|
|
Ιούνιος 2013 | |
Σύγχρονοι
Γενίτσαροι…
Του Γεωργίου Ηλία Διαμαντόπουλου Για
όσους δεν είχαν την ευκαιρία να μάθουν
τι σημαίνει ο όρος Γενίτσαρος, ας μου
επιτρέψουν να τον αναλύσω. Η λέξη
Γενίτσαρος, αρχικά προέρχεται από δύο
λέξεις του τουρκικού λεξικού, την «Γεν»
και «Τσέρι», και εννοούν Νέος Στρατός. Οι
Γενίτσαροι λοιπόν απετέλεσαν ένα
επίλεκτο σώμα του Οθωμανικού Στρατού
και μάλιστα υπήρξαν μέλη της προσωπικής
φρουράς του Σουλτάνου. Το επίλεκτο αυτό
σώμα στην πραγματικότητα αποτελείτο από
παιδιά χριστιανών αιχμαλώτων και
αργότερα από παιδιά που επιστράτευαν οι
αξιωματούχοι του Σουλτάνου με το γνωστό
παιδομάζωμα. Τα παιδιά αυτά
εξισλαμίζονταν και υποβάλλονταν σε
αυστηρή πειθαρχία και μια δύσκολη και
σκληρή στρατιωτική εκγύμναση, αρχικά
αποτέλεσαν τα επίλεκτα και πιστά
στρατιωτικά τμήματα του Σουλτάνου, του
οποίου τύγχαναν της εύνοιας και
εμπιστοσύνης, δίδοντας όρκο τυφλής
υπακοής και χωρίς κανέναν ενδοιασμό
υποταγής στα κελεύσματα εκείνου. Το
αποτέλεσμα ήταν ότι τα άτομα αυτά τα
οποία αγνοούσαν τελείως τους φυσικούς
τους γονείς και την πραγματική εθνότητα
καταγωγής τους, θεωρούσαν τον εαυτό τους
ως υπηρέτει του σουλτάνου και ήταν
αποφασισμένα να πεθάνουν για εκείνον,
δεδομένου μάλιστα ότι ο τελευταίος είχε
την απόλυτη φροντίδα για αυτούς. Σήμερα,
θεωρώ ότι ένα παρόμοιο φαινόμενο
αρχίζει να αναφαίνεται εκ νέου, κάτω από
μια σειρά νέων μορφών και διαμορφώσεων
και μάλιστα σε μια χρονική συγκυρία,
κατά την οποία το Ελληνικό κράτος
αισθάνεται και ζει κάτω από μια έντονη
οικονομική, κοινωνική και πολιτιστική
κρίση, εξ αιτίας κυρίως της μακρόχρονης
πολιτικής καταχρήσεων, κακοδιοίκησης
και διαφθοράς μελών της ηγεσίας του
πολιτικού συστήματος της Ελλάδος και
των υψηλόβαθμων ταγών της δημόσιας
διοίκησης του κράτους. Από το σημείο
αυτό, μάλιστα,
διαφαίνεται ότι και η πνευματική
ηγεσία της χώρας δεν πρέπει να θεωρείται
απαλλαγμένη ευθυνών για την προδοσία, το
πλιάτσικο του δημοσίου ταμείου και την
ιδεολογική σύγχυση που έχει
δημιουργηθεί με την απώλεια των
ιδανικών και αξιών της φυλής.
Για τους απόδημους Έλληνες, ωστόσο,
στη ψυχή των οποίων είναι ριζωμένες οι
αξίες του νόστου και η χωρίς όρια αγάπη
της γενέτειρας γης, παρόμοιες
συμπεριφορές και προσπάθειες
αφελληνισμού των πολιτιστικών τους
αξιών και παραδόσεων, συναντώνται από
μια γενική καταδίκη και κατακραυγή. Κάτι
παρόμοιο, ωστόσο, επιχειρείται και τη
στιγμή αυτή, μια προσπάθεια
αφελληνισμού ενός των μεγαλύτερων
τραπεζιτικών ιδρυμάτων της χώρας, της
Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος. Ένα ίδρυμα
το οποίο είχα προσωπικά την τιμή και
προνόμιο να υπηρετήσω, στη θέση του
περιφερειάρχη διευθυντή
των καταστημάτων της στην επαρχία
του Οντάριο, για μια ολόκληρη
δεκαπενταετία, με μια ομάδα φωτισμένων
συναδέλφων υπό την διεύθυνση του
Γενικού Διευθυντού του ιδρύματος
Κωνσταντίνου Ζήση, από το Μόντρεαλ. Οι
πρόσφατες δηλώσεις, ωστόσο, του Γεωργίου
Προβόπουλου, διοικητικού της κεντρικής
τράπεζας της Ελλάδος, όπως τουλάχιστον
αυτές παρουσιάσθηκαν, σχολιάσθηκαν και
γνωστοποιήθηκαν στους Έλληνες πολίτες,
από τα τοπικά μέσα μαζικής ενημέρωσης
στην ομογένεια της διασποράς, προκαλούν
μια πραγματικά αλγεινή εντύπωση
και δημιουργούν
αισθήματα πικρίας, δεδομένου ότι ο
κύριος Προβόπουλος κάτω από την
επίδραση του πυρετού που διακατέχει
κάθε νεοφώτιστο και προκειμένου να
φανεί αρχιερέας της ιδέας του
Ευρωπαϊσμού, έχει λησμονήσει ή και δεν
έχει μελετήσει την ιστορία της Εθνικής
Τράπεζας
της Ελλάδος, την οποία εμείς οι
παλαιότεροι όχι μόνον γνωρίζουμε καλώς
μα ακόμα περισσότερο και έχουμε
υπηρετήσει πιστά και φιλότιμα. Θεωρούμε
δε, το λιγότερο, ότι η πολιτική του
οδηγεί σε τέλειο αφελληνισμό του
ιδρύματος. Με το άνοιγμα αυτού του
άρθρου, έκανα μια εισαγωγή θέλοντας να
παρουσιάσω μια ολοκληρωμένη εικόνα των
Γενίτσαρων της Οθωμανικής
αυτοκρατορίας, οι οποίοι με τον βίαιο
εξισλαμισμό των νεαρών βλαστών των
Ελλήνων και άλλων χριστιανικών
πληθυσμών της αυτοκρατορίας, κατάφεραν
να αλλοιώσουν την προσωπική τους
ταυτότητα, μη γνωρίζοντας τους φυσικούς
τους γονείς καθώς επίσης και τις εθνικές
τους ρίζες, με αποτέλεσμα να δοθούν
απόλυτα σαν δούλοι του νέου προστάτη
τους, τον οποίο θεωρούσαν ως σωτήρα τους.
Στην προκειμένη περίπτωση, ωστόσο,
υπάρχει ένα στοιχείο κριτικό της
πολιτικής. Ο Γενίτσαρος έκανε οτιδήποτε
πίστεψε ήταν αναγκαίο
για να εξυπηρετηθούν τα συμφέροντα
του δυνάστη του χωρίς να γνωρίζει την
τραγική αλήθεια. Σήμερα, όμως, με εσάς
δεν συμβαίνει κάτι παρόμοιο, όταν
μάλιστα ο Έλλην ας φορολογούμενος
εξακολουθεί να σας πληρώνει τον μισθό
από τον ιδρώτα και το υστέρημά του.
Προφανώς ο χαρακτηρισμός τον οποίο
χρησιμοποίησα στην παρούσα αρθρογραφία
να είναι βαρύς και απεχθής, το έκανα όμως
επειδή πίστεψα ότι με τον τρόπο αυτόν θα
μπορούσα να έχω την προσωπική σας
απάντηση την σχετική με τα όσα έχουν
αναγραφεί κατά περιόδους από τα
ελληνικά μέσα μαζικής ενημέρωσης.
Συμμερίζομαι απόλυτα την αγωνία σας για
την φερεγγυότητα της Εθνικής Τράπεζας,
μια αγωνία την οποία διαμοιράζομαι ως
παλαιός τραπεζίτης, πλην όμως διαφωνώ
τελείως με τις υπόλοιπες δηλώσεις περί
αφελληνισμού του ιδρύματος, άσχετα εάν
και κατά πόσον αυτός επιτελεσθεί από
αμερικανικά, γερμανικά, γαλλικά ή και
κεφάλαια άλλων μνηστήρων χωρών. Στο
σημείο δε αυτό ακριβώς έγκειται η
διαφορά μας, στο ότι δηλαδή ότι παρόλο
είμαστε γνώστες της παγκοσμιοποίησης
και οι δύο και επομένως γνωρίζουμε τις
επιπτώσεις και συνέπειες από αυτήν, παρ’
όλα αυτά, συνεχίζουμε
μίαν
απέλπιδα προσπάθεια έτσι ώστε το
εθνικό κέντρο του οποίου αποτελείται
βασικό και σημαίνον μέλος, να μην
καταστεί εκ των πραγμάτων ένα
εθνογραφικό
ιστορικό και εθνολογικό στοιχείο
του παρελθόντος περιζήτητο από την
διεθνή κοινότητα των μουσείων του
ανθρώπου.
|