|
|
Διπλωματία
Ελλάδας και Τουρκίας “Ένας
Παραλληλισμός 2ον”.
Του
Θωμά Στεφ. Σάρα Η
πρώτη επιστολή του Τούρκου Πρέσβη Aydemir
Erman, στάλθηκε με ημερομηνία
22 του Φλεβάρη του 2007 και κοινοποιήθηκε
στον Υπουργό Πολυπολιτισμού του Καναδά
και τον Υπεύθυνο γενικό Διευθυντή
για την Κεντρική, Ανατολική και
Νότια Ευρώπη, από κοινού με έναν αριθμό
αντιπροέδρων του Συμβουλίου. Προσωπικά
θεώρησα αστείο να ασχοληθώ με το
απαράδεκτο ύφος της επιστολής και
ομολογώ ότι την παράβλεψα χωρίς καμία
απάντηση, μολονότι ενημέρωσα σχετικά
την διοίκηση και τα μέλη του οργανισμού.
Στις 24 Ιουλίου του 2007, ο Τούρκος Πρέσβης
Ayderim Erman, μου έστειλε δεύτερη επιστολή,
την οποία την φορά αυτή κοινοποίησε στον
Υπουργό Πολυπολιτισμού, το γραφείο του
Πρωθυπουργού του Καναδά, την Γραμματέα
του υπουργικού συμβουλίου, τον γενικό
διευθυντή της περιοχής της
νοτιοανατολικής Ευρώπης, από κοινού με
ορισμένα υψηλόβαθμα μέλη της διοίκησης
του Συμβουλίου Συντακτών.
Η επιστολή εκείνη άρχιζε με μια
διαμαρτυρία για το ότι δεν έδωσα καμία
απάντηση στην προηγούμενη επιστολή του
και κατέληγε ότι πέραν του ότι παράβλεψα
τελείως την επιστολή του ισχυρίζομαι
δημόσια ότι με την σύνταξη και αποστολή
μιας παρόμοιας επιστολής η πρεσβεία του
παρενέβη στις εσωτερικές υποθέσεις του
Καναδά και ότι ο ίδιος ζήτησε την
παραίτησή μου. “Η επιστολή μου εκείνη,
έγραφε, αποτελούσε το μοναδικό πρώτο
μέτρο που έλαβα σαν αντίμετρο στην
ανοικτή δημόσια επίθεση
του Συμβουλίου Συντακτών , ενάντια
της Τουρκίας και του Τουρκικού λαού τον
οποίο αποκαλείς βάρβαρο και φασίστα. ”
“Σαν αποτέλεσμα, εάν αυτοί σου οι
ισχυρισμοί δεν έρχονται σε αντίθεση με
το αξίωμα που κατέχεις στον οργανισμό,
τουλάχιστον δεν θα μπορούσαν να
θεωρηθούν ότι γίνονται μέσα στα πλαίσια
των περιθωρίων που επιβάλλει η καλή
θέληση και η έντιμη άσκηση της εξουσίας.” “Θα
θυμάσαι ασφαλώς ότι η πρώτη μου επιστολή
υπερήφανα είχε κοινοποιηθεί
στο Υπουργείο Εξωτερικών του Καναδά
και τον εντιμότατο Jason Kenney, υπουργό
Πολυπολιτισμού και Καναδικής
ταυτότητας. Παρ’
όλα αυτά μέχρι σήμερα δεν έχω πάρει
καμία απάντηση από
αυτούς με την οποία έστω και τυπικά να
υποστηρίζουν τους ισχυρισμούς σου. Ως εκ
τούτου ομολογώ την αγανάκτησή μου καθώς
πληροφορούμαι ότι κατά την διάρκεια της
προσωπικής σου συνάντησης με τον
εντιμότατο Στήβεν Χάρπερ, πρωθυπουργό
του Καναδά κατηγόρησες εμένα και την
πρεσβεία για παρανομίες με παρόμοιες
φανταστικές υποθέσεις. ”
“Το μοναδικό που έχω να προσθέσω
είναι ότι ο αντιτουρκισμός σου είναι
τόσο δυνατός ώστε κάλυψε τελείως τη
δυνατότητα της νωθρής σκέψης, ένα
γεγονός το οποίο αποδεικνύει την
αδυναμία σου να τιμήσεις τις αρχές και
διακηρύξεις που αναφέρονται στην
επίσημη ηλεκτρονική σελίδα του
οργανισμού σας, λυπάμαι αλλά θέλω να
τονίσω ότι άρχισες μια έντονη και άδικη
εκστρατεία εναντίον μας. Παρ’ όλα αυτά
και εξ αιτίας του σεβασμού που τρέφω στο
επάγγελμα που εξασκείς και το ίδρυμα που
εκπροσωπείς, είμαι έτοιμος, εάν το
επιθυμείς, να σε βοηθήσω με την προσφορά
περισσότερων πληροφοριών και γεγονότων
σχετικών με την Τουρκία. Τη πολιτική και
τον πολιτισμό της χώρας. Θα ήθελα ωστόσο
προηγουμένως να σου ζητήσω να
αναθεωρήσεις την
αρνητική στάση σου και να απολογηθείς
για τις άδικες και απαράδεκτες
επιθέσεις. Ακόμα και εάν αυτές μου οι
εκκλήσεις δεν βρουν ανταπόκριση από
πλευράς σου, προσωπικά πιστεύω ότι έχεις
το λιγότερο την υποχρέωση να σεβαστείς
το νομικό δικαίωμα και τους ηθικού
κανόνες που σου επιβάλει το αξίωμα το
οποίο κατέχεις.” Ομολογώ
ότι το θράσος της επιστολής του Τούρκου
πρέσβη, ειλικρινά με προβλημάτισε. Έτσι
λοιπόν στις 14 του Ιούλη του 2007, αποφάσισα
να απαντήσω στον ίδιο και την κυβέρνηση
της Άγκυρας με δική μου επιστολή την
οποία κοινοποίησα στον πρωθυπουργό του
Καναδά, τον εντιμότατο Στήβεν Χάρπερ,
τον υπουργό Τζέϊσον Κέννεη, την Σύμβουλο
του Πρωθυπουργού για θέματα ασφάλειας,
το υπουργείο εξωτερικών του Καναδά,
διεύθυνση της ΝοτιοΑνατολικής Ευρώπης
και σε όλα τα μέλη του Συμβουλίου
Συντακτών. Μία
Απάντηση. Αυτή
η επιστολή, έγραφα, έρχεται για να σας
διαβεβαιώσει για την
παραλαβή της δικής σας της 4ης του
Ιούλη, 2007, και συνέχιζα: “Κάτω από ομαλές
συνθήκες ομολογώ ότι προτιμώ να μην
εμπλέκομαι σε διάλογο με τα μέλη των
διπλωματικών αποστολών στην Οτάβα.
Παρόλα αυτά όμως σήμερα κάνω κάποια
εξαίρεση με αυτή μου την απάντηση στην
επιστολή σας. Με αυτή δε την ευκαιρία
θέλω να ξεκαθαρίσω ορισμένα σημεία
αναφοράς στην επιστολή που μου στείλατε.” “Κατ΄αρχήν
, θα μου επιτρέψετε να σας υπενθυμίσω ότι
όταν το Συμβούλιο πέρασε διακήρυξη με
την οποία αναγνώριζε την Γενοκτονία των
Αρμενίων από τους Οθωμανούς Τούρκους, ο
πρώτος γραμματέας της πρεσβείας σου
επισκέφθηκε υπάλληλο του υπουργείου
πολιτισμού του Καναδά, στον οποίο έδωσε
τα διαπιστευτήριά του και προσπάθησε να
του υποδείξει και επιβάλλει πολιτική,
τόσο στον ίδιο όσο και τα μέλη του
τμήματος του με τον ισχυρισμό ότι: Η
διεύθυνση αυτή πρέπει αμέσως να πάψει να
συνεργάζεται με
τον Σάρα και την ομάδα του, επειδή,
σύμφωνα με τους φακέλους της πρεσβείας,
ο Σάρας συνεργάζεται με τρομοκρατικά
στοιχεία και οργανώσεις καθώς επίσης
ότι η εφημερίδα των Αρμενίων Ορίζοντες,
χρηματοδοτείται από τρομοκράτες και θα
πρέπει αμέσως να πάψει κάθε επαφή της
Καναδικής κυβέρνησης με αυτούς.” Ακόμα,
ο ίδιος διπλωμάτης απαίτησε και διέταξε
τον Καναδό αξιωματούχο του υπουργείου
να πάψει αμέσως κάθε συνεργασία και
υποστήριξη προς τον Σάρα και τον
οργανισμό που υπηρετεί αυτός. Την
ταυτότητα του εν λόγω Δημοσίου
Υπαλλήλου την αναφέρω σε όλους τους
Καναδούς παραλήπτες της παρούσας για να
εξακριβώσουν το βάσιμο των ισχυρισμών
μου. Άλλά όμως αυτή η ενέργεια του
επισήμου σας το λιγότερο που θα μπορούσε
να χαρακτηρισθεί θα ήταν αντί
επαγγελματική και απαράδεκτη.
Αποτελούσε παρεμβατισμό στις υποθέσεις
ενός ανεξάρτητου επαγγελματικού
οργανισμού. Κάτι που δεν τολμά να κάνει
ακόμα και αυτή η Καναδική κυβέρνηση.
Οφείλω να ομολογήσω ότι τόσο ο δημόσιος
υπάλληλος ανέφερε το συμβάν στους
προϊσταμένους του, όπως έκανα και εγώ
κατά την διάρκεια επίσκεψής μου στην
υπουργό πολιτισμού και τον φίλο μου
καθηγητή Bill
Graham,
υπουργό εξωτερικών του Καναδά. Το
γεγονός αυτό δεν θελήσαμε να το δώσουμε
μεγαλύτερη σημασία, εξ αιτίας του ότι ο
υπουργός εξωτερικών μου ζήτησε να το
“παραβλέψω”, λόγω του ότι οι
πρακτικές αυτού του είδους είναι πολύ
καλά γνωστές στους Καναδούς
αξιωματούχους. Παρ’
όλα αυτά όμως, όταν τον Γενάρη του 2007, η
διοίκηση του Συμβούλιου Συντακτών
πέρασε ένα δεύτερο ψήφισμα
καταδικάζοντας την Τουρκική διοίκηση
για το γεγονός της αδυναμίας της να
προστατεύσει τον άτυχο Χραντ Ντινκ, ο
οποίος δολοφονήθηκε σαν σκυλί, είναι δε
γνωστό ότι η
κυβέρνηση της Άγκυρας προσπάθησε να
παραστήσει “το αθώο παιδί” για ακόμα
μια φορά, τιμώντας και πάλι τις
ιστορικές παρακαταθήκες των Τουρκικών
διοικήσεων. Παραδέχομαι
ότι το Συμβούλιο αποδέχθηκε και
ενσωμάτωσε μέσα στο κείμενο της
διακήρυξης τις προτάσεις “Το φασιστικό
κατεστημένο της Άγκυρας” καθώς επίσης
“αυτή η βαρβαρική ενέργεια αποτελεί ένα
εμφανές παράδειγμα της βίας και
δολοφονικής παραδοχής που αυτή η χώρα
χρησιμοποιεί, ενάντια στις αρχές της
ελεύθερης έκφρασης και τα δικαιώματα
των μειονοτήτων που ζουν κάτω από την
Τουρκική διοίκηση”, μια πραγματικότητα
γνωστή σε κάθε
πολιτικό παρατηρητή των πολιτικών
πραγμάτων της Τουρκίας. Αντιλαμβάνομαι
ότι αυτές οι δύο εκφράσεις είναι πιθανόν
να σας προβληματίζουν, τόσο εσένα όσο
και την κυβέρνηση της Άγκυρας, καθώς
αντικατοπτρίζουν ακριβώς τις πολιτικές
πραγματικότητας της χώρας σας.
Αισθάνομαι πραγματικά συμπάθεια για σας,
πλην όμως είμαστε υποχρεωμένοι να
ενεργήσουμε σύμφωνα με τους κανόνες και
προβλέψεις του κώδικα των
επαγγελματικών ηθών του οργανισμού. Σαν
δημοσιογράφοι οι οποίοι έχουν αφιερώσει
τη ζωή τους στην υπηρεσία της
δικαιοσύνης και της αλήθειας, δυστυχώς
δεν έχουμε καμία εναλλακτική λύση από
του να εντοπίσουμε και δημοσιεύσουμε τα
γεγονότα. Σχετικά με τις κοινοποιήσεις
της επιστολής σου στα διάφορα τμήματα
της Καναδικής διοίκησης, θα μου
επιτρέψεις να σου πω ότι η ενέργεια δεν
μας προβληματίζει και ούτε έχει καμία
σχέση με μένα ή και τον οργανισμό που
προεδρεύω. Είμαστε δημοσιογραφικός
οργανισμός, ανεξάρτητος, ο οποίος δεν
έχει καμία σχέση με καμία κυβέρνηση
καθώς εργαζόμαστε για την υπόθεση της
δικαιοσύνης, της ισότητας και του
σεβασμού των δικαιωμάτων του ανθρώπου
και πολίτη για όλους ανεξαιρέτως τους
Καναδούς. Το
γεγονός αυτό, έφερα στην προσοχή του
εντιμότατου Στήβεν Χάρπερ, κατά την
διάρκεια της πρόσφατης συζήτησης
στρογγυλής τράπεζας, εξ αιτίας του
γεγονότος της συστηματικής
ηλεκτρονικής εκστρατείας που το γραφείο
σου έχει αρχίσει εναντίον του προέδρου
αυτού του οργανισμού με την λήψη
εκατοντάδων ηλεκτρονικών μηνυμάτων την
περίοδο των τελευταίων δέκα ημερών με τα οποία χαρακτηρίζομαι ως
εχθρός της Τουρκίας και μου ζητούν να
παραιτηθώ. Οργανωμένη
εκστρατεία: Είναι
ολοφάνερο ότι αυτή ήταν μια οργανωμένη
εκστρατεία από το περιεχόμενο των
επιστολών που παρέλαβα. Το πνεύμα και ο
τρόπος διατύπωσης όλων των επιστολών
είναι όμοιος, όπως ακριβώς και το
περιεχόμενο. Ορισμένοι μάλιστα από τους
υπογράφοντες δεν φρόντισαν ούτε να
ισχυρισθούν ότι τάχα είναι
δημοσιογράφοι. Είναι δε καταπληκτικό το
ότι αυτοί οι μη δημοσιογράφοι
επισκέφθηκαν την ηλεκτρονική ιστό
σελίδα κάποιου επαγγελματικού
δημοσιογραφικού οργανισμού στο
διαδίκτυο, και ενεπλάκησαν σε μια
διαφωνία η οποία στην ουσία των επιχειρημάτων της ήταν παρόμοια. Θεωρώ
ακόμα υποχρέωσή μου, στο σημείο αυτό να
φέρω στην προσοχή σας ορισμένους από
αυτούς τους ισχυρισμούς, οι οποίοι
έγιναν από αποστολείς με υπογραφές όπως
εκείνη του “Berna
Guindi”,
ο οποίος γράφει: “Που βρισκόσουν τα τέλη
της δεκαετίας του 1970 όταν τρομοκρατικές
οργανώσεις των Αρμενίων σκότωσαν
περισσότερους από 80 Τούρκους διπλωμάτες
και δημοσιογράφους, ένας από αυτούς
μάλιστα ήταν στρατιωτικός ακόλουθος της
Τουρκίας στο Καναδά”. Γιατί λοιπόν αυτά
τα διπλά μέτρα και σταθμά... Ίσως δεν
γνωρίζεις ότι ο κάθε πόλεμος έχει τις
δικές του ηθικές αξίες, εάν πολεμήσεις
έντιμα και νικήσεις τότε αισθάνεσαι
ευτυχισμένος και επιτυχής, όχι σαν
ορισμένες χώρες και τους Αρμένιους.” Η
επιστολή αυτή κάνει ολοφάνερο εκείνο
που πιστεύω προσωπικά ότι είναι η
πολιτική εικόνα και ο πολιτισμός του
Τουρκικού λαού. Η
εκστρατεία έπαψε ξαφνικά, όπως και είχε
αρχίσει ύστερα από την επίμονη απάντησή
μου σε όλους τους αποστολείς ότι δεν
πρόκειται να δεχθούμε υποδείξεις από
πολίτες ή και την τουρκική διοίκηση για
το πως θα διοικηθεί ο οργανισμός μας.
Ορισμένα από αυτά τα ηλεκτρονικά
μηνύματα μάλιστα φρόντισα να τα
κοινοποιήσω στο γραφείο σας. Αυτό
ακριβώς ήταν και το πνεύμα της
παρέμβασης μου στον πρωθυπουργό του
Καναδά, έναν νεαρό πολιτικό της νέας
γενιάς, το οποίο διακατέχει και
διακρίνει θάρρος και πάθος για την
αλήθεια και τη δικαιοσύνη, καθώς επίσης
και έναν πατριώτη ο οποίος δεν μπορεί να
ανεχθεί ενέργειες όπως αυτές που
αναφέρθηκα νωρίτερα σε αυτήν την
επιστολή. Και πέραν όλων των άλλων, ο
Καναδάς είναι μια χώρα με μεγάλη καρδιά.
Ο πρωθυπουργός μας είχε το θάρρος και
την ειλικρινά να εκφράσει τις απολογίες
της κυβέρνησης σε όλους του πολίτες οι
οποίοι για διαφόρους λόγους αδικήθηκαν
από την διοίκηση της χώρας τον περασμένο
αιώνα. Στην επιστολή σου με κατηγορείς
ότι διακατέχομαι αρνητικά έναντι της
Τουρκίας και ότι δεν εφαρμόζω τις αρχές
και τους στόχους που αναφέρονται στην
ηλεκτρονική σελίδα μας στο διαδίκτυο. Με
κάθε σεβασμό στο γραφείο που
εκπροσωπείς θα μου επιτρέψεις να σου
διαβεβαιώσω ότι το γραφείο μου και ο
οργανισμός που ο ίδιος εκπροσωπώ
εργαζόμαστε προκειμένου να επιβληθούν
αυτές οι αρχές στους κατοίκους όλης της
γης. Όσο
για τον ισχυρισμό σου γύρω από την
πραγματικότητα σε σχέση με την Τουρκία,
την τουρκική πολιτική και πολιτισμό, θα
μου επιτρέψεις να σου γνωρίσω ότι είχα
τη τύχη να διδαχθώ σχετικά με τις
πολιτιστικές αρχές της Τουρκίας από τα
αριστουργήματα των Γάλλων μεγάλων της
τέχνης Monet and Delacroix, και τα έργα του Λόρδου
Βύρωνα, του Βίκτωρ Ουγγό και άλλων
εργατών του πνεύματος της εποχής
εκείνης. Σε
ότι αφορά δε το πολιτικό σκηνικό της
Τουρκίας, παρακαλώ επιτρέψτε μου να σας
υπενθυμίσω την Γενοκτονία ενός και
μισού εκατομμυρίου Αρμενίων, ενός
εκατομμυρίου Ελλήνων του Πόντου, της
Σμύρνης, της Κωνσταντινούπολης και των
νησιών του Αιγαίου καθώς επίσης και ενός
εκατομμυρίου Ασσυρίων και άλλων
Χριστιανικών λαών της χώρας που
εκπροσωπείς. Πέραν αυτού, το 1974 η χώρα
σας εισέβαλε ενάντια στην μικρή
δημοκρατία της Κύπρου, όπου οι δυνάμεις
εισβολής σκότωσαν, βιάσαν αθώα
γυναικόπεδα και γέροντες και
κατέστρεψαν την περιοχή της γης που
κατέλαβαν, δημιουργώντας έτσι μια νέα
κρίση προσφύγων καθώς υποχρέωσαν την
αναγκαστική φυγή 250.000 κατοίκων του
νησιού από τις πατρικές τους εστίες.
Έκτοτε η Τουρκία συνεχίζει να κατέχει το
σαράντα τις εκατόν του εδάφους αυτού του
έθνους, παραβλέποντας 95 αποφάσεις του
Συμβουλίου Ασφάλειας των Ηνωμένων Εθνών
και άλλα 14 ψηφίσματα της Γενικής
Συνέλευσης, να αποσύρει τις δυνάμεις της
και να επιτρέψει στους κατοίκους του
νησιού να επανενωθούν. Επιπροσθέτως
σύμφωνα
με
τον
καθηγητή
Noam Chomsky, στο
βιβλίο
του
Perilous Power, page 125), αναφέρει:
“In the 1990s, the United States was providing80 percent of Turkey’s
arms, including heavy equipment, while major atrocities were taking place.
Large parts of southeastern Turkey were just wiped out, thousands of
villages destroyed, the population driven out… according to Kurdish
sources, which are pretty careful, there were maybe up to 3 million
refugees. The person who is now the mayor of Diyarbakir was head of the
Kurdish human rights group which estimated that there were 50,000
Killed…” Στις
7 του Μάρτη του 2007, η Βρετανική εφημερίδα
“Ιντεπέντεντ”, σε ένα άρθρο της με τον
τίτλο “Επιβολή σιωπής:Ο πόλεμος των
εθνικιστών εναντίον των ανθρώπων του
πνεύματος της Τουρκίας” ανέφερε ότι
πολλοί διανοούμενοι στην
Κωνσταντινούπολη αντιμετωπίζουν την
φοβέρα του θανάτου. Στις
7 του Απρίλη, 2007, άγνωστοι επιτέθηκαν και
σκότωσαν τρεις πολίτες Γερμανικής
καταγωγής οι οποίοι εργαζόταν σε
κα΄ποιον εκδοτικό οίκο ο οποίος διέθετε
Βίβλους στην ανατολική πόλη Μαλατία. Τον
Ιούλη του 2007, δύο Τούρκοι δημοσιογράφοι
Αρμενικής καταγωγής συνελήφθησαν χωρίς
καμία διαδικασία και οδηγήθηκαν στα
δικαστήρια επειδή ζήτησαν από την
διοίκηση να σεβαστεί τα πολιτιστικά
δικαιώματα και παραδόσεις των κατοίκων
της Τουρκίας Αρμενικής καταγωγής. Στις
10 του Ιούλη του ιδίου έτους, άλλο ένα
άρθρο το οποίο δημοσιεύθηκε στο F18News υπό
τον τίτλο “Τουρκία οι επικίνδυνες
συνέπειες της
μη επίδειξης ανοχής έναντι των
θρησκευτικών μειονοτήτων της χώρας”
του Δρ. Οτμάρ Όχριγκ, επικεφαλής του
γραφείου Ανθρώπινων δικαιωμάτων, έγραφε
ότι η κυβέρνηση της Τουρκίας απέτυχε εδώ
και χρόνια να περιορίσει τις διακρίσεις
εναντίον των θρησκευτικών μειονοτήτων
της χώρας με την άρνησή της να
διασφαλίσει νομικά τη θέση τους μέσα στη
Τουρκική κοινωνία ή και να λάβει μέτρα
ενάντια των επισήμων της διοίκησης που
δεν νοούν να επιδείξουν ανοχή, του τύπου
και τα σχολικά βιβλία.” “Στις 10 του
Ιούλη του 2007, υπήρχαν ειδήσεις στον τύπο
ότι γινόταν συγκέντρωση στρατιωτικών
τμημάτων στα σύνορα με το Ιράκ. Σύμφωνα
με την ειδησεογραφία
των εφημερίδων Aksam
and Hurryet,
140.000 καλά εξοπλισμένων ανδρών του
Τουρκικού στρατού έλαβαν θέση μάχης.
Πέραν τούτου τα αεροσκάφη της πολεμικής
σας αεροπορίας καθημερινά σχεδόν
παραβιάζουν τον εναέριο χώρο ενός άλλου
γείτονά της χώρας σας της Ελλάδας
δημιουργώντας επικίνδυνο κλίμα για την
ασφάλεια της περιοχής.” Τελικά,
έγραφα, η τελευταία παράγραφος της
επιστολής σου μου κάνει να πιστέψω ότι
και εσείς προσωπικά πάσχετε από τα
Οθωμανικά συμπλέγματα υπεροψίας για την
Τουρκική ράτσα, και τέλειωνα με την
φράση “Για ακόμα μια φορά σας ευχαριστώ
που μου δώσατε την ευκαιρία να εκφράσω
σα σας τα προσωπικά μου αισθήματα και
εκείνα των μελών της οργάνωσης.” Πιστεύω
ότι μου είχε δοθεί μια μοναδική ευκαιρία
έκφρασης της πραγματικότητας, όχι μόνον
στο πρεσβευτή μα ακόμα περισσότερο στην
υπεύθυνη κυβέρνηση του Καναδά, των ΗΠΑ
την διοικητική επιτροπή της Ευρώπης, την
Άγκυρα και τα Ηνωμένα Έθνη. Το
σπουδαιότερο είναι ότι σαν αποτέλεσμα
εκείνης της επιστολής έλαβα αναρίθμητα
συγχαρητήρια μηνύματα από εκπροσώπους
διαφόρων χωρών, εκτός βέβαια της Ελλάδας
και Κύπρου. Μολονότι
περίμενα την αντίδραση του πρέσβη, αυτή
δεν ήλθε ποτέ. Αντιθέτως μάλιστα, κατά
την διάρκεια των γιορτασμών του
Ραμαζανιού ο πρόεδρος των Τουρκικών
κοινοτήτων του Καναδά μου έστειλε μια
πρόσκληση και μου ζητούσε να γιορτάσω
την μεγάλη γιορτή των Μωαμεθανών
οικογενειακά με την δική του οικογένεια
και αργότερα να λάβω μέρος στις ειδικές
εκδηλώσεις της Τουρκικής οργάνωσης για
τον διάλογο μεταξύ των διαφόρων
θρησκειών. Τις ίδιες προσκλήσεις έλαβα
και την επόμενη χρονιά σε μια μάλιστα
από αυτές παραβρέθηκα με την γνωστή
ομογενή Ειρήνη Κερογλίδου, μείναμε δε
βουβοί και οι δύο από την λεπτή πρακτική
προπαγάνδας που εφαρμόζεται από τους
διοργανωτές. Να γιατί πάντα κερδίζουν οι
Τούρκοι. Απλούστατα γνωρίζουν πως να
δημιουργούν φίλους και να τους πείθουν
για τα αγαθά τους αισθήματα. Σε
ευχαριστώ Ειρήνη. |