|
|
25
Μαρτίου - Αγία Λαύρα: Μύθοι;
Γεώργιος
Κεκαυμένος Με
αιχμή του δόρατος το γνωστό πλέον σε
όλους βιβλίο Ιστορίας της ΣΤ΄ Δημοτικού,
διεξάγεται μια ολομέτωπη επίθεση της
προοδευτικής ιστοριογραφίας ενάντια σε
κάθε εθνικό «μύθο», δηλαδή ενάντια σε
καθετί που θέλει την εκκλησία να έχει
μια ουσιαστική συμβολή στην διάσωση της
ελληνικότητας του γένους μας κατά τα
τετρακόσια χρόνια της τουρκικής κατοχής,
αλλά και στο ξέσπασμα της επανάστασης
του 1821. Ένας από αυτούς τους μύθους, που
υποτίθεται πως συντηρούνται μέχρι
σήμερα κατεξοχήν από την εκκλησία, είναι
και η ύψωση του λάβαρου της επανάστασης
από τον Π.Π. Γερμανό στις 25 Μαρτίου 1821
στην Αγία Λαύρα. Αλλά ο κύριος μύθος
είναι η ίδια η ημερομηνία της 25ης
Μαρτίου, διότι κατ’ αυτούς η επανάσταση
είχε ξεκινήσει κάποιες μέρες νωρίτερα,
ενώ η 25η Μαρτίου επιλέχθηκε μετά από
αρκετά χρόνια, μόνον και μόνον για να
συνδεθεί η εκκλησία με την επανάσταση,
παρ’ όλο που στην αρχή την είχε
καταδικάσει και αφορίσει. Ας
δούμε όμως από κοντά τα δύο αυτά
γεγονότα, ώστε να διαπιστώσουμε το αν
και κατά πόσον είναι μύθοι, και σε κάθε
περίπτωση ποιος είναι υπεύθυνος για την
όποια παραχάραξη ή διαστρέβλωση που
έχουν τυχόν υποστεί. 25η
Μαρτίου
Κατά
τους αποδομητές ιστορικούς, η 25η Μαρτίου
επιλέχτηκε ως ημερομηνία για τον
εορτασμό της Ελληνικής Επανάστασης
μόλις «το 1838 […] χωρίς πάντως την
ακρίβεια που επέβαλλε η ιστορική έρευνα
και τα πραγματικά γεγονότα». Και αυτό
γιατί «τα γεγονότα υπαγόρευαν την
επιλογή είτε της 24 Φεβρουαρίου, με την
εκδήλωση του κινήματος του Υψηλάντη, ή
έστω της 23 Μαρτίου, όταν ξεσπά η
επαναστατική δράση στην Πελοπόννησο».
Και επειδή «η ισχύς του συμβολισμού
επικράτησε των πορισμάτων της έρευνας»,
«σήμερα κανένας δεν πιστεύει πλέον ότι η
Ελληνική Επανάσταση κηρύχθηκε όντως την
25η Μαρτίου 1821 ούτε ότι αυτό συνέβη στην
Αγία Λαύρα». Και ποιος επέβαλλε τελικά
την 25η Μαρτίου ως ημέρα για να
γιορτάζεται η επανάσταση; Η εκκλησία,
φυσικά, για να επιτευχθεί τελικά «η
σύνδεση … της εθνικής επετείου με τη
θρησκευτική εορτή και τους συμβολισμούς
για το έθνος που συνεπαγόταν ο
Ευαγγελισμός της Θεοτόκου»[1]. Έτσι, η 25η
Μαρτίου είναι συνολικά ένας θρύλος που «σαφώς
εφευρέθηκε εκ των υστέρων για να
συνδεθεί η Επανάσταση με την υπόσχεση
της Ελεύσεως του Σωτήρα κατά τον
Ευαγγελισμό της Μαρίας και βέβαια για να
συνδεθεί η Επανάσταση (που κατ’ αρχάς
έγινε με δεδηλωμένη αντίρρηση της
επίσημης Εκκλησίας) με την ευλογία της
εκκλησιαστικής ηγεσίας»[2]. Με
τα λόγια του Β. Κρεμμυδά: «Στις 25 Μαρτίου
δε συνέβη τίποτε, απολύτως τίποτε.
Εορτάζεται όμως την ημέρα εκείνη ο
συμβολισμός της γέννησης (sic!)
του Χριστού -ας εορτασθεί μαζί και ο
συμβολισμός της γέννησης του ελληνικού
κράτους, ο συνδυασμός των δύο κάτι θα
αφήσει στη σκέψη. Τι είναι όλα αυτά;
Τυχαία δεν είναι, ούτε αθώα, ούτε
ουδέτερα. Είναι μέρος ενός τεράστιου
μηχανισμού που εκφράζει ένα πλήθος από
σχέσεις, με κυριότερη τη σχέση στο
επίπεδο της εξουσίας -των εξουσιών
καλύτερα, πολιτικών, οικονομικών,
εκκλησιαστικών, και όλες συμπυκνώνονται
σε μία, στην κρατική εξουσία. Μέσα απ'
αυτήν εκφράζονται όλες οι άλλες»[3].
Φυσικά, πρώτο και καλύτερο γρανάζι του
μηχανισμού αυτού είναι, «η Εκκλησία»,
που μαζί με όλες τις βαθιά συντηρητικές
δυνάμεις «έχουν κατασκευάσει τις
οχυρώσεις της εξουσίας τους με ιστορικά
ψεύδη και γι’ αυτό η αλήθεια για το
παρελθόν είναι ο εχθρός τους»[4]. Στην
πραγματικότητα «η Επανάσταση άρχισε σε
δύο ημερομηνίες. Στις 22 Φεβρουάριου,
στις παραδουνάβιες ηγεμονίες και στις 23
Μαρτίου στην Καλαμάτα. Όμως επειδή
ήθελαν να συνδεθεί η εθνική εορτή με την
Εκκλησία, προτίμησαν την 25η Μαρτίου που
είναι και ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου.
Αυτό είναι το γεγονός»[5]. Είναι
όμως αυτό το γεγονός;
Απολύτως
όχι. Η 25η Μαρτίου δεν ορίσθηκε ως
ημερομηνία για την έναρξη της
επανάστασης το 1838, για να εξυπηρετηθεί η
εκκλησία και τα όποια ιδιοτελή
συμφέροντά της, όπως ισχυρίζονται με
τόση βεβαιότητα οι… ειδικοί, αλλά το 1820.
Ναι. Η 25η Μαρτίου είχε οριστεί ως
ημερομηνία για την έναρξη της
επανάστασης ήδη από το 1820. Και όχι από
κάποιον μεμονωμένο αγωνιστή ή αγωνιστές,
ή γενικά από τους επαναστατημένους
Έλληνες, αλλά από τον ίδιο τον Αλέξανδρο
Υψηλάντη. Και θα το ήξεραν αυτό οι καλοί
ιστορικοί μας, αν είχαν κάνει τον κόπο να
διαβάσουν τα απομνημονεύματα των
αγωνιστών του ’21, με πρώτα και καλύτερα
αυτά του Κολοκοτρώνη[6], ή την Ιστορία του
Τρικούπη[7], ή έστω την Ιστορία του
Ελληνικού Έθνους[8], αυτό το «έργο
αναφοράς»[9], όπως οι ίδιοι ομολογούν ότι
είναι, «το καμάρι μας»[10], όπως οι ίδιοι
την χαρακτηρίζουν. Και
γιατί ο Αλέξανδρος Υψηλάντης επέλεξε
αυτήν ειδικά την ημερομηνία για τον
ξεσηκωμόν του γένους, και όχι
οποιανδήποτε άλλη; Μα ακριβώς επειδή
συνέπιπτε με την γιορτή του
Ευαγγελισμού, στην οποία γιορτή ο
Υψηλάντης και πάλι ήθελε τώρα να δώσει
μια καινούργια συμβολική σημασία για το
έθνος, «ως ευαγγελιζομένην την
πολιτικήν λύτρωσιν του ελληνικού έθνους»[11]. Γι’
αυτό και ο Κολοκοτρώνης είχε πάρει ήδη
από το 1820 γράμματα από τον Υψηλάντη, με
τα οποία εκείνος τον πληροφορούσε ότι η
ημέρα του ξεσηκωμού θα ήταν η 25η Μαρτίου,
ώστε να είναι μέχρι τότε έτοιμος: «… εις
τα ’20 με ήλθαν γράμματα από τον Υψηλάντη
δια να είμαι έτοιμος, καθώς και όλοι οι
εδικοί μας. 25 Μαρτίου ήτον η ημέρα της
γενικής επαναστάσεως»[12]. Και από εκείνη
την στιγμή μέχρι τον Μάρτη ο
Κολοκοτρώνης, πιστός στον μεγάλο αρχηγό,
πραγματικά μηνούσε σ’ όλον τον Μοριά «…την
ημέραν του Ευαγγελισμού να είναι
έτοιμοι, και κάθε επαρχία να κινηθή»[13]. Έτσι,
η 25η Μαρτίου 1821 έγινε από τότε, για όλους
τους ραγιάδες, η προσδιορισμένη ημέρα. Γι’
αυτό και στην σύσκεψη της Βοστίτσας αυτή
η ημερομηνία ανακοινώθηκε από τον
Παπαφλέσσα ως η ημερομηνία για τον
ξεσηκωμό[14], αυτή και στην σύσκεψη των
οπλαρχηγών της Ρούμελης, στην Λευκάδα.
Οι Ρουμελιώτες μάλιστα, σε αντίθεση με
τον σκεπτικισμό των προκρίτων του Μοριά,
την δέχτηκαν αμέσως και με μεγάλον
ενθουσιασμό, ξεκινώντας ευθύς όλες τις
απαραίτητες προετοιμασίες[15]. Έτσι, παρά
το ότι στην Μολδοβλαχία είχε κηρυχθεί η
επανάσταση από τον Υψηλάντη ήδη από τις
24 του Φλεβάρη, στον Μοριά και στην
Ρούμελη ο Κολοκοτρώνης και όλοι οι άλλοι
καπεταναίοι περίμεναν υπομονετικά να
έρθει η «προσδιορισμένη» και γι’ αυτούς
ημέρα, ώστε να «κινήσουν» και εκείνοι με
την σειρά τους τον «ξεσηκωμόν»[16]. Τους
πρόλαβαν όμως τα γεγονότα, και τελικά η
επανάσταση ξεκίνησε δυο τρεις μέρες
νωρίτερα από την «προσδορισμένην» και
γεμάτη συμβολισμούς ημέρα. Κοντολογής,
η ημερομηνία της 25ης Μαρτίου όχι μόνον
δεν ορίστηκε εκ των υστέρων, για να
ικανοποιηθεί η εκκλησία, αλλά, αντίθετα,
η 25η Μαρτίου ως ημερομηνία για την
έναρξη της επανάστασης ορίσθηκε εκ των
προτέρων, και συγκεκριμένα το 1820 από τον
ίδιο τον Αλέξανδρο Υψηλάντη. Και αυτό
είναι μια αλήθεια και μια πληροφορία που
αναβλύζει αυθόρμητα από όλες τις
ιστορικές πηγές για την επανάσταση, είτε
είναι αυτές τα απομνημονεύματα των
πρωταγωνιστών της, είτε η Ιστορία του
Τρικούπη. Όταν λοιπόν οι αποδομητές
ιστορικοί χαρακτηρίζουν την 25η Μαρτίου
ως ύστερη «κατασκευή» και ως «μύθο», το
μόνο που φανερώνουν είναι η παχυλή μα
και απολύτως απαράδεκτη από μέρους τους
άγνοια των πλέον βασικών πηγών για το 1821.
Ξέχωρα από το απύθμενο θράσος τους, που
πραγματικά σοκάρει... Το
γιατί η επανάσταση ξεκίνησε τελικά δυο
τρεις μέρες «προ της προσδιορισθείσης
ημέρας» είναι πράγματι ένα ζήτημα, το
οποίο όμως δεν διέλαθε της ιστορικής
επιστήμης ήδη από τον 19ο αι., η οποία και
προέβη στις ανάλογες έρευνες και
αναλύσεις[17]. Κατόπιν
όλων αυτών, θα μπορούσε πολύ δίκαια να
αναρωτηθεί κανείς: Γιατί άραγε οι
προοδευτικοί ιστορικοί μας στο θέμα της
έναρξης της επανάστασης επιδεικνύουν
πραγματικά σχολαστικισμό μεσοπολεμικού
Γυμνασιάρχου, λεπτολογώντας, μέχρι
σημείου γελοιότητας θα έλεγα, για το πια
ακριβώς ημέρα έπεσε η πρώτη τουφεκιά,
κατακεραυνώνοντας μάλιστα με τον πιο
οξύ και προσβλητικό τρόπο, ως
επικίνδυνους και αντιδραστικούς
μυθοπλόκους, όλους όσους τολμούν να
γιορτάζουν την έναρξή της λίγες μέρες
μετά από τότε που τελικά ξεκίνησε; Είναι
απλό. Διότι δεν πρέπει με κανέναν τρόπο
να συνδεθεί το ’21 άμεσα ή έμμεσα με την
εκκλησία και το χριστιανικό αίσθημα των
Ελλήνων. Γι’ αυτό και πρέπει όλοι οι
Έλληνες να πειστούν και να χωνέψουν καλά
πως η επανάστασή τους ήταν αποκλειστικό
προϊόν και γνήσιο τέκνο του ευρωπαϊκού
διαφωτισμού, στο οποίο η εκκλησία όχι
μόνον δεν είχε την παραμικρή συμβολή,
αλλά ότι το πολέμησε κιόλας και το οποίο
στο τέλος, με έναν εντελώς ανήθικο τρόπο,
απλά το καπηλεύθηκε, δημιουργώντας
όλους τους σχετικούς «μύθους». Όμως,
και ο Κολοκοτρώνης και οι υπόλοιποι
αγωνιστές, που ζούσαν όλοι το 1838[18], δεν
χρειάζονταν τα πορίσματα καμιάς έρευνας
(!) για να γνωρίζουν, πολύ καλά μάλιστα,
πως η επανάσταση στον Μοριά είχε αρχίσει
δυο τρεις μέρες νωρίτερα από την 25η
Μαρτίου[19]. Να πάρει η ευχή, αυτοί ήταν κι
όχι άλλοι που ξεκίνησαν την επανάσταση
και στις 21 και στις 22 και στις 23 του Μάρτη! Όμως,
και στην ψυχή και στην καρδιά τους, η
επίσημη μέρα για τον γιορτασμό της
επανάστασης δεν θα μπορούσε να ορισθεί
παρά μόνον στην ημερομηνία εκείνην, την
οποία είχε επιλέξει ο μεγάλος αρχηγός
της ήδη από το 1820, και μάλιστα με τον
ίδιον ακριβώς εθνικοθρησκευτικό
συμβολισμό που εκείνος από τότε της είχε
προσδώσει. Αυτά
βίωσαν ως άμεση προσωπική εμπειρία τους
και αυτά κατέθεσαν ως αιώνια ιστορική
μνήμη οι ίδιοι οι πρωταγωνιστές του ’21,
οι οποίοι ούτε λωτοφάγοι ήταν, ούτε και
ευχείρωτα ανδρείκελα του κάθε φτηνού
προπαγανδιστή. Γι’ αυτό και το 1838
πανηγύρισαν την καθιέρωση της 25ης
Μαρτίου με τον πιο λαμπρό αλλά και με τον
πιο συγκινητικό τρόπο[20]. Έτσι,
για να κλείσουμε και με μια ποιητική
υπέρβαση, μπορούμε χωρίς κανέναν
δισταγμό ψυχής να πούμε πως ο
πραγματικός συντάκτης του Β.Δ. του 1838
τελικά δεν ήταν άλλος παρά ο ίδιος ο
Αλέξανδρος Υψηλάντης, που είναι, θαρρείς,
λες και τό ’γραψε με τα ίδια του τα χέρια… Αγία
Λαύρα
Στην
Αγ. Λαύρα συγκεντρώθηκαν για σύσκεψη
στις 14 Μαρτίου του 1821 εκείνοι οι
πρόκριτοι του Μοριά που είχαν αποφύγει
να πάνε στην Τριπολιτσά, όπου τους είχαν
καλέσει οι Τούρκοι, ως απόδειξη για την
πίστη τους και την υποταγή τους. Εκεί,
έντρομοι και απελπισμένοι, συζητούσαν
για το ποια θα έπρεπε να είναι η στάση
τους απέναντι στην προγραμματισμένη για
τις 25 Μαρτίου επανάσταση. Τότε, αφού
ακούστηκαν διάφορες προτάσεις πανικού
και απελπισίας, πρυτάνευσε τελικά η
πρόταση του Φωτήλα για έγκριση της
επικείμενης επανάστασης και συμμετοχή
τους σ’ αυτήν. Αμέσως μετά την αποδοχή
της πρότασης Φωτήλα διασκορπίσθηκαν[21]. Σ’
αυτήν την σύσκεψη της Αγ. Λαύρα
συμμετείχε και ο Π.Π. Γερμανός, ο οποίος
και ευλόγησε, σύμφωνα με κάποιες
μαρτυρίες, στις 17 του Μάρτη, δηλαδή
ανήμερα στο πανηγύρι του μοναστηριού,
την έναρξη της επανάστασης με την τέλεση
δοξολογίας και με την ορκωμοσία των
αγωνιστών[22]. Ο Π.Π. Γερμανός λοιπόν
βρέθηκε πραγματικά στην Αγ. Λαύρα, όχι
όμως στις 25 Μαρτίου αλλά λίγες μέρες
νωρίτερα, όποτε και ευλόγησε και τα ιερά
όπλα και των επαναστατών. Αυτή
η συγκέντρωση των αγωνιστών στην Αγ.
Λαύρα, λίγο αργότερα μετατοπίσθηκε
χρονικά από τις 14 στις 25 Μαρτίου. Και
αυτό έγινε μάλλον από καθαρή σύγχυση.
Άλλωστε, το ότι ο Π.Π. Γερμανός στις 25
Μαρτίου δεν ήταν στην Αγ. Λαύρα το
πληροφορούμαστε από τα ίδια τα
απομνημονεύματά του, όπου δεν αναφέρει
απολύτως τίποτε γι’ αυτό. Η Αγ. Λαύρα
λοιπόν δεν είναι ούτε ένα ανύπαρκτο
γεγονός, ούτε, πολύ περισσότερο, ένας
μύθος τον οποίον δημιούργησε η εκκλησία,
όπως με τόσο φανατισμό και πείσμα
προσπαθούν να μας πείσουν οι
προοδευτικοί ιστορικοί. Είναι απλώς μια
χρονολογική σύγχυση λίγων ημερών, για
την δημιουργία της οποίας ούτε ο Π.Π.
Γερμανός ούτε κάποιος άλλος κληρικός
έχει την παραμικρή ευθύνη. Άλλωστε,
το ξαναλέμε εδώ και πάλι, η εκκλησία δεν
είχε κανέναν λόγο ούτε και καμιά ανάγκη
να φτιάξει πάνω στην ημερομηνία της 25ης
Μαρτίου οποιονδήποτε μύθο, γιατί αυτή
ήταν μια ημερομηνία που δεν την επέλεξε
ούτε την «έπλασε» η ίδια η εκκλησία, αλλά
την είχε καθορίσει από το 1820 ο ίδιος ο
Υψηλάντης. Ποιος
όμως μίλησε πρώτος για την κήρυξη της
επανάστασης στην Αγ. Λαύρα στις 25
Μαρτίου, δημιουργώντας έτσι και
διαδίδοντας τον σχετικό «μύθο»; Κάποιος
παπάς, κάποιος δεσπότης; Καθόλου. Ένας
λαμπρός Ευρωπαίος, ο Γάλλος Πουκεβίλ,
στην Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως
που εξέδωσε το 1824. Όταν
λοιπόν ο κ. Κρεμμυδάς και όσοι τον
ακολουθούν, εξακολουθούν να θεωρούν πως
«προκειμένου να συνδεθεί η Εκκλησία με
το Έθνος κατασκευάστηκε ένας από τους
πιο ανθεκτικούς ιστορικούς μύθους»[23],
στολίζοντας μάλιστα γι’ αυτό την
εκκλησία με έναν σωρό χαρακτηρισμούς,
τους οποίους αναφέραμε παραπάνω, είναι
απολύτως βέβαιον πως δεν ακολουθούν
ούτε κατ’ ελάχιστον την «επιστημονική
έρευνα», την «νηφάλια επιστημονική
διαπραγμάτευση» και την «αυστηρή
ιστορική μέθοδο», στην οποίαν ευκαίρως -
ακαίρως ομνύουν[24]. Αντίθετα,
διασπείρουν ένα ιστορικό ψεύδος[25],
διαπλάθουν έναν προοδευτικό αντι-μύθο,
με μια προπέτεια και μια επιθετικότητα
που είναι βέβαια απαράδεκτη για κάθε
ψύχραιμο και αντικειμενικό άνθρωπο. Και
επειδή έχει παραγίνει το κακό με τον
μύθο για τους «μύθους» της εκκλησίας
σχετικά με το ’21, κάποιοι αποδομητές
ιστορικοί προσπαθούν τώρα να είναι όσο
πιο προσεχτικοί μπορούν. Έτσι, ο Σ.
Παπαγεωργίου περιγράφει με ιδιαίτερη
ακρίβεια την προέλευση του «μύθου» της
Αγ. Λαύρας αποκλειστικά και μόνον από
την πέννα του Πουκεβίλ[26]. Στο τέλος
βέβαια δεν παραλείπει να παρατηρήσει
πως αν και υπεύθυνος για την δημιουργία
του «μύθου» (δηλαδή της συγκεκριμένης
ιστορικής σύγχυσης) είναι ο Πουκεβίλ, η
εκκλησία βολεύτηκε πολύ μ’ αυτόν, αφού η
ημερομηνία αυτή είναι ο μοναδικός
συνδετικός αρμός της με την επανάσταση,
μιας και η 25η Μαρτίου είναι η γιορτή του
Ευαγγελισμού[27]. Το
ότι ο κ. Παπαγεωργίου ανακάλυψε τον
Πουκεβίλ λίγο δεν είναι. Τόσο που έκαμε,
μεγάλη δόξα. Άλλωστε, δεν πρέπει ποτέ να
ξεχνάμε πως καθηγητές της περιωπής ενός
Κρεμμυδά τον Πουκεβίλ τον αγνοούν
πλήρως! Αυτό μας κάνει να ελπίζουμε πως
κάποια μέρα ο κ. Παπαγεωργίου θα
ανακαλύψει ΚΑΙ τα απομνημονεύματα του
αγωνιστών ΚΑΙ την Ιστορία του Τρικούπη
αλλά Κ Α Ι την Ιστορία του Ελληνικού
Έθνους! Για να μάθει και αυτός, τέλος
πάντων, ποιος «παπάς» όρισε την 25η
Μαρτίου να είναι το ξεκίνημα της
επανάστασης, ακριβώς για να συνδεθεί
άμεσα, άρρηκτα και μια για πάντα ο
εθνικός με τον χριστιανικό ευαγγελισμό...
Απόλυτα
ακριβές είναι και το γεγονός πως ο Π.Π.
Γερμανός ευλόγησε τα όπλα της
επανάστασης. Και αν δεν τα ευλόγησε στις
25 του Μάρτη στην Αγ. Λαύρα, τα ευλόγησε
στις 23 του Μάρτη[28] στην Πάτρα, την πρώτη
– πρώτη μέρα της επανάστασης (όπως την
θέλουν άλλωστε και οι προοδευτικοί
ιστορικοί), όπου όρκισε τους πατρινούς
επαναστάτες στην πλατεία του Αγ.
Γεωργίου, στον σταυρό τον οποίον ύψωσε
εκεί[29]. Με
αφορμή το παραπάνω γεγονός, μπορούμε εδώ
ευρύτερα να παρατηρήσουμε πως η
παρουσία του κλήρου είναι άρρηκτα
συνδεδεμένη με την επανάσταση από την
πρώτη ημέρα που αυτή ξέσπασε, και αυτό
είναι πέρα από κάθε αμφισβήτηση. Έτσι,
την ίδια μέρα που ο Π.Π. Γερμανός
ευλογούσε τα όπλα στην Πάτρα, στην
Καλαμάτα 24 ιερείς και ιερομόναχοι
μπροστά στον ναό των Αγ. Αποστόλων
ευλόγησαν, ύστερα από μια συγκινητική
δοξολογία, τις ελληνικές σημαίες και
όρκισαν τους αγωνιστές[30]. Το ίδιο έγινε
και στην Ρούμελη από τον επίσκοπο
Σαλώνων Ησαΐα. Επίσης, ο Έλους Άνθιμος,
αυτή η ηρωική και τόσο άδικα ξεχασμένη
μορφή του αγώνα, δεν έχανε την ευκαιρία
να ευλογεί τα όπλα σε όποια περιοχή κι αν
πήγαινε. Το
πιο εκπληκτικό όμως δεν είναι πως η
Εκκλησία ευλόγησε την έναρξη της
επανάστασης στον ελλαδικό χώρο, αλλά ότι
πιο πριν είχε ήδη ευλογήσει την έναρξη
της επανάστασης από τον Υψηλάντη στην
Μολδοβλαχία! (Αυτή κι αν δεν είναι η
πρώτη – πρώτη μέρα της επανάστασης!) Πιο
συγκεκριμένα, στις 26 Φεβρουαρίου 1821, σε
μια μεγαλόπρεπη τελετή, ο μητροπολίτης
Ιασίου Βενιαμίν ευλόγησε μέσα στον ναό
των Τριών Ιεραρχών την σημαία της
επανάστασης και περίζωσε τον Υψηλάντη
με το ξίφος του, υπό τον ξέφρενο
ενθουσιασμό των στρατιωτών και του
πλήθους[31]. Ένα εκπληκτικό γεγονός, που
έχει όμως αποκρυβεί εντελώς όχι μόνον
από τα ιστορικά μας συγγράμματα, αλλά
ακόμη και από τα σχολικά μας βιβλία.
Ειδικά αυτή η τελετή του Ιασίου
αποδεικνύει περίτρανα πως όχι μόνον δεν
είναι μύθος το ότι η εκκλησία ευλόγησε
τα λάβαρα και τα όπλα του αγώνα, αλλά ότι
η όντως αλήθεια είναι πως τα ευλόγησε
από την πρώτη κιόλας μέρα της έναρξής
του! Από
όσα αναφέραμε πιο πάνω, μπορούμε εντέλει
να πούμε πως μάλλον αδικημένος είναι ο
κλήρος από τις αναφορές της ιστορικής
επιστήμης, αλλά ακόμη και των σχολικών
βιβλίων, ως προς την συμβολή του στην
έναρξη της επανάστασης, παρά ευνοημένος… |