|
||
|
||
Ασπασία
Παπακωνσταντίνου
Σχολιάζοντας
το «Ήλιε της καρδιάς μου»
Είναι γοητευτικό, όμορφο και ωραίο
να ακούς το κελάηδημα ενός πουλιού, ενός
πουλιού που πέταξε στα βουνά και στους
κάμπους, που δροσίστηκε απ’ τα
κρουσταλλένια νερά των Αγράφων, που
τραγούδησε τραγούδια των μουσών και της
φύσης το κάλος, που γεύτηκε τον καημό και
τη νοσταλγία, που έζησε τον πόνο και τη
θλίψη, που ταξίδεψε πάνω από ωκεανούς
και βρέθηκε σε μακρινές πολιτείες, μέχρι
που κάποια μέρα γύρισε στην πατρίδα.
Έχοντας διπλό το νόστο στα φτερά του,
την αειθαλή δίψα του τραγουδιού και τα
πολλά ακούσματα απ’ την ξένη, κάπου στη
μεγάλη από μπετόν πόλη, Αθήνα, φώλιασε κι
από κει συνεχίζει το αέναο τραγούδι του,
αγνό και άφτιαχτο, όπως το χάρισε η
μητέρα φύση. Πνεύμα ανήσυχο και
ερευνητικό γυρνά τόπους και λιβάδια,
αφουγκράζεται να βρει και άλλες φωνές να
βάλει και τη δική του και μαζί με τ’ άλλα
πουλιά να τραγουδήσουν την άνοιξη.
Και τη βρήκε, η Ασπασία
Παπακωνσταντίνου, την άνοιξη, να ανθεί σ’
ένα περβόλι με χιλιάδες πουλιά, με μύρια
άνθη να μοσχοβολούν και να μεθούν τα
κελαηδήματά τους κι εκεί έστησε τη δική
της φωλιά και συνεχίζει το τραγούδι...
Πώς αλλιώς θα μπορούσα να περιγράψω
τη συγγραφέα της ποιητικής συλλογής: «Ήλιε
της καρδιάς μου», όταν μέσα απ’ τα
ποιήματά της οι αναφορές της, πλασμένες
με τρυφερό και απαλό λόγο, σε συγκινούν
και σε γοητεύουν, σε ταξιδεύουν μπροστά
και σε γυρίζουν πίσω, σε φέρνουν στο
παρόν και ατενίζουν το μέλλον. Το χτες
της νοερής ανάμνησης και της νοσταλγίας
και το ζοφερό σήμερα, η Ασπασία
προσπαθεί να τα μεταφέρει στο αύριο, με
την ελπίδα πως μέσα και από τα δικά της
τραγούδια, θα αλλάξει το Εγώ σε Εμείς.
Για όσους δε γνωρίζουν το έργο της
επέλεξα ένα δυο αποσπάσματα, τα οποία
δείχνουν μέρος του χαρακτήρα και του
ποιητικού της πάθος καθώς και την αγάπη,-
έντονο χαρακτηριστικό της- την οποία θα
τη βρούμε στους στίχους της παντού και
διάχυτη. Σε ένα από τα ποιήματά της: «Έφυγε
ο χειμώνας» γράφει: «Άνοιξή μου όμορφη
στα χίλια χρώματά σου
/ παράδεισος είναι η γη μ’ αυτή την
ομορφιά σου.»
Σε κάποιο άλλο «Αηδόνι μου
γλυκόλαλο» ποιώντας το αηδόνι γράφει:
«Αηδόνι μου γλυκό θέλω κι εγώ να ’ρθω /
στο δάσος να σ’ ακούσω / δίπλα με τ’ άλλα
τα πουλιά εσένα
να θαυμάσω / αηδόνι μου σαν φτάσω...»
Σε οικογενειακή ενότητα λεπτά και
μεστά δίνει τις διαστάσεις της μητέρας,
όπως στο: «Μάνα». «Κι έμεινα να
καρτερώ / Το
βλέμμα το θλιμμένο /
και το γλυκό σου γέλιο Αχ!
μάνα μου, φως, της ζωής αγαπημένο...».
Και στο: «Σε πεθύμησα» στο ίδιο
μέτρο γράφει: «Η ορφάνια είναι δύσκολη Και
γιατρειά δεν έχει /
Μάνα στον κόσμο δεν μπορεί
/ κανείς να ξαναέχει...»
Αν και δεν είμαι ειδικός να κρίνω το
έργο της αγαπητής φίλης, Ασπασίας
Παπακωνσταντίνου, ωστόσο με ενδιαφέρον
μελέτησα τα πρωτόλεια ποιήματά της, της
πρώτης συλλογή της, και επίσης με
ενδιαφέρον παρακολουθώ την εξέλιξή της
και τέλος, αφού συγχαρώ την αξιέπαινη
προσφορά της στο απέραντο λιβάδι της
ποίησης, είμαι βέβαιος πως στην επόμενη
ποιητική της συλλογή θα δώσει ό,τι
καλλίτερο από τα κελαηδήματά της.
Γερμανία,
Φλεβάρης του 2005 Φασούλας
Βάιος
|
|