|
|
Νοέμβρης 2012 | |
Η
Ελλάδα πάει για μπάνιο!
Της
Χριστιάννας Λούπα Τις
πολύ ζεστές μέρες που προηγήθηκαν έτυχε
να βρεθώ σ’ ένα παραθαλάσσιο χωριό της
Πελοποννήσου για να απολαύσω τα
πενταγάλανα νερά και τις παραμυθένιες
παραλίες που αναμφίβολα διαθέτει εν
μεγάλη αφθονία η κατά τα άλλα φτωχή και
χειμαζόμενη από περικοπές και
οικονομικά μέτρα ταλαίπωρη πατρίδα μας.
Είπα λοιπόν να ξεφύγω για λίγο από τις
άθλιες εικόνες τριτοκοσμικής φρίκης,
τις οποίες καθημερινά είμαστε
υποχρεωμένοι να αντικρίζουμε οι πολίτες-δεσμώτες
της πρωτεύουσας. Ενός άστεως δηλαδή, όχι
και τόσο κλεινού - καθότι το κλέος μας
άφησε χρόνους πλέον και απαντάται μόνο
στα σχολικά βιβλία Ιστορίας - σίγουρα
όμως πολυπολιτισμικού, (όπου ο
πολιτισμός στήθηκε στο εκτελεστικό
απόσπασμα), επικίνδυνου, βρώμικου,
γκετοποιημένου και τρισάθλιου. Οραματιζόμενη
λοιπόν τη δροσερή θάλασσα και την
ανεμελιά των διακοπών, ετοίμασα τα
λιγοστά πράγματά μου και την έκανα με
ελαφρά. Επλανήθην όμως πλάνην οικτράν,
καθότι πολύ σύντομα κατάλαβα ότι οι
εικόνες της πρωτεύουσας, όχι μόνο δεν
είχαν μείνει πίσω, αλλά κατά ένα
μυστηριώδη τρόπο με ακολουθούσαν,
ελαφρώς μεταλλαγμένες μεν, αλλά
πανταχού παρούσες δε. Στη
μεγάλη παραλία του χωριού η διάταξη των
λουομένων είχε ως εξής: Την
αριστερή μεριά και κοντά στο μόλο, είχαν
καταλάβει οι γύφτοι-τσιγγάνοι-ρομά. Τα
πράγματα φαντάζομαι πως δεν χρειάζονται
ιδιαίτερες επεξηγήσεις. Ένα πλήθος
ανθρώπων που τσαλαβουτούσαν με τα ρούχα
μέσα στο νερό, αγνοώντας όλους τους
υπόλοιπους, φωνάζοντας και τσιρίζοντας
ακατάληπτες λέξεις, ανάκατες με
ελληνικές βρισιές, παιδιά που ούρλιαζαν
και κανείς δεν τους έδινε σημασία,
γυναίκες με κοτσίδες και μακριές
φούστες που σέρνονταν από το νερό στην
άμμο και τούμπαλιν κι ένας σωρός
σκουπίδια που άφηναν όπου καθόντουσαν
κι όπου στεκόντουσαν. Κάποια στιγμή η
παρέα συμπληρώθηκε, όταν, προς έκπληξη
όλων μας, μια καλογυαλισμένη μαύρη
μερσεντές κάμπριο σταμάτησε και βγήκε
από μέσα μια οικογένεια γύφτων παύλα
τσιγγάνων παύλα ρομά. «Έμπορος
ναρκωτικών», ψιθύρισε κάποιος
καταϊδρωμένος κύριος πίσω μου, που
προσπαθούσε να στερεώσει την ομπρέλα
στην άμμο, αλλά του την έπαιρνε ο αέρας. Στη
μέση της παραλίας ήταν μαζεμένοι οι
μετανάστες. Κυρίως γυναίκες από χώρες
της Ανατολικής Ευρώπης, οι οποίες
προφανώς εργάζονταν ως οικιακές βοηθοί
και ερχόντουσαν δυο-δυο για μπάνιο μετά
τη δουλειά, γύρω στις τρεις και μισή κάθε
μεσημέρι. Ήσυχες και αθόρυβες ως επί το
πλείστον, άσπρες σαν το γάλα, με
ελάχιστες έως μηδαμινές γνώσης
κολύμβησης, έμπαιναν στη θάλασσα να
δροσιστούν και μετά ξάπλωναν στον ήλιο
συζητώντας χαμηλόφωνα, ίσως για την
πατρίδα που τους έλειπε, για τα παιδιά
τους που είχαν αφήσει πίσω… Υπήρχαν και
οικογένειες μεταναστών με τα παιδάκια
τους, που χαιρόντουσαν τη θάλασσα και το
παιχνίδι, όπως όλα τα παιδιά του κόσμου.
Εδώ άκουγε κανείς ρώσικα, ρουμάνικα,
βουλγάρικα, αλβανικά με πολλές
προσμίξεις ελληνικής και το μυαλό
πήγαινε κατευθείαν στους Έλληνες
μετανάστες στην Αμερική ή την Αυστραλία,
πριν μερικές δεκαετίες. Οι
ιθαγενείς, τέλος, είχαμε καταλάβει τη
δεξιά μεριά της παραλίας. Απορημένοι,
προβληματισμένοι και μάλλον χαμένοι, οι
Έλληνες έκαναν το μπάνιο τους,
συζητώντας για την οικονομική κρίση και
τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει η χώρα
κι ο καθένας ξεχωριστά. Παιδάκια που
τσίριζαν, ηλικιωμένοι και οικογένειες,
μοναχικοί και νέοι που έπαιζαν ρακέτες
και ερωτευμένοι που αγκαλιάζονταν, όλοι
απολάμβαναν τους θησαυρούς της
ελληνικής θάλασσας. Επί
πλέον, ακόμα πιο δεξιά, σ’ ένα μικρό
λιμανάκι γεμάτο βράχια, μαζεύονταν
λιγοστοί μελαψοί και μαύροι μετανάστες.
Το μεσημέρι μετά το σχόλασμα, κατέφθαναν
κουρασμένοι με τα ποδήλατα κι έμπαιναν
κι αυτοί στο νερό αναζητώντας λίγη
δροσιά και προσπαθώντας να διώξουν όλη
την κούραση της ημέρας. Ποιος ξέρει τι
ιστορία να κουβαλάει ο καθένας μέσα του
από τη μακρινή του πατρίδα, αναρωτιόμουν
καθώς τους παρατηρούσα και μοιραία
ανέτρεχα νοερά στις διάφορες ειδήσεις
σχετικά με πνιγμούς μεταναστών στην
προσπάθειά τους να φτάσουν στη Γη της
Επαγγελίας. Δεν
ξέρω αν ο Θεός είχε υπ’ όψη του μια
τέτοια εικόνα, όταν έπλαθε τον κόσμο,
όμως αυτή είναι η πραγματικότητα. Όλες
οι φυλές του Ισραήλ τόσο κοντά και
ταυτόχρονα τόσο μακριά η μία από την
άλλη. Κάθε ομάδα ερμητικά κλεισμένη στον
κόσμο της, χωρίς επαφή με τις υπόλοιπες.
Θαρρείς και κάποιες αόρατες πινακίδες
προσδιόριζαν τη θέση της καθεμιάς: «Γύφτοι-τσιγγάνοι-ρομά»,
«Μετανάστες Ευρώπης», «Έλληνες», «Έγχρωμοι»…
Είναι άραγε τόσο ανέφικτο τελικά να
συγκλίνουν μεταξύ τους οι λαοί και οι
κουλτούρες; Αυτή
είναι η Ελλάδα, φίλοι μου! Της πόλης και
της υπαίθρου! Των Ελλήνων και των ξένων.
Η Ελλάδα του 2012! Ας απολαύσουμε τις
ομορφιές της. Είναι ό,τι μας απέμεινε. Καλό
υπόλοιπο καλοκαιριού σε όλους!
|