|
|
Νοέμβρης 2012 | |
Η Νέα Τριανδρία
Του Γεωργίου Ηλία Διαμαντόπουλου Η
συναρχία η οποία
σχηματίστηκε αμέσως μετά τις
εκλογές της 17ης Ιουλίου του 2012,
έδωσε μια ανάπαυλα στη πολιτική
αστάθεια της χώρας η οποία υπήρξε
αποτέλεσμα της ανεπιτυχούς εκλογικής
αναμέτρησης της 6ης Μαΐου του 2012,
όταν κανένα από τα πολιτικά κόμματα που
συμμετείχαν δεν κατόρθωσε να επιτύχει
τον σχηματισμό αυτοδύναμης κυβέρνησης,
αλλά ούτε και την δημιουργία κυβέρνησης
συνεργασίας μεταξύ των πολιτικών
κομμάτων που εκπροσωπούντο στη νέα
βουλή. Αυτό δε κυρίως εξ αιτίας των
ιδικών τους προσωπικών φιλοσοφικών και
πολιτικών σκοπιμοτήτων, παρά την δεινή
οικονομική κατάσταση στην οποία
βρισκόταν η χώρα και της συνεπεία
της απώλειας της αξιοπιστίας του
πολιτικού κατεστημένου, από τους
Ευρωπαίους εταίρους
μα και την υπόλοιπη διεθνή κοινότητα
και βέβαια και το διεθνές οικονομικό
κατεστημένο. Ο αρχηγός του
πλειονοψηφήσαντος κόμματος της Νέας
Δημοκρατίας Αντώνης Σαμαράς, ύστερα από
πολλές ρητορικές παλινωδίες και
απαιτήσεις από τους έλληνες ψηφοφόρους
να τον εμπιστευθούν και να του δώσουν
την πολυπόθητη κοινοβουλευτική
πλειοψηφία, εκ των πραγμάτων
υποχρεώθηκε σε συμβιβασμούς, σε σχέση με
την προηγούμενη απόλυτα αλαζονική
συμπεριφορά του και κάνοντας την ανάγκη
“εθνική υπόθεση” προσέφυγε στην
συγκρότηση μιας κυβέρνησης εθνικής
σωτηρίας, όπως τόσο χαρακτηριστικά την
ονόμασε, με την συνδρομή, συνεργασία και
συνυπευθυνότητα των δύο άλλων πολιτικών
ηγετών του Πανελλήνιου Σοσιαλιστικού
κινήματος από τη μια και εκείνον της
Δημοκρατικής Αριστεράς, από την άλλη,
τους κυρίους Ευάγγελο Βενιζέλο και Φώτη
Κουβέλη. Στις διαβουλεύσεις που
ακολούθησαν συμφώνησε η τριανδρία ο
Αντώνης Σαμαράς, ως πρόεδρος του
κόμματος με ρις περισσότερες έδρες στο
νέο κοινοβούλιο, ορκισθεί ως ο νέος
πρωθυπουργός και πρόεδρος της νέας
κυβέρνησης της χώρας. Σε δηλώσεις του ο
πρωθυπουργός χαρακτήρισε την κυβέρνησή
του ως “Κυβέρνηση Εθνική Σωτηρίας” και
τόνισε ότι αυτή θα είναι κυβέρνηση
μακράς πνοής με στόχο την εξάντληση της
τετραετίας, ώστε η χώρα να αποφύγει κάθε
ενδεχόμενη περιπέτεια σε σχέση με την
κοινωνική της συνοχή και αποτροπής
άλλων μικροκομματικών περιπετειών που
την ταλαιπώρησαν στο παρελθόν. Στο
σημείο αυτό ας μου επιτραπεί να δηλώσω
εάν οι δηλώσεις αυτές ήταν το αποτέλεσμα
κάποιας ειλικρινούς μεταμέλειας ή απλά
εξυπηρετούσαν τα προσωπικά του πολιτικά
συμφέροντα την συγκεκριμένη ώρα, ύστερα
όλων εκείνων που είχαν συζητηθεί και
αποφασισθεί μεταξύ του ιδίου και των
αρχηγών των δύο κομμάτων συνυπεύθυνων
για τις τύχες και το έργο της κυβέρνησης.
Στο σημείο αυτό και κάνοντας μια αναφορά
στο παρελθόν θα ήθελα να υπενθυμίσω στον
αναγνώστη την στείρα και αδιάλλακτη
αντιπολίτευση του ιδίου κατά την
διάρκεια της διακυβέρνησης του Γεωργίου
Παπανδρέου και του διαδόχου του Λουκά
Παπαδήμου, καθώς επίσης και ύστερα από
τα αποτελέσματα της πρώτης εκλογικής
αναμέτρησης της 6ης Μαΐου του 2012,
όταν τρεις μόλις μέρες προ των εκλογών
διεκήρυττε ότι δεν προτίθεται να
συνεργαστεί ή και να συγκυβερνήσει με το
ΠΑΣΟΚ, το κόμμα της “διαπλοκής και του
χθες”, όπως τόσο χαρακτηριστικά το
ονόμαζε. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι
ο κ. Σαμαράς επεδίωκε την πολιτική
αυτοδυναμία στο νέο κοινοβούλιο και
μάλιστα μια ισχυρή εντολή, προκειμένου
να αλλάξει τα πάντα. Το αποτέλεσμα των
δεύτερων εκλογών, ωστόσο, αποτέλεσαν
κάποιο είδος άτακτης πολιτικής αλλαγής
σε εκείνες του τις θέσεις, αφού έναντι
των απαιτήσεών του απόλυτης
“κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας
προκειμένου να του λυθούν τα χέρια για
τη σωτηρία της χώρας”, όπως ο ίδιος
διεκήρυττε, ύστερα από το αποτέλεσμα των
δεύτερων εκλογών και το ποσοστό των 29.5
ποσοστιαίων μονάδων που τελικά έλαβε η
Νέα Δημοκρατία στην νέα αναμέτρηση,
έναντι ποσοστού 27.1 μονάδων του Σύριζα
υπό τον Αλέξη Τσίπρα, αναγκάστηκε να
αποδεχθεί τη μοίρα του και να στραφεί σε
εξεύρεση διαφυγής από το αδιέξοδο, προ
του κινδύνου να περάσει η διακυβέρνηση
της χώρας
στα χέρια του Συνασπισμού. Για τον
Ευάγγελο Βενιζέλο, από την άλλη, οι
εκλογικές αναμετρήσεις της 6ης
Μαΐου και της 17ης Ιουνίου του 2012,
υπήρξαν ένα δραματικό πολιτικό Βατερλό,
καθώς είδε το άλλοτε δυνατό ΠΑΣΟΚ να
χάνει και την θέση της αξιωματικής
αντιπολίτευσης. Ήταν μια εκλογική
πανωλεθρία και όπως χαρακτηριστικά
δήλωσε : “το ΠΑΣΟΚ πλήρωσε πολύ ακριβά
την πολιτική του μνημονίου καθ’ ότι ο
Ελληνικός λαός ταύτισε τα δεινά του μα
την ακολουθούμενη μνημονιακή πολιτική
των μεταρρυθμίσεων και των σοβαρών
δημοσιονομικών περικοπών. ” Η αλήθεια
είναι ότι ο Ευάγγελος Βενιζέλος
επέδειξε θέληση συγκρότησης κυβέρνησης
συνεργασίας, πλην όμως και παρά την
μεγάλη εμμονή του να συμπεριληφθούν σε
αυτήν τόσο ο Σύριζα με τον Αλέξη Τσίπρα,
όσο και η Δημοκρατική Αριστερά του Φώτη
Κουβέλη, τελικά δεν καρποφόρησε
τουλάχιστον για την περίπτωση ΣΥΡΙΖΑ.
Σχετικά με εκείνη την άρνηση του
Σύριζα είναι βέβαιο ότι η πρόταση
Βενιζέλου βρήκε τον Αλέξη Τσίπρα
ανέτοιμο καθώς επίσης υστερόβουλο,
ύστερα μάλιστα από την ανέλπιστη
εκλογική επιτυχία που γνώρισε στις 17
Ιουνίου, θεώρησε ότι είναι προς το
συμφέρον του ιδίου και του κομματικού
του σχήματος
να συνεχίσει να πολιτεύεται εκ του
ασφαλούς, ασκώντας αντιπολίτευση, χωρίς
να φέρει κάποια ευθύνη μιας πολιτικής
συνεργασίας για την άσκηση της εξουσίας.
Ο απόηχος των δηλώσεών του εξ άλλου, περί
άμεσης καταγγελίας των μνημονιακών
συμβάσεων και η επαγγελία εφαρμογής
οικονομικών σχεδιασμών δικής του
επιλογής, είχε ως αποτέλεσμα την
δημιουργία εντυπώσεων μεταξύ των
Ευρωπαίων Εταίρων και δανειστών της
χώρας οι οποίοι πίστεψαν ότι η υπό
εξέλιξη εκλογική αναμέτρηση απειλούσε
και αυτή τη τύχη της Ευρωζώνης, καθώς
άφηνε να εννοηθεί διαφοροποίηση της
δημοσιονομικής πειθαρχίας της Ελλάδος
και απροθυμία τήρησης των συμφωνιών που
είχαν γίνει αποδεκτές από τα δύο μέρη.
Πέραν τούτου είναι γνωστόν ότι ο Φώτης
Κουβέλης συνέχιζε να δηλώνει ότι δεν
είχε καμία διάθεση
με συμμετάσχει με τους “αρχιτέκτονες
του χάους” και ότι δεν πρόκειται να
δώσει άλλοθι στους υπεύθυνους αυτής της
αντιλαϊκής πολιτικής. Ο Αρχηγός του
κόμματος των Ανεξάρτητων Ελλήνων
Παναγιώτης
Καμένος, από τη δική του σκοπιά,
ανέφερε χαρακτηριστικά
ότι όλοι οι αρχηγοί οι οποίοι
υπέγραψαν το μνημόνιο οφείλουν να
παραιτηθούν ή να ζητήσουν την επιστροφή
των επιστολών υποτέλειας που υπέβαλαν
στους Ευρωπαίους ηγέτες, ζητούσε δε τον
σχηματισμό κοινού
αντιμνημονιακού
μετώπου. Είναι βέβαιο, κάτω από το
φως αυτών των εξελίξεων, ότι η περίοδος
εκείνη υπήρξε μια πραγματικά κρίσιμη
ιστορική στιγμή στη μεταπολεμική
πολιτική ιστορία της νεώτερης Ελλάδος.
Μια περίοδος για την οποία οι ιστορικοί
του μέλλοντος θα έχουν να εργασθούν πάνω
σε ένα μεγάλο φάσμα ερμηνειών και
δεδομένων. Οι ώρες εκείνες ήταν τέτοιας
σπουδαιότητας
για την σωτηρία της χώρας ώστε ο
Ευάγγελος Βενιζέλος να δηλώσει ότι: “δεν
είναι ώρα για εθνικούς διχασμούς και
μάλιστα η χώρα πρέπει να παραμείνει, με
κάθε θυσία στην Ευρώπη και την
Ευρωζώνη. ”
Από την δική του πλευρά ο υπουργός
οικονομικών της Γερμανίας Σόϊμπλε, με
αυστηρές δηλώσεις επανέφερε το θέμα της
αυστηρής δημοσιονομικής πειθαρχίας της
Ελλάδας και της ανάγκης τήρησης των
συμφωνηθέντων με τους Εταίρους της,
καταδίκαζε μάλιστα την απόφαση των
εκλογών και τόνιζε ότι δεν έπρεπε να
γίνουν τόσο νωρίς, δηλώνοντας έτσι την
αντίρρηση της Γερμανίας στις πρόωρες
εκλογές. Παρόλα αυτά
η κυβέρνηση συνεργασίας η οποία
σχηματίστηκε μετά τη δεύτερη εκλογική
αναμέτρηση της 1υ7ης Ιουνίου του 2012,
δημιούργησε ένα ποιο ήρεμο πολιτικό
σκηνικό καθώς εφησύχασε πλέον τους
ηγέτες της Ευρώπης και κυρίως τους
δανειστές. Παρόμοια ήταν και τα
αισθήματα πέραν του Ατλαντικού, καθώς οι
παρεμβάσεις της Ουάσιγκτον υπέρ της
Ελλάδος, δεν ήταν σπάνιες. Η κυβέρνηση
αυτή, σύμφωνα με τον πρόεδρο της και
πρωθυπουργό Αντώνη Σαμαρά
χαρακτηρίσθηκε ως “κυβέρνηση Εθνικής
Σωτηρίας”. Το ερώτημα που παραμένει,
ωστόσο, είναι, γιατί έπρεπε να συμβούν
όλα αυτά με ένα τεράστιο οικονομικό
κόστος για τον Έλληνα φορολογούμενο ενώ
υπήρχε η δυνατότητα να σχηματισθεί από
την αρχή μια παρόμοια κυβέρνηση από την
περίοδο ακόμα πρωθυπουργία του Γεωργίου
Παπανδρέου, οπότε επρόκειτο να
εξοικονομηθεί χρόνος και χρήμα ώστε να
γίνουν πολλά περισσότερα. Τελικά και
κάτω από αυτές τις πολιτικές
πραγματικότητες, έγινε γνωστό ότι και το
Διεθνές Νομισματικό ταμείο
ενδιαφέρεται να αποστείλει δικό του
επίτροπο , πέραν εκείνων της Ευρωπαϊκής
Ένωσης και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής
Τράπεζας, και την παρουσία του Γερμανού
Χορστ Πάϊχενμπεχ. Ύστερα,
ωστόσο, από τόσους επιτρόπους και μια
σειρά υποτιμητικών προσβολών που έχει
δεχθεί η χώρα, όπως ανέφερα σε
προηγούμενη αρθρογραφία μου, ο
Ελληνικός λαός αντιλαμβάνεται πλέον ότι
διέρχεται, βιώνει τη λαίλαπα ενός νέου
πολέμου, πολύ ποιο οδυνηρού. Ενός
σύγχρονου οικονομικού πολέμου, όπου οι
απώλειες μπορούν να αποβούν τεράστιες
και οδυνηρές τόσο για τον εθνικό πλούτο
όσο και τα ατομικά εισοδήματα των
πολιτών. Το στοιχείο, ωστόσο, το οποίο
λείπει την ώρα αυτή είναι η πολιτική
συζήτηση, το εάν και πότε επιτέλους θα
λεχθεί η αλήθεια ότι η χώρα οδηγείται, με
μαθηματική ακρίβεια, προς την
καταστροφή, λόγω της διαφθοράς την οποία
οφείλει να θέσει υπό έλεγχο, πριν το
καρκίνωμα αυτό αγκαλιάσει και
καταστρέψει τελείως κάθε υγειές
στοιχείο του κοινωνικού της ιστού.
Δυστυχώς όμως την ώρα αυτή που οι πάντες
προσβλέπουν στον “από μηχανής θεό” για
την σωτηρία της, η κατάσταση εμφανίζεται
πολύ ποιο δυσκολότερη
όπως τουλάχιστον έρχονται να
αποδείξουν οι πολιτικές εξελίξεις των
ημερών αυτών. Ο
Γεώργιος Ηλία Διαμαντόπουλος, είναι
οικονομολόγος με ειδίκευση στον
Τραπεζικό και Ναυτιλιακό τομέα και ζει
στο Τορόντο του Καναδά.
|