|
|
Νοέμβρης 2012 | |
ΤΟ ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΤΟΥ ΠΕΡΙΟΥΣΙΟΥ ΛΑΟΥΓράφει ο ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΚΑΡΑΤΖΙΟΣ * Μετά την επικράτηση του κομμουνισμού στη Ρωσία το 1917 και ειδικότερα μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, απ’ τον οποίο βγήκε τα μάλα κερδισμένη η Σοβιετική Ένωση, ο χαρακτηρισμός «αυτοί και εμείς» παραπέμπει στη θεώρηση που είχαν οι πάλαι ποτέ άρχοντες του Κρεμλίνου για τον σοβιετικό κόσμο του λεγόμενου υπαρκτού Σοσιαλισμού σε αντιδιαστολή με τις χώρες της Δύσης, τις οποίες κατηγορούσαν, βάσει σχεδίου, ότι επικρατούσε η κατπιταλιστική εκμετάλλευση. Ας έλθουμε όμως στα καθ’ ημάς. Στην Ελλάδα σή-μερα, μας διακατέχει το σύνδρομο του περιούσιου λαού. Εμείς, ως Έλληνες, είμαστε κάτι το διαφορετικό σε σχέση με τους εταίρους μας. Πολύ συχνά πολιτικοί και δημοσιογράφοι κάνουν χρήση του όρου «οι Ευρωπαίοι» ωσάν να μην είμεθα, χώρα Ευρωπαϊκή. Ο διαφορετικός αυτός τρόπος θεώρησης αποτελεί πηγή δεινών για την Ελλάδα. Πιστέψαμε ότι ως περιούσιος λαός έχουμε δικαιώματα και σπάνια υποχρεώσεις. Δικαιούμεθα πόρους από τα ευρωπαϊκά ταμεία στήριξης, αλλά αρνούμεθα πεισματικά να «σφίξουμε το ζωνάρι μας», να εργαστούμε περισσότερο και παραγωγικότερα, να εκσυγχρονίσουμε τις δομές μας ώστε η χρήση των πόρων αυτών να έχει τα άριστα πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα επί της οικονομίας και της κοινωνίας. Πιστέψαμε ότι ως περιούσιος λαός έχουμε το δικαίωμα να καταναλώνουμε περισσότερα από αυτά που παράγουμε και να ζούμε με δανεικά, ενώ παράλληλα δαιμονοποιήσαμε την παραγωγή πλούτου και την επιχειρηματικότητα. Επικράτησε η αρχή του εκβιασμού του κράτους μέσω των συνδικάτων προς ίδιον όφελος των ολίγων. Επικράτησε η αρχή της ήσσονος προσπάθειας απαιτώντας συγχρόνως την άνοδο του βιοτικού επιπέδου μέσω μιας επίπλαστης ευδαιμονίας, την οποία αποκτήσαμε με επιδοτήσεις και δανεισμό, δημόσιο και ιδιωτικό. Επικράτησε ο ωμός εκβιασμός των πάσης φύσεως εργοδοτών δημοσίου και ιδιωτικού φορέως εκ μέρους της αμαρτωλής και διεφθαρμένης, μέχρι μυελού οστών, ηγεσίας των διαφόρων συνδικάτων, που ελέγχονταν απολύτως από τις αριστερές πολιτικές δυνάμεις της χώρας μας, με αποτέλεσμα να κλείσουν πολλές επιχειρήσεις, κυρίως στον ιδιωτικό τομέα, να αυξηθεί επικίνδυνα το ποσοστό των ανέργων και το χειρότερο ν’ αναπτυχθεί ένα αδυσώπητο μίσος μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων που ταλαιπώρησε και θα ταλαιπωρεί για πολλά χρόνια την κοινωνία μας. Ως περιούσιος λαός δημιουργήσαμε ένα στρεβλό κράτος πρόνοιας, πηγή πολλών δεινών. Ένα κράτος σπάταλο, αναποτλεσματικό και χαμηλών προδιαγραφών και αυτό παρά τους παραγωγικούς πόρους που απορρόφησε. Οι χρήστες των υποβαθμισμένων υπηρεσιών του αντιμετωπίστηκαν ως πηγή παράνομου πλουτισμού καταβάλλοντας τις λεγόμενες μίζες σε εκείνους οι οποίοι εντός των δομών του κράτους θεωρητικά θα έπρεπε να λειτουργούν ως υπηρέτες του πολίτη και υποστηρικτές του συλλογικού αγαθού, έννοια την οποία επαναφέρουν στη μνήμη τους. Ως περιούσιος λαός με ατροφική την κοινωνία των πολιτών, θεοποιήσαμε το κράτος στο οποίο προσδώσαμε θαυματουργές ιδιότητες. Δημιουργήσαμε ένα κράτος που προκαλεί χαος και αταξία (Λεβιάθαν), παραγωγό υπηρεσιών ενίοτε δε και αγαθών υψηλού κόστους και χαμηλής αποτελεσματικότητας, εντός του οποίου οι χρήστες για να ελαχιστοποιήσουν τον χρόνο αναμονής ώστε να εξυπηρετηθούν, είναι αναγκασμένοι να καταβάλουν το αντίστοιχο «τίμημα», πηγή παράνομου πλουτισμού. Σπάνια αναζητήσαμε εναλλακτικές λύσεις. Εάν δηλαδή οι παραγόμενες από το κράτος υπηρεσίες μπορούν να δοθούν στον καταναλωτή-χρήστη από τον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας. Έτσι το κράτος σταμάτησε πλέον να διαδραματίζει το ρυθμιστικό του ρόλο, όπως αμρόζει σε μια δυτικοευρωπαϊκή χώρα. Γιγαντώθηκε, καταδεινάστευσε τον φορολογούμενο πολίτη και απορρόφησε παραγωγικούς πόρους τους οποίους αποστέρησε από την ιδιωτική οικονομία, γιατί έτσι το απαιτούσαν και το επέβαλαν οι νοσηρές αντιλήψεις του Σοσιαλισμού και της Αριστεράς, με αιχμή του δόρατος τις διεφθαρμένες συνδικαλιστικές ηγεσίες (ΓΕΣΕΕ, ΑΔΕΔΥ, ΓΕΝΟΠ/ΔΕΗ, ΟΤΟΕ κ.λ.π.) που σε αγαστή συνεργασία με τα γνωστά λαμόγια της πολιτικής και των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης ελυμαίνοντο τον δημόσιο πλούτο, γι’ αυτό και πρέπει να κινηθεί και εναντίον τους ο νόμος του «πόθεν έσχες». Ως περιούσιος λαός, επιλέξαμε τον δρόμο της συστηματικής αδράνειας και των μη διαρθρωτικών αλλαγών σε κρίσιμους τομείς της οικονομίας μας, τη στιγμή που όντας κάτοχοι ενός ισχυρού νομίσματος, τουτέστιν του ευρώ, οφείλαμε να είχαμε προβεί στις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις για να καταστήσουμε τις δομές μας σύγχρονες και ανταγωνιστικές. Είχαμε αναγάγει το «άρπα-κόλα» (προχειρότητα) σε επιστήμη και ουδέποτε νοιώσαμε την ανάγκη να έχουμε ένα ολοκληρωμένο σχέδιο για την πορεία μας εντός του κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος, γιατί μονίμως μας παρέσυραν οι σειρήνες του λαϊκισμού που εξέπεμπε συνεχώς και εντατικά ο Σοσιαλισμός και η Αριστερά και μας υπόσχετο καλύτερη ζωή με λιγότερη προσπάθεια. Ως
περιούσος λαός, «χειροκροτήσαμε» την
ίδρυση των λεγομένων Μη Κυβερνητικών
Οργανώσεων (ΜΚΟ) που δολίως επινόησαν,
συγκρότησαν και κατηύθηναν κάποια
λαμόγια του Σοσιαλισμού και της
Αριστεράς και δια μέσου αυτών των
αμαρτωλών ΜΚΟ ελυμαίνετο το δημόσιο
χρήμα και πλούτιζαν παρανόμως οι
γνωστοί-άγνωστοι «αετονύχηδες».
Ανεχθήκαμε όπως οι δήμοι οι αιρετές
αυτοδιοικήσεις, τα αυτοδιοικούμενα
ακαδημαϊκά ιδρύματα (σκάνδαλα Παντείου -
Αριστοτελείου, πανεπιστημιακό άσυλο κ.λ.π.)
και οι μεγάλες ΔΕΚΟ που λειτουργούν με
τη μορφή Α.Ε. να καταστούν άνδρα
διαφθοράς, διαπλοκής και σπατάλης. Δείτε,
αν θέλετε, και τα νούμερα των διορισμών
μετά το 1981. Και συνέβη αυτό γιατί
πρυτάνεις, δήμαρχοι, νομάρχες,
περιφερειάρχες προσέφεραν υπηρεσίες
στο πολιτικό προσωπικό και εξασφάλιζαν
κάλυψη. Ως περιούσιος λαός
δημιουργήσαμε ένα συγκεντρωτικό
σύστημα συλλογικής διαπραγμάτευσης,
όπου, οι όποιες συμφωνηθείσες αυξήσεις
στο κεντρικό επίπεδο, κατά τρόπο
αυτόματο, διοχετεύτηκαν σε χαμηλότερα
επίπεδα, θέτοντας σε λειτουργία έναν
αυτοτροφοδοτούμενο μηχανισμό αύξησης
του κόστους εργασίας και μείωσης της
ανταγωνιστικότητας, διαδικασία από την
οποία επηρεάστηκαν αρχικά παραγωγικές
μονάδες που παράγουν και εμπορεύονται
προϊόντα στη διεθνή αγορά και τελικά η
ίδια η οικονομία μας. Κι
όμως εμείς, ο περιούσιος λαός, εν μια
νυκτί, αναδείξαμε αξιωματική
αντιπολίτευση τον ΣΥΡΙΖΑ, ένα κόμμα
του 4% που βαρύνεται επί σειρά ετών με
κατηγορίες για καταστροφικές πράξεις
των γνωστών-αγνώστων κουκουλοφόρων και
εσχάτως, λόγω της γνωστής κρίσης στο
ΠΑΣΟΚ, όλα τα λαμόγια αυτού του κόμματος
τύπου Τσοχατζόπουλου, που επί δυόμισι
δεκαετίες ελυμαίνοντο το δημόσιο χρήμα,
στεγάστηκαν πολιτικά στον ΣΥΡΙΖΑ, σε
ποσοστό 80% για να «σώσουν» την Ελλάδα… Εν κατακλείδι οφείλουμε να συνειδητοποιήσουμε τις ιστορικές ευθύνες μας γιατί «φάγαμε» απερίσκεπτα τέσσερα πακέτα Ντελόρ, προοριζόμενα για την ανάπτυξη της χώρας και γιατί αναγάγαμε σε επιστήμη την ήσσονα προσπάθεια και το «ζειν με δανεικά». Και το χειρότερο ενισχύουμε με την ψήφο μας τους λαϊκιστές τύπου ΣΥΡΙΖΑ λες και ουδέν διδαχθήκαμε από τα… «έργα και ημέραι» του ΠΑΣΟΚ, με επικεφαλής τον ολετήρα του Έθνους μας Ανδρέα Παπανδρέου και τους επιγόνους του…
|