The strong voice of a great community
Ιούνιος 2013

Πίσω στο ευρετήριο

                      Η Κατήχηση.

                                                              Του Γεωργίου Ηλία Διαμαντοπούλου

Πρόσφατα η Ελληνική Κοινωνία του εθνικού κέντρου γνώρισε  μια νέα πρωτοβουλία προέλευσης από την ηγεσία του νέου πολιτικού κόμματος γνωστού με την ονομασία “Χρυσή Αυγή”, το οποίο όμως τα υπόλοιπα,(παραδοσιακά), πολιτικά κόμματα χαρακτηρίζουν ως κόμμα ακραίων ιδεών, προσδοκιών και ενεργειών, παραπλήσιων εκείνων του πρώην φασιστικού κόμματος της Γερμανίας και των υπολοίπων Ευρωπαϊκών φασιστικών κομμάτων των αρχών του περασμένου αιώνα. Είναι γνωστόν ότι το κόμμα αυτό πρωτοεμφανίστηκε στην πολιτική σκηνή της χώρας στις τελευταίες εκλογές της 17ης Ιουνίου του 2012, η δε εκλογική του επιτυχία και η είσοδος του στο Ελληνικό κοινοβούλιο απετέλεσε   κάποιο είδος πολιτικής διαμαρτυρίας του εκλογικού σώματος, έναντι των αποτυχημένων πολιτικών που ασκήθηκαν, από τα παραδοσιακά κόμματα, κατά το παρελθόν. Πολιτικές οι οποίες οδήγησαν τη χώρα στα πρόθυρα της πτώχευσης και τις μεγάλες λαϊκές μάζες σε οικονομική εξαθλίωση. Κύρια αίτια αυτής της νέας πραγματικότητας για την Ελληνική κοινωνία υπήρξαν μια αποτυχημένη και ανεξέλεγκτη οικονομική πολιτική από κοινού με μια διεφθαρμένη δημόσια διοίκηση, η οποία αναδείχθηκε με την ανοχή και βοήθεια των κομμάτων εξουσίας της μεταχουντικής περιόδου. Ήταν επόμενο λοιπόν ο θόρυβος που δημιουργήθηκε από τη νέα αυτή πολιτι8κή εμφάνιση να δημιουργήσει σκεπτικισμό, και μέχρις ενός βαθμού, φόβο για τις μελλοντικές πολιτικές εξελίξεις στη χώρα, δεδομένου ότι η ηγεσία της “Χρυσής Αυγής” διεκήρυσσε την πρόθεσή της για την δημιουργία σχολείων και την ελληνοπρεπή εκπαίδευση και αγωγή των νεότερων γενεών, καθώς επίσης και τη κατήχηση των νεαρών Ελληνοπαίδων πάνω στις αρχές και τις πολιτικές δοξασίες των ιδίων περί αγωγής των νέων και περί της ιστορικής  αντίληψης περί πατρίδας και βωμών. Αλλά όμως, όπως ήταν επόμενο οι διακηρύξεις αυτές και τα πολιτικά μανιφέστα της “Χρυσής Αυγής”, προκάλεσαν τόσο αίσθηση όσο και δημιούργησαν αμηχανία και προβληματισμό, σε ολόκληρο το πολιτικό κόσμο, για να μην την χαρακτηρίσω ως φοβία, της Ελλάδας. Επειδή, όμως, κάθε νέο πολιτικό φαινόμενο αναμφισβήτητα έχει κάποιο αιτιατό στο οποίο οφείλει και την δημιουργία του, οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι οι λόγοι  της εκλογικής νίκης η οποία επέτρεψε την είσοδο των βουλευτών της “Χρυσής Αυγής” στο κοινοβούλιο των Ελλήνων θα πρέπει να αναζητηθούν στο ωστικό λαϊκό κίνημα αγανάκτησης το οποίο σχηματίστηκε, κατά την διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών, από την πολιτικό-οικονομική κρίση η οποία αγκάλιασε τους ελληνικούς ορίζοντες και επί πλέον το δημοκρατικό έλλειμα  τα οποία βαθμιαίως οδήγησαν τη χώρα και τον λαό σε συνθήκης εξαθλίωσης οικονομικής και κοινωνικής. Πέραν τούτου με τις απεγνωσμένες προσπάθειες της κυβέρνησης και του πολιτικού κόσμου να εφαρμόσουν μέτρα αυστηρού οικονομικού ελέγχου, δημιουργήθηκε μια πρωτοφανής ανεργία, της οποίας αποτέλεσμα υπήρξε η μείωση του βιοτικού επιπέδου του Ελληνικού λαού με αποτέλεσμα τη συρρίκνωση  της μεσαίας τάξης,  την εξαθλίωση των ασθενέστερων λαϊκών στρωμάτων, και της ανακούφισης ή απαλλαγής της ανωτέρας οικονομικής τάξης η οποία συνέχισε να απολαμβάνει προνόμιά οικονομικά και φορολογικά, τα οποία δεν μπορούσε να ανεχθεί η πλειοψηφία των Ελλήνων φορολογουμένων. Το βέβαιο είναι ότι σήμερα επικρατεί η αντίληψη μεταξύ των Ελλήνων ψηφοφόρων ότι τόσο η δημοκρατία όσο και το πολιτικό σύστημα  διέρχονται μια μεγάλη κρίση εξ αιτίας της απογοήτευσης και απαξίωσης των εκπροσώπων του πολιτικού κατεστημένου, εξ αιτίας κυρίως της ανεξέλεγκτης διαχρονικής διαφθοράς, των διαφόρων πολιτικών και οικονομικών συμφερόντων και της αυξανόμενης επιρροής των ακραίων αντικυβερνητικών πολιτικών ρευμάτων, τα οποία αποσκοπούν στην ολική απόρριψη του παλαιού πολιτικού συστήματος της; χώρας και τα οποία αναμφισβήτητα κερδίζουν καθημερινά και περισσότερο την εμπιστοσύνη  των Ελλήνων ψηφοφόρων. Οφείλουμε να τονίσουμε ότι σήμερα ο Έλλην ψηφοφόρος, όπως και κάθε άλλος Ευρωπαίος, έχει στην διάθεσή του μια άνετη και ταχύτατη πληροφόρηση λόγω της μεγάλης πληροφοριακής επανάστασης που διέρχεται η εποχή μας. Αυτή είναι μια πραγματικότητα η οποία υποχρεώνει τον πολιτικό κόσμο να είναι πραγματικά προσεκτικός, δεδομένου ότι η δημοκρατία δεν αποτελεί μόνον ένα τρόπο διακυβέρνησης, αλλά παράλληλα αποτελεί ένα πολίτευμα το οποίο έχει τις βάσεις του πάνω στις ιδέες, τη θέληση και την εμπιστοσύνη του δήμου ήτοι των πολιτών και ψηφοφόρων οι οποίοι και τους τιμούν, σε τελευταία ανάλυση, με τη ψήφο τους. Η δε πολιτική συμπεριφορά  και τα πολιτικά πεπραγμένα του καθενός  είναι εκείνα τα οποία πυροδοτούν αισθήματα οργής και θυμού από τα οποία εκπηγάζουν παρόμοιες κραυγαλέες διαμαρτυρίες αποδοχής κομμάτων πολιτικών ακροτήτων. Οφείλω να ομολογήσω, ωστόσο, ότι για την μεγίστη πλειοψηφία του Έλληνα ψηφοφόρου παρόμοια φαινόμενα είναι πρωτόγνωρα, το ότι δηλαδή ένα πολιτικό κόμμα όπως η “Χρυσή Αυγή”, ακραίων εθνικιστικών ιδεών και φιλοσοφίας, κατόρθωσε να αποσπάσει τις απαιτούμενες ψήφους ώστε να εισέλθει στο κοινοβούλιο. Ωστόσο, θα πρέπει να ομολογήσουμε ότι για την ώρα τουλάχιστον  δεν υπάρχει κανένας λόγος ανησυχίας για κάποια αντιδημοκρατική, φασιστική ή άλλο κίνημα ακραίων φιλοσοφικών κατευθύνσεων, κάτι το οποίο θα δημιουργούσε μία οξύμωρη πραγματικότητα στις πολιτικές παραδόσεις ενός λαού ο οποίος υπήρξε υπέρμαχος των δημοκρατικών αξιών και πολέμιος του Γερμανικού και Ευρωπαϊκού φασισμού, πληρώνοντας βαρύ φόρο αίματος για αυτούς του τους αγώνες. Παρ’ όλα αυτά, οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι η ξαφνική ανάδυση της “Χρυσής Αυγής” στον πολιτικό ορίζοντα της Ελλάδας με τις εκλογές της 17ης Ιουνίου του 2011, έφερε τη χώρα στο παγκόσμιο προσκήνιο και δημιούργησα ανησυχίες  ιδιαίτερα στην Ευρωπαϊκή Ένωση της οποίας αποτελεί έναν των εταίρων. Προσωπικά θεωρώ ότι νωπές παραμένουν μέχρι τις μέρες αυτές  οι μνήμες και πληγές από την βαρβαρότητα των δυνάμεων της ναζιστικής Γερμανίας, αυτός ακριβώς είναι και ο λόγος για τον οποίο η εκλογή της “Χρυσής Αυγής” μεταξύ των κοινοβουλευτικών κομμάτων δεν φαίνεται να αφορά μόνον την Ελλάδα, αλλά ακόμα περισσότερο γίνεται Ευρωπαϊκό με όλη την απαραίτητη σοβαρότητα και έκτασή του. Βέβαια θα υπάρξουν και εκείνοι οι οποίοι θα υποστηρίξουν ότι η παρουσία του κόμματος αυτού στο Ελληνικό κοινοβούλιο επιτεύχθηκε σύμφωνα με τους κανόνες της δημοκρατικής πρακτικής και σύμφωνα με την ελεύθερη επιλογή  του Ελληνικού λαού. Εάν όμως μια παρόμοια απάντηση υποδηλεί  ότι ενώ αντιλαμβάνονται απολύτως τη σημασία της εμφάνισης αυτού του ανησυχητικού φαινόμενου και παρ’ όλα αυτά επιμένουν στην ανάγκη αντιμετώπισης του μέσα στο πλαίσιο των δημοκρατικών διαδικασιών, τότε το επιχείρημά τους θα μπορούσε να είναι βάσιμο, μολονότι δεν γνωρίζω κατά πόσον θα ήταν και πρακτικό. Εάν όμως ο ισχυρισμός αυτός προτίθεται ως κάλυμμά για την πολιτική νομιμοποίηση του νέο-φασιστικού κινήματος τότε το πρόβλημα παίρνει διαφορετικές διαστάσεις. Αξίζει να αναφερθεί ότι μια πρόσφατη δημοσκόπηση της κοινής γνώμης των Ελλήνων  απέδειξε  ότι ο Ελληνικός λαός στην μεγίστη, συντριπτική πλειοψηφία του, επιθυμεί την παραμονή της χώρας τόσο στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όσο και την Ευρωζώνη. Παρόμοια όμως είναι και η επιδίωξη των κυβερνήσεων των Αθηνών οι οποίες μετά στόμφου προβάλουν τον ισχυρισμό ότι κέρδισαν τον πόλεμο της Ευρώπης  και της παραμονής της χώρας  στην Ευρωζώνη. Το ερώτημα όμως που δημιουργείται και πάλι είναι το εάν και κατά πόσον ο Ελληνικός λαός  γνωρίζει και αποδέχεται πλήρως τους στόχους και την πορεία της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Μία πορεία η οποία είναι χαραγμένη από τους αρχιτέκτονες της παγκοσμιοποίησης και η οποία υποκαθιστά την νόμιμη υπόσταση της έννοιας του κράτους-διοίκησης, όπως αυτή προσδιορίσθηκε με την συνθήκη της Βεστφαλίας το 1648, ενώ τείνει να ολοκληρωθεί  σήμερα με τη μορφή μιας Ευρωπαϊκής ομοσπονδίας κρατών. Εάν, όμως , πράγματι αυτή είναι η επιλογή του Έλληνα ψηφοφόρου τότε οφείλει να γνωρίζει  ότι σύντομα πρόκειται να έλθει σε μετωπική σύγκρουση  όχι μόνον με τα νέο-φασιστικό δημιούργημα αλλά και με άλλες παρόμοιες εθνικιστικές ομάδες και κινήματα. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το νέο-φασιστικό κίνημα της “Χρυσής Αυγής” κρύβεται πίσω από το προσωπείο του εθνικιστικού κινήματος, ενώ στην πραγματικότητα απορρίπτει τις δημοκρατικές αρχές, τα ατομικά δικαιώματα, την αρχή της ισότητας των ανθρώπων και επιδιώκει στην ανάγκη κατάργησης της πνευματικής ελευθερίας του πολίτη. Αυτός ακριβώς είναι και ο λόγος  για τον οποίο η εκπαίδευση και μάλιστα η νηπιακή και εκείνη του δημοτικού αποτελούν τη βασική προσπάθεια  επιβολής των φασιστικών τους ιδεών, οι οποίες διδάσκουν την τυφλή υπακοή  και την πάση θυσία εκτέλεση των αποφάσεων του αρχηγού του κινήματος. Παρ’ όλα αυτά, το έμπειρο μάτι του πολιτικού παρατηρητή θα διαπιστώσει την απροθυμία της σημερινής κυβέρνησης της Αθήνας προς την κατεύθυνση λήψης σοβαρών μέτρων για την αντιμετώπιση του φαινομένου,  μέσω δημοκρατικών διαδικασιών. Εκ των πραγμάτων δε αποδεικνύεται ότι το πολιτικό κατεστημένο, παλαιό και νέο, συνεχίζει να παραμένει εγκλωβισμένο στις μεγάλες διακηρύξεις και διαβεβαιώσεις περί της αιωνίου πατρότητας της δημοκρατίας στον Αθηναϊκό δήμο, χωρίς να θέλει να αντιληφθεί ότι η διατήρησή της είναι όχι μόνον δύσκολη αλλά και ναρκοθετημένη. Η δε αποδοχή των τεκτομένων και η παραμέληση της υπεράσπισης της τόσο από την υπεύθυνη κυβέρνηση, όσο και τους ψηφοφόρους , είναι βέβαιο ότι  θα οδηγήσει στην τελική της κατάρρευση. Μια πραγματικότητα η οποία ήδη έρχεται να βεβαιωθεί από την εμφάνιση τόσων αναρχικών και νεοφασιστικών ομάδων των οποίων η αντιμετώπιση επιβάλει την άμεση και αποτελεσματική συνταγματική τους περιθωριοποίηση, διαφορετικά οι συνέπιες πρόκειται να είναι οδυνηρές στην συνέχιση διεκδίκησης της πατρότητας της δημοκρατίας.