Σαράντα
Χρόνια Μετά...
Του Θωμά Στεφ. Σάρα
Σαράντα
χρόνια στην υπηρεσία της ομογένειας
συμπληρώνει, με την σημερινή έκδοση, η
επιθεώρηση Πατρίδες. Χρόνια που τα
διέκριναν αγώνες, δημοσιογραφικές
επιτυχίες και πάμπολλες αγωνίες.
Αγωνίες για τους κινδύνους που
προβλέψαμε ότι έρχονται και κυρίως για
την αδιαφορία των διαπιστευμένων ταγών
της ελληνικής πολιτείας και των οργάνων
της να αντιληφθούν την κρισιμότητα των
καιρών και τις μεγάλες κοινωνικές και
πολιτικές αλλαγές που άρχισαν να
διαφαίνονται πάνω από τα Βαλκάνια και οι
οποίοι, παρ’ όλα αυτά, είχαν επιδοθεί,
στην κυριολεξία, σε μια χωρίς
προηγούμενο προσπάθεια να βλάψουν τον
εκδότη και να κλείσουν το έντυπο.
Μάρτυρες αυτής της θλιβερής
πραγματικότητας παραμένουν όλοι οι
συμπάροικοι του Τορόντο, όσοι έχουν
ασχοληθεί με τα κοινά της ομογένειας και
της παροικίας, και όλοι οι αναγνώστες
της επιθεώρησης σε ολόκληρη την έκταση
της Καναδικής επικράτειας και των
Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής. Αυτός,
ακριβώς, είναι και ο λόγος της σημερινής
μας αναφοράς πάνω στον χρόνο και τις
επιτεύξεις του εντύπου. Αρχικός λόγος
και αιτία της έκδοσης, υπήρξε ο
στραβισμός και η αδυναμία της
πλειοψηφίας των διπλωματών του εθνικού
κέντρου, να αντιληφθούν τη σοβαρότητα
ενός κινήματος το οποίο δυνάμωνε
καθημερινά, απειλώντας με
κατακλυσμιαίες αλλαγές σε βάρος της
Ελλάδας, και με ανατροπές γεωγραφικές
και πολιτικές στον ζωτικό χάρτη των
Βαλκανίων. Για τους ποιό ηλικιωμένους
από τους αναγνώστες μας, είμαστε βέβαιοι,
ότι θυμούνται το άγριο κυνηγητό και τις
δυσκολίες που κάθε τόσο προσπαθούσαν να
δημιουργήσουν σε βάρος μας όλοι εκείνοι
που είχαν ορκιστεί να διαφυλάξουν τα
συμφέροντα του Ελληνικού λαού και
έθνους στην ξένη, λόγω της αδυναμίας
τους να αντιληφθούν τις, επερχόμενες
αλλαγές. Η επιθεώρηση, παρ’ όλα αυτά,
επέμεινε πάνω στο δύσκολο έργο που είχε
επωμισθεί της σωστής ενημέρωσης τόσο
των ομογενειακών κοινοτήτων των
αποδήμων στον χώρο της Βόρειας Αμερικής,
όσο και το εθνικό κέντρο. Αναλογιζόμενοι
σήμερα τις δύσκολες εκείνες μέρες, θα
πρέπει να ομολογήσουμε τη δύναμη της
θέλησης και τον βαθμό της
αποφασιστικότητάς μας να πέσουμε, εάν
χρειαστεί ανάγκη, πάνω στις επάλξεις της
αλήθειας και της υπεράσπισης των
συμφερόντων των μελών των κοινοτήτων
που εξυπηρετούσαμε. Πραγματικά είναι
λυπηρό, τέτοιες στιγμές, να αναλογίζεται
κάποιος όλες εκείνες τις μηχανορραφίες,
τις παγίδες και τα λοφία που σοφίστηκαν
και κατά περιόδους έστησαν στο διάβα μας
οι ίδιοι ή και όργανά τους, προκειμένου
να μας υποχρεώσουν σε σιωπή. Έφθασαν
μάλιστα μέχρι το έσχατο σημείο ηθικής
κατάπτωσης, καθώς, μέσω των πληρωμένων
οργάνων τους, προσπάθησαν να επιτεθούν
και σε αυτήν ακόμα την αξιοπρέπεια της
οικογένειας του αρχισυντάκτη, σύμφωνα
με την μαρτυρία του παλαίμαχου
δημοσιογράφου της ομογένειας κ. Μανταλά.
Ένα δεύτερο αξιόλογο σημείο αυτής της
αναδρομής, είναι εκείνο των διαφόρων
ονομάτων και μύθων που θέλησαν να
επιρρίψουν πάνω στο έργο και να
αμαυρώσουν το όνομα μας. Κατά διαστήματα
χαρακτηριστήκαμε ως πράκτορες των
νοτιοσλάβων των Σκοπίων, των Τούρκων και
πολλών άλλων “εχθρών” της Ελλάδας. Το
έργο μας έφτασε να διατυμπανίζεται ως
αντεθνικό ακόμα και μέσα σε επίσημα
φόρουμ του εθνικού κέντρου από άτομα τα
οποία στην συνέχεια επιβραβεύτηκαν με
έμμισθες θέσεις από πλευράς δημοσίου.
Όλα αυτά αποσκοπούσαν και απέβλεπαν
στον περιορισμό των εντυπώσεων των όσων,
κατά διαστήματα γράφαμε και
καταγγέλλαμε. Και όμως τα γεγονότα και
οι εξελίξεις που ακολούθησαν τριάντα
χρόνια αργότερα, την δεκαετία του 1990,
ήλθαν να επιβεβαιώσουν και δικαιώσουν
όλα εκείνα που προβλέπαμε και γράφαμε
και προβλέπαμε την δεκαετία
του 1970. Τα δε γεγονότα και οι εξελίξεις
στον πολιτικό στίβο των Βαλκανίων δεν
αποτελούσαν απολύτως τίποτα
περισσότερο από μια πλήρη και απόλυτη
δικαίωση εκείνων που φωνάζαμε και
διαλαλούσαμε τα προηγούμενα είκοσι
χρόνια. Χρόνια δύσκολα και παγωμένα για
μας και τους συνεργάτες μας. Το ίδιο αυτό
διάστημα της δεκαετίας του 1990, ήμασταν
εμείς εκείνοι που εισηγηθήκαμε την ιδέα
της ονομασίας της νέας διοικητικής
οντότητας στα βόρεια σύνορα του εθνικού
κέντρου ως “ΣλαβοΜακεδονία”,
μια πρόταση η οποία αρχικά βρήκε απήχηση
και έγινε αποδεκτή και από τις δύο
ενδιαφερόμενες πλευρές, και η οποία
δυστυχώς τρεις μέρες αργότερα
ανατράπηκε από την Αθήνα, λόγω της
απειλής του Αντώνη Σαμαρά, να ανατρέψει
την κυβέρνηση Μητσοτάκη, εάν η πρόταση
έφθανε στο εθνικό κοινοβούλιο της
Ελλάδας. Την αποδοχή εκείνης της
πρότασης, ως γνωστόν, πλήρωσε ο πρόεδρος
της σλαβόφωνης διοίκησης Γκλιγκόροφ, με
την σωματική του ακεραιότητα και την
παράλυσή του για το υπόλοιπο της ζωής
του, από φανατικούς της άλλης πλευράς. Το
αποτέλεσμα, δυστυχώς, για ακόμα μια φορά
ήλθε να μας επιβραβεύσει και να
αποδείξει πόσο σωστά διαβλέψαμε τις
εξελίξεις εκείνες, καθώς είκοσι τρία
χρόνια αργότερα το θέμα της ονομασίας
παραμένει ανοικτό, ενώ η μεγίστη
πλειοψηφία των κρατών της παγκόσμιας
κοινότητας έχει αναγνωρίσει την νέα
διοίκηση με την συνταγματική της
ονομασία. Αποτελεί δε και αυτό ένα επί
πλέον σημείο της αδυναμίας, και γιατί
όχι, ανικανότητας των ταγών του
οργανωμένου Ελληνικού κράτους, να
αντιληφθούν τις αλλαγές οι οποίες ήδη
έσφιγγαν ασφυκτικά την πολιτεία των
Ελλήνων. Ακόμα, αυτή η φωνή ήταν εκείνη
που το ίδιο διάστημα αναφερόταν πάνω στη
συστηματική προπαγάνδα της Τουρκίας σε
βάρος των εθνικών συμφερόντων του
Ελληνικού έθνους και κράτους. Το
αποτέλεσμα ήταν να δεχθεί καταιγισμό
συκοφαντιών και κάθε είδους επιθέσεων
εναντίον του εντύπου και του
αρχισυντάκτη. Και όμως μια δεκαετία
αργότερα ήλθαν τα Ίμια να επιβεβαιώσουν
ότι είχαμε δίκιο. Τις δεκαετίες του 80 και
90 επίσης δεν ήταν λίγες οι φορές που
διαφωνήσαμε με τις πολιτικές των
κυβερνήσεων των Αθηνών και τις
καταγγείλαμε ότι διαπραγματεύονταν
μέσω μυστικής διπλωματίας ζωτικά
συμφέροντα του ελεύθερου Ελληνικού
κράτους, αποδεχόμενες όρους
περιοριστικούς της ανεξαρτησίας της
ελληνικής διοίκησης.
Το
ίδιο διάστημα αναφερόμασταν πάνω στην
ακολουθούμενη πρακτική των Τούρκων
διπλωματών οι οποίοι σε κάθε ευκαιρία
προσπαθούσαν να πείσουν τους Καναδούς
υπευθύνους για τις δίκαιες θέσεις της
Τουρκικής διπλωματίας ότι η Ελλάδα
προσπαθούσε να μετατρέψει το Αιγαίο σε
δική της λίμνη, ενάντια στα συμφέροντα
της αρχής της ελεύθερης ναυσιπλοΐας σε
αυτό, και την τελεία αδιαφορία των
Ελληνικών διπλωματικών αποστολών να
αντιδράσουν πάνω σε αυτές.
Στα
τέλη της δεκαετίας του ’90, ετούτη η φωνή
ήταν εκείνη που κατήγγειλε το θέατρο των
τότε δήθεν δημοσιογραφικών συνεδρίων,
σαν ένα βήμα το οποίο αποσκοπούσε
ξεκάθαρα στην παραπλάνηση και
παραπληροφόρησε το Έλληνα και της
Ελληνίδας, για την δήθεν εξυπηρέτηση των
αρχών της ειρήνης και ασφάλειας της
περιοχής. Το 2005 και πάλι ήμασταν εμείς
εκείνοι που πλησίασαν τους ταγούς του
εθνικού κέντρου και τους
προειδοποιήσαμε ότι φανατικά σλαβόφωνα
στελέχη οργανωμένα σε ανθελληνικές
οργανώσεις εργαζόταν πάνω σε σχέδια
εμπρησμού της Αττικής και της
Πελοποννήσου και κυρίως της Ολυμπίας,
προκειμένου να εκφράσουν τα ανθελληνικά
τους αισθήματα και την διαμαρτυρία τους
στη διεθνή κοινότητα. Δυστυχώς, για άλλη
μια φορά, το κέντρο προσπάθησε να πνίξει
την προειδοποίηση με τον ισχυρισμό ότι η
είδηση είναι προϊόν της φαντασίας μας.
Και όμως δύο μόλις χρόνια αργότερα, το 2007
άφωνοι από τον τρόμο και την έκπληξη οι
Έλληνες πολίτες έβλεπαν να παραδίδεται
στις φλόγες των εμπρηστών ολόκληρες
δασικές εκτάσεις, τόσο στην Αττική, όσο
και την Ολυμπία, με αποτέλεσμα μάλιστα
να θρηνήσουμε και αθώα θύματα. Και όμως,
μην σας φανεί περίεργο, για ακόμα μια
φορά προσπάθησαν να μας “προειδοποιήσουν”
να μην γράψουμε τίποτα διότι έτσι θα
πληροφορούσαμε τους εμπρηστές ότι
γνώριζε η Αθήνα με αποτέλεσμα οι ένοχοι
να ξεφύγουν από τον δάγκωνα της
δικαιοσύνης. Και πάλι η απάντηση μας
ήταν λακωνική, “πιστεύουμε ότι έχουμε
υποχρέωση να ενημερώσουμε το
αναγνωστικό κοινό των κοινοτήτων που
υπηρετούμε για ένα τόσο σπουδαίο θέμα”,
το αποτέλεσμα ήταν να ξαναβρεθούμε στον
μαυροπίνακα των ταγών του Ελληνικού
ΥπΕξ, χωρίς ωστόσο, το μέτρο ν α έχει
κάποιες επιπτώσεις πάνω μας. Στις αρχές
του 2000, πληροφορηθήκαμε την μυστική
διπλωματία του τότε υπουργού εξωτερικών
των Αθηνών με την Τουρκία
και την πρόθεσή του τελευταίου να
εκχωρήσει τμήματα της ελεύθερης Ελλάδας
προκειμένου να ικανοποιήσει μέρος των
Τουρκικών απαιτήσεων για τη Θράκη και το
Ανατολικό Αιγαίο. Ευθαρσώς και χωρίς
φόβο ή πάθος θέσαμε το ερώτημα στον
υπεύθυνο Υπουργό, ο οποίος, προς τιμή του,
το επιβεβαίωσε, για να φθάσει όμως
αργότερα να το διαψεύσει επιρρίπτοντας
την μομφή του “αναξιόπιστου” στον
αρχισυντάκτη και την επιθεώρηση. Και
όμως, τα γεγονότα και οι εξελίξεις που
ακολούθησαν δώδεκα χρόνια αργότερα,
ήλθαν να μας επιβεβαιώσουν για άλλη μια
φορά, ότι γνωρίζαμε και ότι οι
πληροφορίες μας ήταν σωστές. Την
δεκαετία του 2000, δεχθήκαμε
πληροφορίες ότι η Ελλάδα, λόγω του
μεγάλου δημοσιονομικού της ελλείμματος,
σύντομα επρόκειτο να αντιμετωπίσει το
ενδεχόμενο “στάσης πληρωμών”, ή να“πτωχεύσει”
όπως θα λέγαμε. Η πληροφορία κρίθηκε
σοβαρή και την δημοσιεύσαμε κατ’
επανάληψη στην επιθεώρηση. Είναι
γεγονός ότι για ακόμα μια φορά
αντιμετωπίσαμε τον χλευασμό και την
αδιαφορία όλων, διοίκησης και λαού. Οι
πάντες πίστευαν τόσο πολύ στις
ικανότητες των κυβερνώντων ώστε όταν
μιλούσαν για διαφθορά, την θεωρούσαν σαν
ένα αναφαίρετο μέρος της κοινωνικής
πραγματικότητας και δεν επιδεχόταν
καμία διαφωνία ή συμβουλή. “Είμαστε οι
μάγκες της Ευρώπης, άσε τους Ευρωπαίους
να εργάζονται σκληρά και να πληρώνουν
φόρους, του οποίους παίρνουμε εμείς
και ζούμε θαυμάσια”, ήταν η απάντησή
τους. Και όμως ο George Soros, κατ’ επανάληψη
αναφέρθηκε την περίοδο εκείνη στην
φοβερή πραγματικότητα που αντιμετώπιζε
η χώρα. Είναι πραγματικά αστείο το
γεγονός, ότι σήμερα κάτω από συνθήκες
που φροντίσαμε να τους προειδοποιήσουμε
συνεχίζουν ν α επιμένουν ότι εφάρμοζαν
“σωστά προγράμματα και πολιτική που
βοηθούσε τα συμφέροντα του λαού.”
Οι
Κοινότητες των Αποδήμων.
Παρόμοια
υπήρξε η αρθρογραφία μας και σε θέματα
που αφορούσαν άμεσα τις ομογενειακές
μας κοινότητες. Δυνατά και με σθένος
καταγγείλαμε κάθε φορά απαράδεκτες
ηθικά πρακτικές της εκκλησίας σε σχέση
με τους ιερείς της και την
εφαρμογή φιλοσοφίας αντίθετης με
την ηθική των κανόνων που κατά την
διάρκεια των αιώνων ασπάσθηκε και
αποδέχθηκε το ίδρυμα αυτό. Θεωρήσαμε και
συνεχίζουμε να πιστεύουμε ότι η
πολιτική φιλοσοφία της διοίκησης του
ιδρύματος αδικεί, τόσο το ίδρυμα, όσο και
τους πιστούς και αποδεικνύει τα καινά
που υπάρχουν στην εφαρμογή της
πολιτικής της διοίκησης. Δυστυχώς και
στο σημείο αυτό κύριο λόγο και
επιπτώσεις έχει το γεγονός της συλλογής
χρημάτων από τους πιστούς, και λιγότερο
η πολιτική που ακολουθείται από τους
ταγούς του ιδρύματος. Παρόμοια πολιτική,
εξ άλλου, εφάρμοσε τον μεσαίωνα στην
καθολική εκκλησία ο γνωστός για την
διαφθορά του Πάπας Πίος ο δεύτερος, της
οικογένειας Βοργία, ο οποίος όμως έβαλε
τις οικονομικές βάσεις της ανάπτυξης
του οργανισμού. Σε ότι αφορά τις αστικές
μας κοινότητες στον Καναδά και τις ΗΠΑ,
πάντοτε σχεδόν σταθήκαμε μπροστά σε
όσους καταπατούσαν τις αξίες και τα
δικαιώματα της ομογένειας προσπαθώντας
να εφαρμόσουν πολιτικές ξένες και
βλαβερές για τα συμφέροντα της
ομογένειας. Μάρτυρες μας και πάλι οι
ομογενειακές παροικίες τα μέλη των
οποίων γνωρίζουν τις διώξεις που έχουμε
υποστεί κατά καιρούς και τις
ταλαιπωρίες της επιθεώρησης με την
απαγόρευση της κυκλοφορίας των
αντιτύπων της, για μια ολόκληρη δεκαετία,
στα κτιριακά συγκροτήματα και ιδρύματα
της Ελληνικής Κοινότητας του Τορόντο
και άλλων συναφών ιδρυμάτων στην αχανή
έκταση της Καναδικής επικράτειας. Και
όμως, δώδεκα χρόνια αργότερα, για ακόμα
μια φορά τα γεγονότα και οι εξελίξεις
ήλθαν να επιβεβαιώσουν τις καταγγελίες
μας και όσα ισχυριζόμασταν στις
σχετικές αρθρογραφίες μας. Το
αποτέλεσμα ήταν όχι μόνον να υποστούμε
τις γνωστές διώξεις των οργάνων του
κατεστημένου, αλλά και να μείνουμε
μακριά από κάθε είδους και μορφής
χρηματοδότησης από τους κοινωφελείς μας
οργανισμούς, προτιμώντας να
παραμείνουμε αδέσμευτοι πάνω στην
προάσπιση των δικαιωμάτων της παροικίας,
της κοινότητας που ταχθήκαμε εδώ και
σαράντα χρόνια να υπηρετήσουμε. Και για
ακόμα μια φορά την εβδομάδα αυτή ήλθαν
τα γεγονότα να μας επαληθεύσουν. Οι δύο
εκθέσεις γνωστές ως “GLYNN
REPORT”
και εκείνη της ομάδας του Γιάννη Δάγονα,
αποτελούν την μεγαλύτερη μαρτυρία αυτού
του ισχυρισμού. Ύστερα από σαράντα
ολόκληρα χρόνια, σήμερα η επιθεώρηση
μπαίνει σε έναν νέο κύκλο δημιουργίας, ο
χρόνος και οι αγώνες που δώσαμε κατά την
διάρκεια του, άφησαν έντονα τα σημάδια
πάνω στους ιδρυτές και πρωτεργάτες οι
οποίοι και αισθάνονται πάνω στην υγεία
τους τα επακόλουθα. Για τον λόγο αυτόν, η
διοίκηση της επιθεώρησης αρχίζει πλέον
να μεταβιβάζεται στον Γιάννη ο οποίος
και σύντομα πρόκειται να επιφέρει
ορισμένες μεταρρυθμίσεις πάνω στο
έντυπο, έτσι ώστε αυτό να ανταποκριθεί
στις ανάγκες που επιβάλλει η σύγχρονη
τεχνολογία ώστε να μπορέσει να
ανταποκριθεί στις ανάγκες των καιρών
και να συνεχίσει την παραδοσιακή του
προσφορά προς την ομογένεια την οποία
πάντοτε σεβάστηκε και για τα συμφέροντα
της οποίας αγωνίστηκε, όλα αυτά τα
χρόνια.
|