|
|
«Μιά
βαλίτσα γιομάτη όνειρα»
Οι Έλληνες στη Νυρεμβέργη 1960-2006 Γράφει ο Διονύσης Ε. Κονταρίνης Νέα Υόρκη Σεπτέμβρης 2006 «Μιά
βαλίτσα γιομάτη όνειρα» είναι ο τίτλος του βιβλίου, που εξέδωσε
πρόσφατα η Ελληνική Κοινότητα
Νυρεμβέργης και είχε την καλοσύνη να μου
στείλει ο καλός μου φίλος Σπύρος Γκάρος,
ένα από τα τέσσερα μέλη της Συντακτικής
Επιτροπής του βιβλίου. Πρόκειται
για ένα βιβλίο που εξέδωσε η Ελληνική
Κοινότητα της Νυρεμβέργης με την
ευκαιρία των
εικοσιπέντε χρόνων από την ίδρυσή της
και που μέσα στις 270 σελίδες του περνούν
σαν κινηματογραφική ταινία τα βιώματα, η
ζωή και η προκοπή των Ελλήνων μεταναστών. Η
δεκαετία του 1960 μπορεί να πει κανείς ότι
ήταν το αποκορύφωμα της μετανάστευσης
την ελληνικής νεολαίας στην Γερμανία.
Ήταν τότε που έφευγαν από την πατρίδα
κατά χιλιάδες τα νιάτα της Ελλάδας,
αναζητώντας μία καλύτερη ζωή, κάτι πάρα
πάνω από το τίποτα που μπορούσε να τους
δώσει η πατρίδα τους. Στα χέρια τους
κρατούσαν στ’ αλήθεια, μία βαλίτσα
γιομάτη όνειρα. Γιατί τι άλλο μπορούσαν
να πάρουν μαζί τους από μία
κατεστραμμένη πατρίδα. Από μία πατρίδα
που είχε περάσει έναν πόλεμο, μία τριπλή
κατοχή κι΄έναν τρομερό Εμφύλιο. Μία
πατρίδα που κείνη την εποχή έξυνε ακόμη
τις πληγές της. Αντικειμενικός
σκοπός του βιβλίου, βέβαια, είναι να
καταγραφούν οι εμπειρίες των μεταναστών
στη χώρα υποδοχής και οι εμπειρίες αυτές
είναι που αποτελούν τα ιστορικά
στοιχεία της ελληνικής παροικίας της
Νυρεμβέργης. Οι αφηγήσεις, οι καταγραφές,
τα γεγονότα, έτσι όπως απλά κατατίθενται
από τους επώνυμους μετανάστες συνθέτουν
την ιστορία. Άνθρωποι απλοί, φτωχοί,
άνεργοι, αγρότες οι περισσότεροί τους,
μία και τότε η Ελλάδα φρόντιζε να
φτιάξει το Αθηνοκεντρικό κράτος και
αγνοούσε εγκληματικά την επαρχία, δεν
έβλεπαν άλλη λύση από τις στράτες της
ξενιτιάς. Και είναι αυτοί οι απλοί
άνθρωποι που ξετυλίγουν το νήμα των
αναμνήσεών τους μέσα στις σελίδες του
βιβλίου. Μιλούν για το τι ένιωθαν σαν
έβλεπαν τους ξενιτεμένους συμπατριώτες
τους να φτάνουν στο χωριό τους ντυμένοι
με ρούχα όμορφα και με μία άνεση
οικονομική. Τους έβλεπαν να έχουν γίνει
κάποιοι άλλοι άνθρωποι. Έτσι άρχιζε να
φωλιάζει μέσα τους, στο νού τους στην
ψυχή τους και η δική τους πορεία προς την
ξενιτιά. Ξεκινούν
τις αφηγήσεις τους με το βάρος της
φτώχιας και του αβέβαιου μέλλοντος και
την επιθυμία τους για μία αλλαγή στη ζωή
τους, για κάτι καλύτερο. Γι΄αυτούς και
για τα παιδιά τους. Έχουν σαν πρόγραμμά
τους να εργαστούν μόνο λίγα χρόνια
στην ξενιτιά και να γυρίσουν στην
πατρίδα Στόχος
τους η συγκέντρωση λίγων χρημάτων. Ίσα
για να φτιάξουν ένα δωμάτιο, έναν στάβλο,
να αγοράσουν λίγα ζωντανά. Μπροστά στα
μάτια του αναγνώστη ξεδιπλώνονται οι
εικόνες των υποψηφίων μεταναστών στα
Υπουργεία για το διαβατήριο, στους
γνωστούς πολιτικούς αν υπήρχαν κάποια
προβλήματα – και τότε υπήρχαν πάρα
πολλά πολιτικά εμπόδια – στις Επιτροπές
των γιατρών. Μιλούν για την λαχτάρα τους
να μην τους βρουν κάποιο εμπόδιο οι
γιατροί. Και αφού όλα τελειώσουν αρχίζει
η Οδύσσεια του ταξιδιού. Η άφιξη στους
τόπους υποδοχής, οι πρώτες εντυπώσεις
στο χώρο της ξενιτιάς και της εργασίας,
οι σχέσεις με τους κατοίκους της χώρας
που τους υποδέχτηκε. Στο
σημείο αυτό είναι αξιοπρόσεχτο πως όλοι
μιλούν για την κατανόηση, την ανθρωπιά
αλλά και την βοήθεια που βρήκαν από
μέρους των Γερμανών. Κάτι, που ιδιαίτερα
τα παλαιότερα χρόνια δεν συνέβαινε με
τους μετανάστες άλλων χωρών. Είναι
χαρακτηριστική η εχθρότητα με την οποία
υποδέχονταν τους μετανάστες στην
Αμερική τις πρώτες δεκαετίες του 1900. Οι
περισσότεροι από τους Έλληνες
μετανάστες της Νυρεμβέργης δεν γύρισαν
ποτέ για μόνιμη εγκατάσταση στην Ελλάδα.
Μπορεί να έχτισαν πάρα πάνω από ένα
δωμάτιο και έναν στάβλο, μπορεί να
συγκέντρωσαν πάρα πάνω από τα χρήματα
που ήθελαν. Όμως η ξενιτιά, σαν μία
καινούργια Κίρκη
τους κράτησε κοντά της. Οι λόγοι της
αφομοίωσης πολλοί. Και οι Έλληνες
μετανάστες της Νυρεμβέργης τους λόγους
αυτούς με κάποιο παράπονο τους
καταγράφουν στις αφηγήσεις τους. Τα
παιδιά, η αγάπη στην καινούργια τους
πατρίδα, ο τρόπος ζωής, η σιγουριά και
ακόμη η αβεβαιότητα που συνεχίζει να
ταλαιπωρεί την δόλια πατρίδα μας. Το
βιβλίο εμπλουτίζεται με την ιστορία της
Νυρεμβέργης, την σχέση της πόλης με τον
αρχαίο ελληνισμό, την ιστορία της
Ελληνικής Κοινότητας και άλλα. «
Μία βαλίτσα γιομάτη όνειρα» Ένα βιβλίο που, έχει γραφεί με μεράκι, με
αγάπη για τον Έλληνα μετανάστη και με το
όνειρο να συνεχιστεί και να ολοκληρωθεί.
Η έκδοση αυτή αποτελεί ένα παράδειγμα
για όλες τις κοινότητες των Ελλήνων
μεταναστών σε όλο τον κόσμο, να
καταπιαστούν με την καταγραφή της
ιστορίας των Ελλήνων μεταναστών. Επτά
εκατομμύρια Έλληνες μετανάστες σε όλο
τον κόσμο έχουν γράψει και συνεχίζουν να
γράφουν την δική τους Ιστορία. Μία
Ιστορία που οπωσδήποτε αποτελεί ένα
σημαντικό κομμάτι της ελληνικής
ιστορίας. Ο
Έλληνας μετανάστης έχει πλέον καταστεί
ένα σημαντικό κομμάτι της οποιασδήποτε
χώρας η οποία τον δέχτηκε. Απλά γιατί δεν
ήταν ένας εργάτης που ήρθε να πάρει τα
χρήματα και να φύγει. Ήταν ένας άνθρωπος
που χάραξε τίμια το όνομά του πάνω στο
χώμα της κάθε χώρας. Πολύ σωστά, όπως
αναφέρεται στο οπισθόφυλλο του βιβλίου,
ο Ελβετός λογοτέχνης Μαξ Φρις λέει. «
Καλέσαμε εργατικά χέρια και ήρθαν
άνθρωποι » |