The strong voice of a great community
Ιούνιος 2013

Πίσω στο ευρετήριο

Οι Επιλογές της κυβέρνησης του Αντώνη Σαμαρά.

    Του Γεωργίου Ηλία Διαμαντόπουλου

 

Η τρέχουσα χρονική περίοδος την οποία η συναρχία και ο πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς διέρχονται, τελεί υπό το βάρος  έντονων οικονομικών, πολιτικών και κοινωνικών πιέσεων, οι οποίες και κλυδωνίζουν επικίνδυνα τον κοινωνικό ιστό της χώρας, εξ αιτίας κυρίως της ασύστολης δημοσιονομικής πολιτικής και της κυβερνητικής κακοδιαχείρισης των εθνικών πόρων και του θησαυροφυλακίου, τις τελευταίες δεκαετίες. Σε αυτό συνέβαλλαν, εξ άλλου, και οι νέες γεωπολιτικές και γεωστρατηγικές ανακατατάξεις στην Ανατολική Μεσόγειο και το νέο Ανατολικό ζήτημα το οποίο παρουσιάσθηκε εξ αιτίας της κυπριακής τραπεζιτικής κρίσης, η οποία αναμένεται ότι σύντομα, και εάν δεν ληφθούν σοβαρά και αυστηρά μέτρα πρόληψης, πρόκειται να μετεξελιχθεί σε οικονομική κρίση. Η κατάσταση αυτή επιδεινώνεται ακόμα περισσότερο από την έλλειψη πολιτικού οραματισμού καθώς επίσης και σχεδιασμού οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης. Από τις στήλες της επιθεώρησης “Πατρίδες” διαχρονικά έχουν παρουσιαστεί οι σκέψεις μου με μεγαλύτερη ευρύτητα ανάλυσης πάνω σε αυτά τα θέματα, τα οποία και δεν προτίθεμαι σήμερα να επαναλάβω, πλην όμως θα περιοριστώ σε ορισμένα σημεία τα οποία και θεωρώ σημαντικά. Από το 2005, τόσο οι κυβερνήσεις του Κώστα Καραμανλή, όσο και των διαδόχων του, μέχρις και της παρούσας πρωθυπουργίας του Αντώνη Σαμαρά, είχαν θέσει  σαν κύριο στόχο τους, μεταξύ άλλων, την πάταξη της παραοικονομίας και της φοροδιαφυγής. Του φοβερού αυτού καρκινώματος το οποίο έχει μολύνει ολόκληρο τον κοινωνικό ιστό της χώρας. Παρ’ όλα αυτά , ωστόσο, και ύστερα από μια ολόκληρη οκταετία δήθεν προσπαθειών, η κατάσταση στην πραγματικότητα έχει χειροτερεύσει, παρ’ όλες τις υποσχέσεις, διαβεβαιώσεις και εξαγγελίες των κυβερνώντων. Η κατάσταση όμως αυτή, στη ουσία αποτελεί πραγματικό όνειδος, το οποίο μάλιστα κηλιδώνει όχι μόνον το Ελλαδικό κράτος αλλά ακόμα, θα τολμούσα να πω, και αυτό το ίδιο το έθνος, στο σύνολό του, εξ αιτίας των αρνητικών εντυπώσεων που αρχίζουν να σχηματίζονται στη διεθνή κοινή γνώμη. Σήμερα, τόσο ο Αντώνης Σαμαράς, όσο και οι συνεργάτες του στην κυβέρνηση, καλούνται να προχωρήσουν το δυνατόν γρηγορότερο, στις αναγκαίες και επιβαλλόμενες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στους πλέον ζωτικούς τομείς της δημόσιας διοίκησης όπως είναι η δικαιοσύνη, έτσι ώστε άμεσα και απροκάλυπτα να προχωρήσει η κάθαρση του συστήματος και να δημιουργηθεί κάποια μορφή αξιοκρατίας και αξιοπιστίας με απώτερο στόχο την χειμαζώμενη αξιοπρέπεια της δημόσιας διοίκησης της χώρας. Για να επιτευχθεί όμως κάτι παρόμοιο θα πρέπει να υπάρξει υποδειγματική τιμωρία όλων εκείνων οι οποίοι ζημίωσαν το δημόσιο ταμείο και την διοίκηση και μάλιστα θα πρέπει να εισπραχθούν το δυνατόν γρηγορότερα τα χαμένα έσοδα από την φοροδιαφυγή, έτσι ώστε το κράτος να μπορέσει να βοηθήσει στην οικονομική και κοινωνική ανακούφιση των τόσο δεινά δοκιμαζόμενων και φορολογούμενων τιμίων πολιτών, οι οποίοι και αισθάνονται πάνω στους ώμους τους τα βάρη των κρατικών αναγκών. Η σημερινή εικόνα την οποία παρουσιάζει το πολιτικό κατεστημένο της Ελλάδας στην πραγματικότητα είναι άθλια, άδικη και θλιβερή, τόσο για το λαό όσο και το έθνος, και εκθέτει τους πάντες στην διεθνή κοινότητα. Επιτρέπει δε να σχηματισθούν εντυπώσεις αρνητικές, όπως έλλειψη σοβαρότητας, υπευθυνότητας και παθητικό στο συναίσθημα ηθικής. Είναι βέβαιο ότι για την σημερινή κατάντια όλοι τους διαμοιράζονται μέρος της ευθύνης, θεωρώ δε χαρακτηριστική τη δήλωση του προέδρου της Ευρωζώνης  Γιούνγκερ, ότι: “αγαπώ την Ελλάδα και όλοι μας αναγνωρίζουμε τη προσπάθεια και τις θυσίες του Ελληνικού λαού, πλην όμως και οι πλούσιοι Έλληνες πρέπει και εκείνοι  να αγαπήσουν την πατρίδα τους πληρώνοντας τους φόρους που οφείλουν στην παρούσα δύσκολη περίοδο που διέρχεται η πολιτεία.” Ο Έλληνας πρωθυπουργός, επανειλημμένως έχει αναφέρει ότι είναι οικονομολόγος, επομένως είναι γνώστης του ότι κύριο μέλημα της κάθε κυβέρνησης δεν αποτελεί η μείωση των μισθών και του βιοτικού επιπέδου του λαού, όπως δυστυχώς συμβαίνει σήμερα στην ελληνική επικράτεια, αλλά μάλλον το αντίθετο η αναπροσαρμογή αυτών στις ανάγκες του πληθωρισμού, ώστε να μπορεί ο δικαιούχος να ανταπεξέλθει στις καθημερινές του υποχρεώσεις. Είμαι δε βέβαιος ότι γνωρίζει ότι το ύψος του μισθού εργασίας καθορίζεται σε συνάρτηση με την παραγωγικότητα της εργασίας και ότι η επιδίωξη της παραγωγής αγαθών  προστιθέμενης αξίας, και όχι  πρωτογενούς παραγωγής, αποτελεί τον στόχο εκείνων που χαράσσουν την οικονομική πολιτική πάνω στον οικονομικό κανόνα. Πέραν τούτου είναι γνωστόν  ότι η αύξηση του μισθού αμοιβής της εργασίας εξαρτάται αποκλειστικά από την παραγωγή αγαθών μεγάλης προστιθέμενης αξίας. Ο Αντώνης Σαμαράς, σήμερα, και το οικονομικό του επιτελείο αναφέρονται στις προσπάθειες τους για την προσέλκυση ξένων επενδυτικών κεφαλαίων, τα οποία προφανώς θα βοηθήσουν στην ανάπτυξη της Ελληνικής Οικονομίας. Αυτό είναι ένα στοιχείο για το οποίο δεν υπάρχει καμία αμφισβήτηση εάν επιτευχθεί. Παρ’ όλα αυτά, όμως θεωρώ ως μεγάλη παράλειψη το να μη συνοδεύεται αυτή η πρωτοβουλία από μια αντίστοιχη εξωστρεφή προσπάθεια οικονομικής ανάπτυξης μέσω των σχετικών κρατικών υπηρεσιών επενδύσεων στους τομείς της παιδείας και όλων των άλλων αναγκαίων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων επί των μηχανισμών του δημοσίου, οι οποίοι θα βοηθήσουν  τους Έλληνες επιχειρηματίες να επενδύσουν σε τεχνολογικά προηγμένες νέες επιχειρήσεις καθώς επίσης και επιχειρήσεις παραγωγής νέων προϊόντων. Οι επιχειρήσεις αυτές στην ουσία πρόκειται να μετεξελιχθούν σε εφαλτήριο της ανόδου της αμοιβής εργασίας και κατά συνέπεια του βιοτικού επιπέδου του Έλληνα εργάτη και  του Ελληνικού λαού. Αποτελεί δε κοινό μυστικό το ότι η προσέλκυση ξένων επενδυτικών κεφαλαίων επιτυγχάνεται με την χορήγηση οικονομικών και φορολογικών προνομίων, καθώς επίσης και άλλων διοικητικών διευκολύνσεων. Σήμερα ο πλανήτης, και κάθε οργανωμένη κοινότητα πάνω σε αυτόν, έχουν καταστεί μια απέραντη αγορά η οποία προσπαθεί με κάθε τρόπο να προσελκύσει επενδυτικά  κεφάλαια προκειμένου να γίνει ανταγωνιστική και να επικρατήσει στον διεθνή ορίζοντα. Το ερώτημα, ωστόσο, που δημιουργείται στο σημείο αυτό είναι το γιατί κάτι παρόμοιο δεν παραχωρείται και στους Έλληνες επιχειρηματίες, οι οποίοι με τη σειρά τους θα βοηθήσουν στην  αναπροσαρμογή της οικονομίας της χώρας  με τις αρχές των διεθνών αγορών σε μια πραγματικά ορθολογιστική ανάπτυξη με νέα προϊόντα και υπηρεσίες υψηλής αξίας. Είναι κοινό μυστικό ότι σήμερα οι πάντες αναφέρονται στις μεγάλες επιτεύξεις των Ελλήνων όταν αυτοί δραστηριοποιούνται έξω από τα εθνικά σύνορα του κέντρου. Και όμως είμαστε ο ίδιος λαός, το ίδιο έθνος. Το στοιχείο που είναι απαραίτητο, ωστόσο, για την επιτυχία μέσα στα εθνικά σύνορα, είναι ο οραματισμός και ο ορθολογικός σχεδιασμός για μια σωστή  και οργανωμένη προσπάθεια  οικονομικής ανάπτυξης. Μιας ανάπτυξης η οποία θα επαναφέρει τη χώρα στην θέση που της ανήκει στις παγκόσμιες αγορές. Ο σημερινός πρωθυπουργός της χώρας στο πρόσφατο συνέδριο του Ευρωπαϊκού Λαϊκού κόμματος στη Κύπρο, άκουσε τις δηλώσεις της Γερμανίδας Καγκελάριου Άντζελας Μέρκελ ότι η Κυπριακή κυβέρνηση οφείλει πρωτίστως να συμφωνήσει με όλες τις ζητούμενες δημοσιονομικές και οικονομικές μεταρρυθμίσεις που θέτει ως προϋπόθεση η Ευρωπαϊκή Ένωση και το Διεθνές Νομισματικό ταμείο, πριν η Ευρωπαϊκή κοινότητα θελήσει να εκφράσει την αλληλεγγύη της με την παροχή οικονομικής βοήθειας στην κυβέρνηση της μικρής δημοκρατίας της Κύπρου. Παρόμοιες, σχεδόν, είναι και οι προϋποθέσεις  της παροχής της οικονομικής βοήθειας από την Ευρώπη προς την Αθήνα. Με αυτό το σκεπτικό ο Αντώνης Σαμαράς υποχρεούται στην αυστηρή εφαρμογή του συμφωνηθέντος προγράμματος και την εφαρμογή μιας αυστηρής κυβερνητικής πολιτικής λιτότητας, προς αποφυγήν αποκλίσεων οι οποίες θα επιφέρουν και θα επιβάλουν νέες επιπρόσθετες δημοσιονομικές περικοπές. Περικοπές οι οποίες προβλέπονται από τους όρους των μνημονικών συμφωνιών. Και όλα αυτά κάτω από την αυστηρή επιτήρηση της Τρόικας και των επιτροπών της, δεδομένου μάλιστα, ότι από την τήρηση αυτών εξαρτάται η αξιοπιστία της χώρας έναντι των εταίρων της, και κατά συνέπεια η επιτυχία των προγραμμάτων προσέλκυσης ξένων επενδυτών προς αυτήν. Αλλά  όμως, μια παρόμοια πολιτική εφαρμογή φέρνει την κυβέρνηση των Αθηνών, όχι σπάνια, σε σύγκρουση ιδεολογική με τους ηγέτες των άλλων πολιτικών κομμάτων τα οποία στηρίζουν την κυβέρνηση συνασπισμού, κυρίως λόγω των ενδοκομματικών ρευμάτων και φιλοσοφικών αντιλήψεων οι οποίες διαφοροποιούν τις πολιτικές εκφράσεις τους μέσα στο κόμμα και φυσικά την ίδια την κυβέρνηση. Το αποτέλεσμα είναι η δημιουργία σοβαρών προβλημάτων, κατά την διάρκεια της εφαρμογής των προβλεπόμενων μέτρων τόσο από τους εταίρους του κυβερνητικού συνασπισμού, όσο και της ιδίας της κυβερνητικής ομάδας της Νέας Δημοκρατίας. Είναι δε  βέβαιο ότι η ψήφιση των νέων οδυνηρών μισθολογικών περικοπών, εξ αιτίας της μεγάλης οικονομικής ύφεσης και της πρωτοφανούς ανεργίας του 27 τις εκατό που αντιμετωπίζει η χώρα από το 2012, θα αποτελέσει καθοριστικό παράγοντα για τη συνοχή της σημερινής κυβέρνησης. Θα πρέπει να τονίσω δε ότι ο πρωθυπουργός θα κληθεί να κάνει μεγάλες και σοβαρές επιλογές  προς την κατεύθυνση της συνέχισης της ίδιας δημοσιονομικής πολιτικής  λιτότητας, καθώς επίσης και την καταστολή της παραοικονομίας και της φοροδιαφυγής, επί τη βάσει του ορθολογικού σχεδίου οικονομικής ανάπτυξης, ένα στοιχείο το οποίο ωστόσο δεν υπάρχει την ώρα αυτήν. Με άλλα λόγια η κυβέρνηση των Αθηνών οφείλει και είναι υποχρεωμένη να δημιουργήσει ένα στρατηγικό σχέδιο βιομηχανικής ανάπτυξης, το οποίο δυστυχώς δεν υπάρχει σήμερα, προκειμένου να κατορθώσει να προσελκύσει ξένα επενδυτικά κεφάλαια. Ως εκ τούτου η διατήρηση της πολιτικής συνοχής του κυβερνητικού συνασπισμού και της διατήρησης του οικονομικού ορθολογισμού ανάπτυξης, κάτω από αυτές τις συνθήκες αποκτά μια σπουδαιότητα υψίστης σημασίας τόσο για την διατήρηση της αξιοπιστίας και αξιοπρέπειας της χώρας, όσο  και της κυβέρνησης. Αλλά όμως γίνεται ξεκάθαρο πλέον ότι μόνον οι ενέργειες και αποφάσεις του πρωθυπουργού δεν επαρκούν για την επιτυχία, θα πρέπει δε αυτές να στηρίζονται και να ενδυναμώνονται και από την ηγεσία των υπολοίπων μελών του συνασπισμού, τους Βενιζέλο του ΠΑΣΟΚ και Κουβέλη της Δημοκρατικής Αριστεράς. Αυτός ακριβώς είναι και ο λόγος για τον οποίο  οι δύο αυτοί ηγέτες  είναι  υποχρεωμένοι να κάνουν επιλογές ιστορικής σημασίας. Επιλογές  οι οποίες προφανώς θα τους δημιουργήσουν προβλήματα πολιτικής φιλοσοφίας, φέρνοντας τους σε σύγκρουση με έναν μεγάλο αριθμό οπαδών των  κομμάτων τους. Αυτή  όμως είναι μια πραγματικότητα την οποία θεωρώ ως απαραίτητη για την ομαλή εκπλήρωση  των υποχρεώσεων που προέρχονται από τις ήδη αναληφθείσες μνημονικές  συμφωνίες, εξ αιτίας της οποίας θα αποφευχθεί η επιβολή επιπρόσθετων  νέων οδυνηρών μέτρων τα οποία θα αποτελούν την μοναδική διέξοδο και διαφυγή σε περίπτωση αποτυχίας των κυβερνητικών προσπαθειών, με απώτερο αποτέλεσμα κάποια νέα σοβαρή δημοσιονομική απόκλιση.