο φορολογούμενος
αμερικανικός λαός να πληρώσει
προκειμένου να απεξοφληθεί. Άσχετα με
την αδυναμία τους να αγοράσουν
ιατροφαρμακευτική ασφάλεια για τους
ίδιους και τα παιδιά τους, ένας τομέας
στον οποίο όφειλε η κυβέρνηση να τα
επενδύσει παραγωγικά ή για την ανανέωση
του γερασμένου οδικού συστήματος και
εκείνο των γεφυρών της χώρας. Μια
κρίση δομική
Το
2002, τις παραμονές της στρατιωτικής
επέμβασης των ΗΠΑ στο
Ιράκ, μιλώντας στην εκπομπή του Βασίλη
Φάτση, ο αρχισυντάκτης της επιθεώρησης
δήλωσε στον αέρα ότι όχι μόνον η
κυβέρνηση Μπους οδηγεί τη χώρα σε μια
πολεμική περιπέτεια χωρίς κανένα νόημα,
μα ακόμα και στην οικονομική καταστροφή,
δεδομένου ότι είναι αδύνατον να
στηριχθούν οικονομικά δύο πολεμικά
μέτωπα ταυτόχρονα σε γεωγραφικές
περιοχές τελείως εχθρικές με τα
Αμερικανικά συμφέροντα. “Σε πέντε με
δέκα χρόνια από σήμερα”, δήλωσε στον
συνομιλητή του ο Θωμάς Σάρας, “θα ήθελα
να θυμηθείς τα λόγια μου, θα γνωρίσουμε
την διάλυση του μύθου της οικονομικής
παντοδυναμίας της Αμερικής”. Με την
άποψη αυτή, όπως θα θυμούνται οι
ακροατές της εκπομπής διαφώνησε ο
παραγωγός της Βασίλης Φάτσης, ο οποίος
μάλιστα δέχθηκε στοίχημα
ενός τραπεζώματος του Σάρα ή χιλίων
δολαρίων από τον δεύτερο σε περίπτωση
που οι προβλέψεις του ήταν λανθασμένες.
Ελπίζουμε ότι το άρθρο αυτό θα το
διαβάσει και ο δικαστής Βασίλης Φάτσης
και θα θελήσει να ανταποκριθεί στις
υποχρεώσεις του στοιχήματος που έβαλε.
Πέραν όμως του λογοπαίγνιου του
συντάκτη, η πραγματικότητα είναι μία και
μόνη, η παρούσα κρίση απέδειξε ότι το όλο
χρηματοτραπεζικό σύστημα των ΗΠΑ και
των σύγχρονων κοινωνιών που στηρίζονται
σε αυτό, δεν αποτελεί τίποτα περισσότερα
από μια “σαπουνόφουσκα” αφημένη στον “ζεστό
Αυγουστιάτικο αέρα”, με κίνδυνο να
σκάσει αμέσως μόλις συναντήσει το πρώτο
ρεύμα κρύου αέρα. Πρόσφατα ο κ. Χάρπερ,
κατά την διάρκεια συζήτησης στρογγυλής
τράπεζας με τα μέλη του Συμβουλίου
Συντακτών του Καναδά, (ύστερα από σχόλιο
του τελευταίου ότι περνάμε μια περίοδο
επαναστατικών εξελίξεων στη διεθνή
χρηματαγορά και ότι θα πρέπει η
κυβέρνηση του Καναδά να λάβει σοβαρά
μέτρα για να εκμεταλλευτεί, κατά το
δυνατόν καλύτερα, τις συνθήκες και
ευκαιρίες που πρόκειται να δημιουργήσει
η πτώση του οικονομικού οικοδομήματος
των ΗΠΑ), ρώτησε τον αρχισυντάκτη μας εάν
πραγματικά πιστεύει ότι η Αμερική
αντιμετωπίζει σοβαρό πρόβλημα. “Είμαι
πεπεισμένος και δεν έχω την παραμικρή
αμφιβολία”, δήλωσε ο Θωμάς Σάρας, “πιστεύω
ότι τα μέτρα οικονομικής στήριξης που
προσπαθεί να εφαρμόσει η Ουάσιγκτον, δεν
πρόκειται να επιτύχουν τίποτα απολύτως,
ενώ παράλληλα θα γίνουν αιτία για την
δημιουργία λαϊκών αντιδράσεων από τις
μεγάλες μάζες των ψηφοφόρων. ” “Η κρίση
αυτή κάθε άλλο παρά αποτελεί κάτι το
συνηθισμένο”, πρόσθεσε ο Θωμάς Σάρας, “η
κρίση αυτή είναι δομική κ. Πρωθυπουργέ,
καθώς βλέπουμε ότι τόσο ολόκληρο το
οικονομικό σύστημα όσο οι αγορές
κλονίζονται συθέμελα. Είμαι πεπεισμένος
ότι την ιστορική αυτή στιγμή ζούμε
την αρχή του τέλους της αμερικανικής
οικονομικής κηδεμονίας.” Το
κακό είναι, δυστυχώς, ότι η πολιτική
ηγεσία των ΗΠΑ δεν θέλει να αντιληφθεί
τις πραγματικότητες που η ίδια
δημιούργησε με τα σφάλματά της, σφάλματα
τρομερά ενάντια στις αρχές των
οικονομικών θεωριών που η ίδια στήριξε
το σύστημα της οικονομικής της
παντοκρατορίας, με αποτέλεσμα την
τελεία κατάρρευσή του. Οπωσδήποτε
θα ήταν διαφορετική η πραγματικότητα
εάν τα επτακόσια δις της βοήθειας των
οικονομικών κολοσσών της χώρας
επενδυόταν σε έργα παραγωγικά στήριξης
της οικονομίας, με την μορφή υποδομών,
χρηματοδότησης της έρευνας, την
προστασία του υπέρ μολυσμένου φυσικού
περιβάλλοντος, ή και την χρηματοδότηση
δημιουργίας υγειονομικού συστήματος.
Για την Ουάσιγκτον, όμως, την ώρα αυτή
δεν φαίνεται να απομένουν άλλοι
διέξοδοι πέραν εκείνων διαπλάτυνσης των
πολεμικών μετώπων, προκειμένου να
απασχοληθεί η κοινή γνώμη με το όπιο του
εθνικισμού και να περάσουν στο
περιθώριο οι πιθανότητες αγανάκτησης
των μεγάλων λαϊκών στρωμάτων. Με
δεδομένο μάλιστα το γεγονός των
προεδρικών εκλογών της 11ης του
Νοέμβρη, είναι σχεδόν βέβαιο ότι στις
μέρες που μας έρχονται θα γίνουμε
μάρτυρες, για ακόμα μια φορά, και αυτής
της παρανοϊκής πολιτικής σκοπιμότητας
σε βάρος των πραγματικών συμφερόντων
της Αμερικής και της παγκόσμιας
κοινότητας. “Πατρίδες” |