|
|
Ιούνιος 2010 | |
Στους
Απόηχους του Συνεδρίου των 8 και 20
Για
το Τορόντο η διοργάνωση του συνεδρίου,
υπήρξε μια σπάνια ευκαιρία να βρεθεί στο
επίκεντρο της διεθνούς δημοσιότητας.
Για του κατοίκους της μεγαλούπολης
αντίθετα θα παραμείνουν οι εντυπώσεις
και οι προβληματισμοί μιας ατέλειωτης
ταλαιπωρίας τριών ημερών, λόγω του
τείχους με το οποίο οι υπεύθυνοι
ασφάλειας χώρισαν το κέντρο της πόλης,
σαν ένα απαγορευμένο γκέτο, από τα
υπόλοιπα τμήματά της. Η
πραγματικότητα είναι ότι στο Τορόντο
του Καναδά, τη χώρα της αέναης γαλήνης
και του σεβασμού όλων των φιλοσοφιών και
πολιτικών δοξασιών, ουδέποτε υπήρξε
περίπτωση κινδύνου σε βάρος της
σωματικής ακεραιότητας ή και της ζωής
εκείνων που συμμετείχαν στις εργασίες
των τεσσάρων ημερών. Ένα ολόκληρος
γαλαξίας ονομάτων και τίτλων, αρχηγοί
κρατών και πρωθυπουργοί
περιτριγυρισμένοι από όλους εκείνους
που τους περιβάλουν ασφυκτικά σαν τους
δορυφόρους των φωτεινών αστεριών. Τα
μέτρα ασφάλειας ακόμα μεγαλύτερα για
αυτούς, καθώς καθένας τους ήταν
υποχρεωμένος, κα΄θε φορά που έβγαινε από
τις πόρτες του κτιρίου να ξαναπεράσει
από την ίδια ρουτίνα των ανιχνευτικών
μηχανημάτων και
των ανδρών των υπηρεσιών ασφάλειας. Σαν
αποτέλεσμα όλων αυτών των μέτρων,
εταιρίες υποχρεώθηκαν να στείλουν στο
σπίτι τους έναν μεγάλο αριθμό υπαλλήλων,-
για να τους προφυλάξουν από κάθε
ενδεχόμενο-, και πολίτες να αισθανθούν
την αγανάκτηση ορών αναμονής, λόγω των
προβλημάτων από την κυκλοφορία από το
κλείσιμο των λεωφόρων. Ολόκληρη η πόλη
ένα ατέλειωτο φρούριο με δεκάδες
χιλιάδες όργανα της τάξης τοποθετημένα
μπροστά από κάθε κτίριο, δημόσιο ή
ιδιωτικό, να περιμένουν υπομονητικά να
περάσει η ώρα τους για να μπορέσουν, επί
τέλους να ξεκουραστούν και αυτοί σαν
άνθρωποι. Και
τέλος ήλθε η αγανάκτηση με την μορφή των
οργανωμένων διαδηλώσεων ενάντια σε
εκείνους οι οποίοι εννοούν να
αποφασίζουν για τις τύχες των μελών της
οικογένειας του ανθρώπου, χωρίς καν να
ενδιαφέρονται εάν οι ιδέες και
αποφάσεις τους είναι αρεστές οι όχι.
Έτσι ξεκίνησε εκείνη η μεγάλη διαδήλωση,
ένα ποτάμι πολιτών, κυρίως νέων, το οποίο
κατέλυσε τους κεντρικούς δρόμους της
μεγαλούπολης και με την ορμή του
περάσματός του, άρχισε να διαμορφώνεται
σε έναν απειλητικό χείμαρο έτοιμο να
παρασύρει στο διάβα του οτιδήποτε θα
μπορούσε να σταθεί σαν εμπόδιο. Και ήταν
τότε που ξέσπασαν τα πρώτα σημάδια της
βίας, καθώς η ορμή της διαμαρτυρίας των
πολιτών της νέας γενιάς, ξαφνικά
δυνάμωσε και εκδηλώθηκε τη μορφή της
βίας. Το ποιοι ήταν οι λόγοι εκείνης της
ανθρώπινης αγανάκτησης που τους
παρότρυναν στην σκληρή γλώσσα της βίας
και της καταστροφής, άγνωστο. Το μόνο που
είναι βέβαιο είναι το γεγονός ότι πέραν
μιας μικρής μειοψηφίας εξτρεμιστικών
στοιχείων η μεγάλη, η μέγιστη μάζα των
διαδηλωτών συνέχισε την ειρηνική της
πορεία διαμαρτυρόμενη για το γεγονός
της τεράστιας δαπάνης του δημόσιου
ταμείου,- δύο δις. δολάρια σε τέσσερις
μέρες-, την ώρα που οι περισσότεροι από
του διαδηλωτές δεν
είχαν καν την ευκαιρία κάποιας εργασίας.
Καταδικάζουμε
τη βία των ολίγων. Μια πρακτική ξένη με
τα πολιτικά ήθη και έθιμα του Καναδά. Μια
έκφραση αγανάκτησης τελείως ξένης και
απαράδεκτης από κάθε πολίτη. Διαφωνούμε
όμως παράλληλα και με τη νοοτροπία
των μελών των δυνάμεων ασφάλειας, με
αφορμή αυτό το γεγονός, την επομένη να
σταματούν κάθε πολίτη ο οποίος βάδιζε
στους δρόμους ανυποψίαστος, να τον
υποβάλουν σε σωματική έρευνα ή να τον
θέτουν υπό κράτηση, χωρίς κανένα
απολύτως λόγο. Μεταξύ
εκείνων που αισθάνθηκαν τη ξινή γεύση
αυτής της στρατηγικής υπήρξε και ο
αρχισυντάκτης της επιθεώρησης “Πατρίδες”,
ο οποίος βρέθηκε αντιμέτωπος με τα
όργανα ασφάλειας της δημοτικής
αστυνομίας του Τορόντο, επειδή έσπευσε
να υπερασπισθεί τα ατομικά δικαιώματα
ειρηνικών πολιτών, οι οποίοι
περνούσαν από κάποιο
κεντρικό σημείο, και οι οποίοι χωρίς
κανένα λόγο δέχθηκαν την επίθεση των
αστυνομικών. Παρά δε το γεγονός ότι στο
στήθος του Θωμά Σάρα, υπήρχαν εμφανή τα
διαπιστευτήριά του από τις τρεις
διαφορετικές δυνάμεις ασφάλειας (RCMP, OPP
και Metro Police), αυτό δεν φαίνεται να
συγκράτησε έναν αξιωματούχο της
αστυνομίας Τορόντο από το να του
επιτεθεί, απειλώντας τον με σύλληψη και
κράτηση εάν δεν απομακρυνθεί αμέσως. Και
ο δημοσιογράφος, όπως ήταν επόμενο
πιστός στην υπηρεσία που εκτελεί
αρνήθηκε, υποστηρίζοντας ότι αποτελούσε
βασικό στοιχείο των καθηκόντων του η
υπεράσπιση των δικαιωμάτων των πολιτών,
τα οποία την ώρα εκείνη παραβιαζόταν.
Μολονότι το συμβάν δεν έλαβε
μεγαλύτερες διαστάσεις και τελικά τόσο
ο δημοσιογράφος, όσο και οι πολίτες
αφέθηκαν ελεύθεροι, εκφράζουμε, σήμερα
την αγανάκτησή μας για την ωμή,
απροκάλυπτη και παράνομη παραβίαση του
χάρτη των ανθρωπίνων δικαιωμάτων του
Καναδικού Συντάγματος
από εκείνους οι οποίοι έχουν ορκισθεί
και παραμένουν φύλακες της ευνομίας,
ζητούμε την διεξαγωγή ανακρίσεων πάνω
στα γεγονότα και την παραδειγματική
τιμωρία των υπευθύνων, είτε αυτοί είναι
πολιτικοί, είτε αστυνομικοί.
Τα
γεγονότα της 27ης του Ιούνη, δεν
υπάρχει αμφιβολία ότι είναι πρωτόγνωρα
για την Καναδική κοινωνία, έρχονται σε
αντίκρουση και αντίφαση με τις
διατάξεις, τις προβλέψεις και τα άρθρα,
του Καναδικού Συντάγματος το οποίο την
ημερομηνία απολάμβανε κάθε σεβασμού και
ισχύς, και σε καμία περίπτωση δεν έδινε
ειδικές εξουσίες στα όργανα ασφάλειας
σε βάρος των δικαιωμάτων των Καναδών.
Δεν είναι δε δυνατόν να δεχθούμε, σε
καμία περίπτωση και για κανένα λόγο, ότι
όταν ,ανάλογα με τη κρίση της αστυνομίας,
κάποιος πολίτης κριθεί ύποπτος για κάτι,
θα πρέπει να συλλαμβάνεται στη μέση του
δρόμου, για λόγους ασφάλειας των 8 ή και
των 20 , η τετραήμερη φιλοξενία των οποίων
κόστισε στους Καναδούς φορολογούμενους
δύο δισεκατομμύρια δολάρια. Καιρός
λοιπόν να αναζητηθούν ευθύνες και να
υποβληθούν παραιτήσεις, εάν κριθεί
απαραίτητο. “Πατρίδες” |