The strong voice of a great community
ÍïÝìâñéïò 2018

Ðßóù óôï åõñåôÞñéï

BουλιαρÜτες, των ΑρχαγγÝλων

 

Της ΜυρÝνας Σερβιτζüγλου

Τοýτοι οι Üνθρωποι εßναι πυκνοß, και αναρριχητικοß και επßμονοι σαν τα κλωνÜρια ενüς κισσοý. ¢παξ και τα βαθυπρÜσινα σχοινιÜ σκαρφαλþσουν την ψυχÞ, δεν Ýχει επιστροφÞ.

«Κλαßει συνÝχεια, üλοι Ýχουμε πικρανθεß, αλλÜ εκεßνη κλαßει συνÝχεια, και δεν ξÝρω γιατß», εßπε κοινüς φßλος για μßα νεαρÞ γυναßκα απü τα ΡιζÜ, 30 χιλιüμετρα απü τους Αγßους ΣαρÜντα, περßπου μια πενηντÜλεπτη διαδρομÞ. Δεν απÞντησα, δεν εßπα τßποτα, κι ας γνþριζα γιατß κλαßει, γιατß κλαßω.

ΠαραμονÞ της κηδεßας, κι ενþ στο πατρικü σπßτι στους ΒουλιαρÜτες, λÜμβανε χþρα ολονυχτßα, εν üψει της οριστικÞς εξüδου του νεκροý, της αμετÜκλητης εκδημßας του τεθνεþτος, Þθελα να εßμαι εκεß. Μαζß τους, με τους απ´ Ýκει.

«Δεν μπορþ Üλλο, δες για καμιÜ αλλαγÞ Þ προσθÞκη στο κεßμενο», λαμβÜνω μÞνυμα στο ηλεκτρονικü ταχυδρομεßο με τßτλο «ΕπικÞδειος», λßγο πριν απü τα μεσÜνυχτα. Το ανοßγω και το αναγιγνþσκω πυρετικÜ. Το κεßμενο εßναι ηλεκτρισμÝνο, σπαραξικÜρδιο. Δεν εßναι λüγος, πιüτερο κÜνει για μοιρολüγι,πρþιμο μοιρολüγι για üλους μας.

«Κωνσταντßνε,

ΓεννÞθηκες σε Ýνα τüπο θυσßας και ηρωισμοý για το Ýθνος μας. Τα πρþτα παιδικÜ σου βÞματα σκüνταψαν σε φυσßγγια και οβßδες, απομεινÜρια ενüς πολÝμου. Ο αφουγκρασμüς των οστþν των Ηρþων του ¸πους του ´40 που αναπαýονταν στο χωριü σου καθÞλωσαν την ψυχοýλα σου. Στα 7 σου χρüνια αναζÞτησες το üνειρο, μια ανοιχτÞ αγκαλιÜ, στην ελεýθερη ΕλλÜδα, αυτÞ που πÜντα κουβαλοýσες μÝσα σου. Δεν ξÝρω αν η ΕλλÜδα σου πρüσφερε την αγκαλιÜ αυτÞ. Εσý δεν της αρνÞθηκες ποτÝ τη δικÞ σου…

… ºσως, ελπßζω, με του θανÜτου το φιλß να τα κατÜφερες να μας ξυπνÞσεις üλους, να ξυπνÞσεις την ΕλλÜδα, την ωραßα κοιμωμÝνη σου. Το ÝγκλημÜ σου Þταν üτι κι Ýτσι, κοιμωμÝνη, αυτÞν την ΕλλÜδα, την αγÜπησες πολý.

¸χουμε δÝκα μÝρες να ακοýσουμε τη φωνÞ σου, Κωνσταντßνε, αυτÞ με την οποßα πÜντα με χαμüγελο μας Ýλεγες «λßγη καρδιÜ, λßγο τσαγανü και λßγη θÝληση ρε». ΑυτÞ η προσταγÞ σου θα μας συνοδεýει και θα μας ελÝγχει μÝχρι να σε συναντÞσουμε. Καλü ΠαρÜδεισο Κωνσταντßνε!

ΣÞμερα, δεν σε τρþει η γη. ΣÞμερα σε υποδÝχτηκε η Ιστορßα. ΣÞμερα, ανÞμερα των ΑρχαγγÝλων, σαν λαμπρü Üγγελο σε υποδÝχεται ο ουρανüς εκεß να περιμÝνεις την ανÜσταση του τüπου σου.

“Τ' αντρειωμÝνου ο θÜνατος, θÜνατος δε λογιÝται”

ΑθÜνατος»

ΤρÝχω στη βιβλιοθÞκη και το χÝρι πιÜνει στα σκοτεινÜ δýο βιβλßα, την «ΜÞδεια» του Ευριπßδη σε μετÜφραση και με εισαγωγÞ Γιþργου ΧειμωνÜ και το «Ζþντες και Τεθνεþτες» του ΚωστÞ Παπαγιþργη.

Δýο εßναι οι πρþτες ýλες του τραγικοý, η ολικÞ συγκßνηση και ο Ýρωτας του πÝνθους. Συγκßνηση ως Ýνας ολοθυμικüς κατακλυσμüς της συνεßδησης, πÝνθος, ως μßα εξαρχÞς επþδυνη υποταγÞ στο τετελεσμÝνο, το οποßο εßναι Þδη εγγεγραμμÝνο στην συνεßδηση και για το οποßο ο Üνθρωπος πενθεß σε üλη του τη ζωÞ.

Η υπÝρβαση ενüς συναισθÞματος το καθιστÜ τραγικü, παρÜδειγμα ο Ýρωτας για την πατρßδα. Στην τραγωδßα Ýχουμε να κÜνουμε με Ýνα απροσμÝτρητο ποσüν πρωτογενοýς συγκßνησης, παρÜ με Ýνα ποιüν σφοδρÞς μεν, αλλÜ ειδικÞς αντανακλαστικÞς συγκßνησης, με Ýνα συγκινησιακü συναγερμü, παρÜ με μια συναισθηματικÞ υποτÝλεια. «Δεν Ýχει σκοπü η καταστροφÞ», λÝγει ο ΣοφοκλÞς, δεν Ýχει σκοπü η συγκßνηση, που συχνÜ παßρνει τα χαρακτηριστικÜ μιας σκοτεινÞς, απειλητικÞς ευφορßας.

Ο Ýρως του πÝνθους, σημειþνει ο ΧειμωνÜς, εßναι Ýνα εßδος οντολογικÞς θλßψης, Þρεμης λýπης, Ýχει μια πολý μακρινÞ σχÝση με το κανονικü πÝνθος.Παρακολουθþντας απü κοντÜ τον Þρωα, üλους τους Þρωες, τους νιþθεις να αντιστÝκονται να παραιτηθοýν üχι ασφαλþς απü την μεγÜλη πρÜξη για την οποßα εßναι κλητοß, αλλÜ απü το Üλγος: εßναι εραστÝς του πÝνθους. Το πÝνθος παρÜγει και συνεχþς μεγεθýνει την απÜνθρωπη τüλμη τους. Ηδονßζονται απü το πÝνθος.

Αυτüς ο αδιüρατος, βαθýς Ýρωτας του πÝνθους, Ýλκει την καταγωγÞ του απü την θολÞ μνÞμη μßας ανεπανüρθωτης, αναπüτρεπτης πτþσης:της βÜναυσης απüσπασης του ατομικοý üντος απü το κοινü εßναι, δηλαδÞ της γÝννησης του θανÜτου. ¸κτοτε ü,τι θα συγκλονßζει τον Üνθρωπο θα εßναι πüνος. Και ü,τι θα ανασκÜπτει τον πüνο θα εßναι ηδονικü.

Η Ιστορßα ενüς τüπου, γρÜφεται απü πολλοýς, αλλÜ κρατÜει τον γραφικü χαρακτÞρα του καλýτερου. Πüσω μÜλλον üταν η ποßηση καλεßται να συλλαβßσει εκεßνα που η Ιστορßα δεν επιτρÝπεται να ψελλßσει. Στην ποιητικÞ συλλογÞ «101 ποιÞματα για μια χοýφτα τüπο» του ΑνδρÝα ΖαρμπαλÜ, διαβÜζει κανεßς:

«Τριγυρßζω τον τüπο μου,
                                             αναπνÝω τον τüπο μου.

                                             ¼λον τον ΜÜη και το ΘερτÞ μην με ψÜχνετε,
                                             εßμαι ανÜμεσα ΜπουλιαρÜτι και Λüγγο,
                                             μ’ Ýχουν καλεσμÝνο οι παπαροýνες
                                             στο κüκκινο πανηγýρι τους.
                                             Περπατþ
                                             και το αßμα μου φτÜνει ως στον αστρÜγαλο.

                                             ΤριγυρνÜω τον τüπο μου!
                                             ΑναπνÝω τον τüπο μου!
                                             Κι αν μια μÝρα θα κÜνω πως φεýγω,
                                             η Μπßστρισσα γßνεται νερÝνιο σχοινß
                                             και με δÝνει πατüκορφα
                                             και με δÝνει πατüκορφα.
                                             Κι αν ξεφýγω απ’ τη Μπßστρισσα
                                             βγαßνει πÜνω στον üχτο το αγιüκλημα της Δßβρης,
                                             μου ρßχνει με τις χοýφτες το Üρωμα
                                             και ξεχνÜω το δρüμο
                                             και ξεχνÜω το δρüμο.
                                             Κι αν ξεφýγω απ’ τ’ αγιüκλημα
                                             και διαβþ στα φαρÜγγια,
                                             τα βουνÜ θα ξεριζþσουν κοτρüνια
                                             να μου κüψουν την ανÜσα
                                             να μου κüψουν την ανÜσα.
                                             Κι αν ξεφýγω και πÜλι
                                             και πατÞσω στο Βοýρκο,
                                             θα μακραßνει ο κÜμπος, θα πλαταßνει ο κÜμπος,
                                             να βαδßζω αιþνια πÜνω του».

«Μην αλλÜξεις τßποτα, Ýκανα κÜποιες ελÜχιστες διορθþσεις με κßτρινη επισÞμανση στο συνημμÝνο. Σε παρακαλþ Üναψε του Ýνα λευκü κερß και για μÝνα, με την πρþτη δυνατüτητα θα ανηφορßσω να τον επισκεφτþ», απαντþ στον αποστολÝα, που σκÜρωσε τον επικÞδειο για την εξüδιο ακολουθßα του Κωνσταντßνου Κατσßφα. Και μετÜ τον λüγο παßρνει πÜλι ο ΑνδρÝας ΖαρμπαλÜς:

«ΠÜντως, να ξÝρετε

Δεν μÝνουμε Ýξω απü την πüρτα του κüσμου

Να ζητιανÝψουμε λßγη πατρßδα

Οι πατησιÝς της ιστορßας στÜζουν αßμα.

Τρεις γενιÝς τþρα το μαζεýουμε στις χοýφτες μας,

Ποτßζουμε Ýνα üνειρο

 ¼πως ποτßζουμε μια λεμονιÜ στην πÝτρινη αυλÞ μας.

Κι αν καμιÜ φορÜ θα χτυπÞσουμε την πüρτα του κüσμου

Δεν εßναι που κουραστÞκαμε,

Εßναι που θÝλουμε να κολλÞσομε πÜνω της

Τη ματωμÝνη μας παλÜμη,

¸τσι, üπως θα σημαδεýαμε με κüκκινο

Την πüρτα ενüς προδüτη».