The strong voice of a great community
Νοέμβρης, 2008

Πίσω στο ευρετήριο

Η κατασκευή Μακεδονικού Ζητήματος το 1923

 

Με τη νίκη της Οκτωβριανής Επανάστασης στη Ρωσία και το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου ξημέρωσε μια νέα ημέρα στην Ευρώπη. Το Μάρτιο του 1919 ιδρύθηκε στη Μόσχα η (Τρίτη) Κομμουνιστική διεθνής (ΚΔ- Κομιντέρν). Σταδιακά προσχώρησαν και τα βαλκανικά σοσιαλιστικά κινήματα. Την περίοδο αυτή το βαλκανικό σοσιαλιστικό και κομμουνιστικό κίνημα συνδέθηκε άμεσα με τη ρωσική επανάσταση. Γι’ αυτό και η πολιτική του στο εθνικό ζήτημα άρχισε να εξαρτάται από τις σκοπιμότητες που επέβαλε η επέκταση της εργατικής επανάστασης και στη Βαλκανική.

 

   Στο Β’ Συνέδριο της Κομιντέρν (17/07- 07/08 1920) ο Λένιν καθόρισε τις βασικές αρχές της πολιτικής των κομμ.κομμάτων: Σύνδεση του εργατικού κινήματος με το αγροτικό κίνημα των καθυστερημένων χωρών και ανάληψη της ηγεσίας από το επαναστατικό προλεταριάτο. Το Δ’ Συνέδριο της Κομιντέρν (Μόσχα, 07/11- 03/12 1922), εκτιμώντας την κατάσταση στη Βαλκανική, θεώρησε ότι η πολιτική της «εργατοαγροτικής κυβέρνησης» μπορούσε να οδηγήσει στην πραγματοποίηση της «εργατοαγροτικής» επανάστασης στη Βουλγαρία, με στόχο το πέρασμα στη «δικτατορία του προλεταριάτου». Έτσι, εκδηλώθηκε ένοπλη εξέγερση τον Σεπτέμβριο του 1923, αλλά απέτυχε (λίγο νωρίτερα, τον Ιούνιο, είχε επικρατήσει η αστική τάξη με τη δικτατορία του Τσαγκόφ). Την ήττα αυτή ακολούθησαν και άλλες ανάλογες στο Αμβούργο και στην Κρακοβία. Στη Βουλγαρία η ήττα συσπείρωσε ακόμη περισσότερο τις εργατοαγροτικές και αριστερές δυνάμεις. Καθοριστικός ήταν ο προσεταιρισμός της αυτονομιστικής οργάνωσης ΕΜΕΟ (Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση). Από τον Οκτώβριο του 1923 αρχισαν οι επίσημες διαπραγματεύσεις μεταξύ της ΕΜΕΟ, του ΚΚ Βουλγαρίας, της Βαλκανικής Κομμουνιστικής Ομοσπονδίας (ΒΚΟ), της Κομιντέρν και της σοβιετικής κυβέρνησης. Οι διαπραγματεύσεις κατέληξαν στην επιζητούμενη συμφωνία και συμμαχία.

 

   Κατά την εκτίμηση της σοβιετικής ηγεσίας, η διεθνής και η βαλκανική κατάσταση ήταν ευνοϊκή για την επιτυχία του επαναστατικού εγχειρήματος. Τον Φεβρουάριο του 1924 ο Υπουργός Εξωτερικών της ΕΣΣΔ Τσιτσέριν, απαντώντας σε ερώτηση του Γραμματέα της ΒΚΟ Βάσιλ Κολάρωφ, σχετικά με τη βοήθεια σε περίπτωση νίκης της εξέγερσης τη Βουλγαρία, δήλωσε ότι η Ρωσία δεν διατίθεται να πολεμήσει, αλλά μπορούσε να υποστηρίξει την επαναστατική κυβέρνηση. Επίσης, έπρεπε η εξουσία να φαίνεται δημοκρατική. Τέλος, δεν έπρεπε να αναμένουν βοήθεια από τη Γιουγκοσλαβία κα την Ελλάδα.

 

   Με βάση αυτά τα δεδομένα αποφασίστηκε η χρησιμοποίηση του κύριου όπλου του αντιπάλου, δηλ. του εθνικού ζητήματος, αλλά αντίστροφα: για την απορρύθμιση και την αποσύνθεση της εθνικής συγκρότησης στη Βαλκανική. Το Μακεδονικό ήταν μοναδικό όπλο για να προκαλέσει τις πιο απίθανες ανατρεπτικές καταστάσεις.

 

   Στην 6η Συνδιάσκεψη της ΒΚΟ, που συνήλθε στο Βερολίνο το Νοέμβριο του 1923, τέθηκαν επίσημα οι «νέες» θέσεις για τη Μακεδονία. Ο Β. Κολάρωφ καθόρισε με την εισήγησή του το κύριο ζήτημα το οποίο έπρεπε να επιλύσει η συνδιάσκεψη, δηλώνοντα ότι οι εθνότητες της Μακεδονίας, εξαιτίας της διεθνούς σημασίας του ζητήματος, «αποφάσισαν να σχηματίσουν ιδιαίτερο έθνος, το οποίο να διαθέτει το δικό του έδαφος και να είναι ανεξάρτητο από κάθε ξένη δύναμη». Η συνδιάσκεψη ψήφισε την περίφημη απόφαση με τίτλο: «Το μέλλον της Μακεδονίας και της Θράκης». Με την απόφαση αυτή το κύριο βάρος έπεφτε στη σοβιετοποίηση των Βαλκανίων, και ουσιαστικά επιζητούνταν η κατασκευή ενός ιστορικού και πολιτικού άλλοθι, που θα δικαιολογούσε την απόσπαση της Μακεδονίας από την Ελλάδα.

 

   Στη συνέχεια η ΒΚΟ εσκεμμένα διαχωρίζει τη γεωγραφική Μακεδονία από τον ιστορικοπολιτικό και εθνικό της κορμό, την αντιπαραθέτει με τις «γειτονικές βαλκανικές χώρες» και ύστερα εξοφλεί τους λογαριασμούς» με τον «πολύχρωμο εθνογραφικά πληθυσμό» της. Υποστηρίζεται ότι «οι γειτονικές χώρες αντιπροσωπεύονται στη Μακεδονία, αλλά σε τέτοιο ποσοστό, ώστε καμία να μην έχει την απόλυτη πλειοψηφία». Με αυτόν τον τρόπο, αποσκοπούσε στην παραγνώριση της υπάρχουσας πια και διεθνώς αναγνωρισμένης ελληνικής πλειοψηφίας όχι μόνο στην ελληνική, αλλά και σε ολόκληρη τη γεωγραφική Μακεδονία. Επίσης, η αποδοχή του νέου όρου των «Μακεδόνων Σλάβων» στόχευε στη μετονομασία της βουλγαρικής εθνικής συνείδησης και στην επίτευξη βουλγαροσερβικού μετώπου για την εξουδετέρωση των κυρίαρχων θέσεων του ελληνισμού στη Μακεδονία. Τονίζεται ότι σε όλη την ιστορική διαδρομη, ο πραγματικός ηγέτης του μακεδονικού υπόδουλου πληθυσμού ήταν η ΕΜΕΟ η οποία πλαισίωσε ένα παμμακεδονικό εθνικό κίνημα. Εδώ ακριβώς η ΒΚΟ, κάτω από την άμεση καθοδήγηση της Κομιντέρν, βρήκε τον ζητούμενο πυρήνα της νέας παμμακεδονικής εθνικής συσσώρευσης. Ήταν το επαναστατικός αγώνας για την «Ενιαία Αυτόνομη Μακεδονία», δηλαδή το βουλγαρικό αλυτρωτικό κίνημα με φορέα του την εθνικιστική και τρομοκρατική οργάνωση ΕΜΕΟ.  Στη συνέχεια της απόφασης της ΒΚΟ επαναλαμβάνονται τα ίδια επιχειρήματα για τη Θράκη. Υπογραμμίζεται συγχρόνως ότι ο επαναστατικός αγώνας του Μακεδονικού και Θρακικού λαού για την εθνική και οικονομική του χειραφέτηση δε μπορεί να είναι αποτελεσματικός παρά μόνο όταν διεξαχθεί από συμφώνου με τους επαναστατικούς εργάτες και χωρικούς καθεμιάς Βαλκανικής χώρας

 

   Στο τέλος της απόφασης, η ΒΚΟ διακήρυξε ότι η νίκη στην «ανεξάρτητη Μακεδονία και Θράκη» μπορούσε να εξασφαλιστεί μονάχα με τη «δημιουργία εργατοαγροτικής κυβέρνησης» σε όλες τις βαλκανικές χώρες, ώστε όλες εθελοντικά να συνθέσουν τη Βαλκανική Σοβιετική Σοσιαλιστική Ομοσπονδία.

 

   Για ποιο λόγο προωθηθήκαν στη συνδιάσκεψη τα βουλγαρικά συμφέροντα; Το ΚΚ Βουλγαρίας ήταν το ηγετικό κόμμα της ΒΚΟ και ένας από τους κύριος συντάκτες της απόφασης. Ηγέτης του κόμματος ήταν Β. Κολάρωφ, ο οποίος ήταν ταυτόχρονα Γραμματέας της ΒΚΟ και της Κομιντέρν.

 

   Η απόφαση αυτή επί του Μακεδονικού- Θρακικού δεν δημοσιεύθηκε επισήμως διότι οι ηγεσίες των Βαλκανικών ΚΚ, πλην φυσικά του Βουλγαρικού, είχαν δισταγμούς, η δε ηγεσία της Κομιντέρν δεν είχε εξασφαλίσει ακόμη πάνω τους απόλυτο έλεγχο.

 

   Σήμερα, η κυβέρνηση των ΗΠΑ προσπαθεί να εφαρμόσει την ίδια ακριβώς πολιτική στην περιοχή (όπως σχεδίαζε η Κομιντέρν). Η ηγεσία του γειτονικού κρατιδίου έχει αποθρασυνθεί πλήρως και δεν πρόκειται να αλλάξει στάση. Τους ενδιαφέρει η αναγνώριση εθνότητας και όχι το όνομα της χώρας. Οι ίδιοι είναι Σλάβοι βουλγαρικής καταγωγής, αλλά  αποσκοπούν με τις εντολές των προστατών τους στο να ασκείται πίεση στα γειτονικά κράτη με το πρόσχημα της καταπίεσης της «μακεδονικής» μειονότητας. Το πρόσφατο αποκαλυπτικό δημοσίευμα της εφημερίδας ‘’Το Έθνος’’ σχετικά με την στημένη πρόταση Νίμιτς, ύστερα από επαφή με το Στέιτ Ντιπάρτμεντ, δείχνει ότι πρέπει να περιμένουμε ακόμη για την επίλυση του προβλήματος.

 

 

Συγγραφέας του άρθρου: Χρήστος Μπακογιάννης