|
|
Ιούνιος 2010 | |
Η
ΛΗΣΤΕΙΑ ΕΓΕΝΝΗΣΕ ΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗΝ
Δημήτρης
Νατσιός Ήλθε
στην Ελλάδα φορώντας το περίφημο «ζιβάγκο»,
ένδυμα που τότε παρέπεμπε σε αγώνες για
τη Δημοκρατία, υποδήλωνε και την φτωχή
πλην όμως έντιμη βιοτή του...
ζιβαγκοφόρου. Τα ένδοξα χρόνια του
αντιδικτατορικού αγώνα βρισκόταν -όχι
στις φυλακές πλάι στον Παναγούλη- αλλά «έλιωνε»
και «μάτωνε» γλεντοκοπώντας
για τούτη την πατρίδα, στην Γερμανία ή
στην Σουηδία.
Κατέφθασε δαφνoστεφανωμένος,
φορτωμένος παράσημα, τώρα η ταλαίπωρη
πατρίδα του όφειλε πολλά, ανήκε στους
απελευθερωτές της. Θα
τον πλήρωνε πολύ ακριβά. Τριάντα
χρόνια μετά και αφού ανταμείφθηκε με 17
περίπου χρόνια υπουργικής θητείας,
αποκαλύπτεται, συνάντησε την Νέμεσιν. Όπως
όλοι οι τυχοδιώκτες επιβεβαίωσε τον
αειθαλή αρχαίο αφορισμό «προς γαρ το
τελευταίον εκβάν έκαστον των πριν
υπαρξάντων κρίνεται» ό,τι πράξεις στο
τέλος - στα «τιμημένα» γηρατειά σου, για
παράδειγμα - προσδιορίζει και τα
προηγούμενα. Κλασική, συνήθης η ιστορία
του. Φθορά
και κατόπιν διαφθορά,
όπως πολλοί συνοδοιπόροι του.
Αναρρίχηση στην εξουσία, μεγαλείο, δόξα
και χρήμα, χρήμα πολύ γύρω τους. Στην
αρχή το δίλλημα «να κλέψω ή να μην κλέψω»
(φθορά).
Κατόπιν μπάζωμα της συνείδησης και
αλλοίωση επί τα χείρω του διλήμματος, «θα
με πιάσουν ή δεν θα με πιάσουν» (διαφθορά).
Δεν θα συνεχίσω την γραφή, για ανθρώπους
που «κοπροκρατούν το μέλλον» (Παλαμάς).
Παραπέμπω σ' άρθρο μου, του 2001 (εφ. ΧΡΟΝΟΣ)
με τίτλο «διαπλοκή:
η νόσος των χορτάτων». Αιματοφάγους
που τρων σπίτια και καταπίνουν χωράφια ονομάζει
ο Παπαδιαμάντης τους
«χαλασοχώρη-δες» πλουτοκράτες της
εποχής του. Αμείλικτος ο αγωνιστής αυτός
της αλήθειας, της ηθικής τάξης, της
δικαιο-σύνης, θεωρεί την πλουτοκρατία
και τον νεοπλουτισμό, τα δυο αποφώλια
τέρατα, νόσημα των χορτάτων. Επίκαιρος
και διαχρονικός ο μέγας Σκιαθίτης, μας
παραδίδει έναν μεγαλοφυή ορισμό, μια
μάλλον γενεαλογία της πάντα παρούσας
διαπλοκής. Γράφει με την «κυματισμένη
από ζωντανά στοιχεία» γλώσσα του: «Η
αργία εγέννησε την πενίαν. Η πενία
έτεκεν την πείναν. Η πείνα παρήγαγε την
όρεξιν. Η όρεξις εγέννησε την
αυθαιρεσίαν. Η αυθαιρεσία εγέννησε την
ληστείαν. Η ληστεία εγέννησε την
πολιτικήν. Ιδού η αυθεντική καταγωγή του
τέρατος τούτου. (Αλ.
Παπαδιαμάντη, Οι χαλασοχώρηδες, εκδ.
Γιοβάνη). Την εποχή του Παπαδιαμάντη οι
πολιτικοί αποτελούσαν κυριολεκτικά
μάστιγα του τόπου, διαφθαρμένοι σχεδόν
όλοι και αδίστακτοι απατεώνες με
βουλευτική ή υπουργική «πατέντα». «Το
έθνος ημών», γράφει το 1877 ο έτερος
αδυσώπητος στηλιτευτής της τότε «διαπλοκής», ο
Ροΐδης, «υφίσταται
πολιτικήν τινά ζύμωσιν καθ' ην τα ακαθαρτότερα
στοιχεία ανέρχονται και επιπλέουν επί
της επιφανείας, εν είδει εξαφρίσματος. Ο
τοιούτος αφρός, κατέχων κατά τους νόμους
της φυσικής τα ανώτερα στρώματα, θέλει κυβερνά,
φλυαρεί και κλέπτει ασυστόλως την
Ελλάδα».
(Από τον «Ασμοδαίο»). Πέρασαν 125 περίπου
χρόνια από την ροϊδική αυτή επισήμανση -
καταγγελία και τα «ακαθαρτότερα
στοιχεία» θέλουν και πάλι να κυβερνούν,
να κλέπτουν και να αποστραγγίζουν τους
εθνικούς πόρους. Αλλά
και παλαιότερα
ακόμη,
την μεταεπαναστατική εποχή, κυριαρχούν
οι καταχραστές, οι λυμεώνες, οι διάφοροι
«ψαλιδόκωλοι», (η υπέροχη χλεύη με την
οποία υποδέχτηκε ο εξαθλιωμένος λαός
τους άκαπνους φραγκοαναθρεμμένους
πολιτικάντηδες τύπου Κωλέττη), που
κατάπιαν τα περιβόητα Δάνεια της
Ανεξαρτησίας, για να επικρατήσει έκτοτε
η λέπρα της ξενοκρατίας και της
υποτέλειας στις Προστάτιδες Δυνάμεις. Θρηνολογεί
στα «Απομνημονεύματα» του ο στρατηγός Μακρυγιάννης,
γιατί «τις πρόσοδες της πατρίδας τις
κλέβομεν, από υποστατικά δεν την
αφήσαμεν τίποτας, σε
'πηρεσίαν να μπούμεν ένα βάνομεν εις το
ταμείον, δέκα κλέβομεν. Αγοράζομεν
πρόσοδες, (σ.σ. παίρνουμε
δάνεια ή επιδοτούμαστε από διάφορα
Κοινοτικά Πλαίσια Στήριξης), τις
τρώμεν όλες». Σήμερα
όλοι μιλούν για δέκα - δώδεκα ονόματα,
παμφάγα και αδηφάγα, που μέσα σε
ελάχιστο χρόνο έφτιαξαν τεράστιες
περιουσίες. Περιουσίες που αν τις
υποβάλουμε σε χημική ανάλυση, όπως θα
έλεγε και ο Ροΐδης, θα
τις βρούμε να απαρτίζονται «εκ των
ακολούθων στοιχείων»: Δάκρυα
μικροαποταμιευτή 20%, πείνα συνταξιούχου
10%, απόγνωση «εγκλωβισμένου» (Χρηματιστήριο)
20%, νωθρότης εισαγγελέων 20%, εύνοια
πολιτικής εξουσίας 30%.
Και αφού από την πολιτική δεν αναμένουμε
την «κάθαρση» του δημόσιου βίου, εφ' όσον
αποτελεί μέρος του προβλήματος, μέσω της
ευνοιοκρατίας, του «ανεψιασμού» (η λέξη
παράγεται από το ανίψι), ή της απευθείας
ανάθεσης, το έργο της απολύμανσης από
την «σηπεδόνα» της διαπλοκής, πέφτει
στους ώμους της Δικαιοσύνης, η οποία
πρέπει να αντιληφθεί πως η αξιοπιστία
και το κύρος της δέχονται ανεπανόρθωτα
πλήγματα, από την στιγμή που βοά ο τόπος
για «αρχαγγέλους» και «αρχιμάγειρες»
της συναλλαγής και αυτή σιωπά. Μήπως
πρέπει να υποθέσουμε πως ισχύει τελικά
το, υπό του αρχαίου νομοθέτη Σόλωνα,
λεχθέν ότι, δηλαδή, ο Νόμος είναι σαν τον
ιστό της αράχνης, που συγκρατεί τα μικρά
και αδύναμα έντομα, ενώ τα ισχυρά και «υψηλά
ιστάμενα» τον διασπούν και ξεφεύγουν;
Δεν αυτοχειριά-σθηκε η, «πολλών χρυσίων
τιμιώτερον», κατά τον Πλάτωνα,
Δικαιοσύνη, με την περιβόητη υπόθεση «Κοσκωτά»;
Ποιος εχέφρων πολίτης αυτής της χώρας
πιστεύει ότι τιμωρήθηκαν οι ηθικοί ή
φυσικοί αυτουργοί της τρισάθλιας αυτής
υπόθεσης που μόλυνε την πολιτική ζωή της
χώρας και στοίχισε δεκάδες δις στο
δημόσιο; Υπάρχουν και σήμερα δεκάδες «Κοσκωτάδες»
που δημιούργησαν, εκ
του μη όντος, αυτοκρατορίες χάρις σε
σκανδαλώδεις επιδοτήσεις και
προμήθειες ή με τις διαβόητες απευθείας
αναθέσεις δημοσίων έργων. Ο
Κοσκωτάς έκανε το σφάλμα να
κονταροχτυπηθεί με τους δεινόσαυρους
της διαπλοκής, οι οποίοι σήμερα δεν
αρκούνται στην χειραγώγηση, μέσω των ΜΜΕ,
της πολιτικής εξουσίας, αλλά, κατά την
μπερλουσκόνειο τακτική, βγαίνουν από το
ημίφως και απροκάλυπτα επιζητούν και
την ίδια την Εξουσία, που επιμένουμε να
λέμε πως πηγάζει εκ του λαού και διά του
λαού. Αυτή βέβαια η «εκπήγασις»
διαρκεί μόνο για ένα λεπτό.
Την ώρα που το χέρι του πολίτη ρίχνει
στην κάλπη την ψήφο. Η ευθύνη του
τεκμηριώνεται μόνον εκείνη την στιγμή,
τότε είναι «κυρίαρχος λαός». Στην
συνέχεια επαναφέρεται στην τάξη και
αντιμετωπίζεται ως μάζα, άμορφη και
χυλώδης, που οφείλει να γεμίζει,
αδιάκοπα, τον πίθο των Δαναΐδων, την
χύτρα του προϋπολογισμού με τα αιωνόβια
«προγράμματα λιτότητας», ούτως ώστε οι
διάφοροι αιματοφάγοι κοχλιαροφόροι να
την ευρίσκουν πάντοτε γεμάτη. Αν
ψάχνουμε αιτίες για αυτή την διάδοση του
«νοσήματος των χορτάτων», δεν έχουμε
παρά να στραφούμε σε παλαιότερες εποχές,
όπου ένας
πρωθυπουργός δήλωνε ανενδοίαστα ότι
δανείστηκε από υπουργούς και
επιχειρηματίες για
να προσφέρει ένα παλάτι στην «εν πολλαίς
αμαρτίαις περιπεσούσα» σύζυγο του,
εισάγοντας κι εδώ πρωτόγνωρα ήθη, κοντά
στην παλαιότερη κατανόησή του για το
μικρό «δωράκι»
που ένας δημόσιος λειτουργός μπορεί να
κάνει στον εαυτό του από το δημόσιο
ταμείο ή για κάποιες κεφαλές του έθνους
που εκχωρούσαν «απευθείας» δημόσιο
οργανισμό σε αρχιδιαπλόκο
επιχειρηματία. Και το άσχημο είναι πως ο
Σόλωνας, όπως και στην περίπτωση του
Κροίσου, προβλέπει
σωστά : ο
ιστός του Νόμου παραμένει διάτρητος. |