The strong voice of a great community
Ιανουάριος, 2008

Πίσω στο ευρετήριο

 ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ: Ένα επίτευγμα των Διπλωματών της Ελλάδας.

 

Ύστερα από τέσσερις ολόκληρες δεκαετίες, τα γεγονότα επιβεβαιώνουν ότι είχα απόλυτο δίκαιο έναντι των διπλωματών της Ελλάδας οι οποίοι αποδεικνύονται μυωπικοί και έκτός πραγματικότητας, χωρίς ωστόσο να υποστούν την παραμικρή τιμωρία για την ανικανότητά τους.

                                                     Του Θωμά Στεφ. Σάρα

 

Για όσους από τους αναγνώστες μου παρακολουθούν κανονικά την αρθρογραφία μου στην επιθεώρηση “Πατρίδες” τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες, δεν θα πρέπει να υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι οι πολιτικές εξελίξεις και τα τετελεσμένα στα Βαλκάνια, κάθε άλλο παρά υπήρξαν “τετελεσμένα”, τουλάχιστον για αυτή τη φωνή και τον αρθρογράφο.

Και όμως για τέσσερις ολόκληρες τετραετίες, γνωρίζει ολόκληρη η ομογένεια Καναδά και ΗΠΑ, τους διωγμούς και την κατασυκοφάντηση που έχω υποστεί από τους συνεργάτες και τα όργανα των εκάστοτε υπευθύνων  της διπλωματικής αποστολής των Αθηνών στο Τορόντο και την Οτάβα.

Σήμερα, με αφορμή τις τελευταίες πληροφορίες, οι οποίες αναφέρουν ότι για πρώτη φορά μεταξύ των δύο πλευρών “εμφανίζονται κάποιες πιθανότητες για το ενδεχόμενο αποδοχής σύνθετης ονομασίας” από τους εκπροσώπους των Σκοπίων, θα ήθελα να κάνω μια σύντομη αναφορά στις προσπάθειες και τους αγώνες σαράντα χρόνων, προκειμένου να ενημερώσω την ομογένεια για τον επερχόμενο κίνδυνο και τις απειλές ενάντια στον βόρειο ελλαδίτικο χώρο.

Από τις πρώτες κιόλας μέρες παραμονής μου στο Τορόντο, θα πρέπει να ομολογήσω πόσο  εντυπωσιάσθηκα από την οργανωμένη και ενορχηστρωμένη προπαγανδιστική προσπάθεια των ομάδων των σλαβόφωνων στοιχείων της πόλης και τις καθόλα απαράδεκτες και προσβλητικές αιτιάσεις τους για την Μακεδονία και τον Μακεδονικό χώρο.

Αυτοί ήταν και οι λόγοι για τους οποίους, αμέσως μετά την άφιξη μου στο Τορόντο, σε κάθε σχεδόν βήμα μου έβρισκα μπροστά μου “τα λοφία και τις παγίδες” που έβαζαν οι εκπρόσωποι της αποστολής της 100 University.

Θυμάμαι ότι ενώ είχα αρχίσει να αρθρογραφώ την περίοδο εκείνη στον “Ελεύθερο Τύπου” του μακαρίτη του Σταμπολή, κάποια στιγμή ο τελευταίος μου παρακάλεσε να σταματήσω επειδή δεν θα ήθελε “να τα βάλει ανοιχτά με την κακοήθεια τους”.

Αργότερα με μια μικρή ομάδα αγνών πατριωτών, με καταγωγή από τα ακριτικά χωριά της Μακεδονίας, και με την οικονομική συνδρομή και συμπαράσταση τους, ανέλαβα την επιμέλεια του “Μακεδονομάχου”, μιας μηνιάτικης έκδοσης της εθνικής αδελφότητας “Ίων Δραγούμης”, την ευθύνη του οποίου είχε ο Κυριάκος Χολέρης μαζί με έναν άλλο αριθμό συμπατριωτών του.

Αλλά όμως και πάλι, ύστερα από την άρνησή μου να δεχθώ τη λογοκρισία που ήθελαν να επιβάλλουν οι διπλωμάτες της Ελλάδας, προτίμησα να σταματήσω.

Στο σημείο αυτό, ας μου επιτραπεί να αναφερθώ μόνον σε ένα περιστατικό το οποίο θεωρώ κλασικό παράδειγμα του πολέμου που γινόταν εναντίον μου.

Στην τελευταία εκείνη μια μένα έκδοση του έντυπου, τον τυπογράφο επισκέφθηκε ο τότε υποπρόξενος της διπλωματικής αποστολής της Ελλάδας στο Τορόντο, ο οποίος ζήτησε να ξανατυπωθούν τα φύλα, αφού όμως προηγουμένως αφαιρεθεί το όνομά μου τόσο από τα άρθρα, όσο και από την ταυτότητα της έκδοσης. Όπως ήταν επόμενο ο ίδιος πλήρωσε και τον τυπογράφο για την όλη εργασία, άπαξ και ο ίδιος προσωπικά  δεν σιμούν παρόν σε εκείνα τα μαγειρέματα. Τυπογράφος θυμάμαι ότι ήταν γνωστός εκδότης παροικιακής εφημερίδας του Τορόντο. Όταν ωστόσο θέλησα να διαμαρτυρηθώ για την κλοπή της πνευματικής μου εργασίας που αποτελούσαν όλα τα άρθρα που είχαν ιδιοποιηθεί τα ενδιαφερόμενα μέρη, ουδέποτε μου δόθηκε κάποια απάντηση.

Κάτω από αυτές τις συνθήκες, αντιλήφθηκα ότι δεν μπορούσε να εμπεδωθεί κάποιος αγώνας, άπαξ και η “λερναία ύδρα” των συνεργαζόμενων με τους υπεύθυνους των διπλωματικών αποστολών, δεν φαινόταν διατεθειμένη να αντιδράσει. Μέσα στα πλαίσια αυτής της καμπάνιας, ας μου επιτραπεί να τονίσω, ότι είχαν ληφθεί όλα τα μέτρα ώστε να μη κατορθώσω ποτέ να γίνω μέλος της “Παμμακεδονικής Ένωσης”, ενός οργανισμού τον οποίο ελέγχανε με κάθε λεπτομέρεια. Θυμάμαι όταν κάποτε πήγα να εγγραφώ στο σύλλογο των Θεσσαλονικιών, στον οποίο είχα κάθε δικαίωμα ως προερχόμενος από την Θεσσαλονίκη, μπροστά μου βρέθηκε και πάλι κάποιος Βασίλης Νούσης, κουμπάρος του τότε προξένου Απόστολου Παπασλιώτη, ο οποίος εκφώνησε έναν πραγματικό “Φιλιππικό” εναντίον μου, διαβεβαιώνοντας τα μέλη ότι δεν υπάρχει κανένας κίνδυνος για την Μακεδονία, και ότι ο ίδιος ως κουμπάρος του προξένου το συζήτησε μαζί του και τους διαβεβαιώνει για αυτό, όλη αυτή η υπόθεση, σύμφωνα με τον ομιλητή, “ήταν δημιούργημα της φαντασίας του Σάρα, ο οποίος με τον τρόπο αυτό προσπαθεί να επιβληθεί στην παροικία, ενώ παράλληλα προσπαθεί να δηλητηριάσει τις σχέσεις φιλίας και καλής γειτονίας μεταξύ Ελλάδας και Γιουγκοσλαβίας”. Ήταν τέτοια η σιχαμάρα που αισθάνθηκα την ημέρα εκείνη ώστε σηκώθηκα πήρα πίσω το ποσόν της συνδρομής που είχα καταβάλλει στην αρχή της συνεδρίασης και απήλθα, για να μην ξαναγυρίσω ποτέ. Το 1975, με την μεσολάβηση ορισμένων φίλων, κυρίως του αείμνηστου Μηνά Γκαρτζαλή, ο οποίος από την πρώτη μας γνωριμία μου είχε αγκαλιάσει σαν παιδί του, εκλέχθηκα κυβερνήτης του τμήματος Τορόντο της Παμμακεδονικής Ένωσης.

Στο εθνικό, ωστόσο, συνέδριο της οργάνωσης το οποίο είχε οργανωθεί στο Ρότζεστερ των ΗΠΑ, γνωστοί μπράβοι εκείνων που δεν με ήθελαν, έφθασαν στο σημείο να μου επιτεθούν μέσα στο συνέδριο την ώρα που μιλούσα. Η επίθεση εκείνη είχε προγραμματιστεί από κάποιον φασίστα, ο οποίος παρουσιαζόταν ως εκπρόσωπος των υπηρεσιών πληροφοριών των Αθηνών.

Παρ’ όλα αυτά, στο χρόνο που ακολούθησε προχώρησα με πίστη και βεβαιότητα για την ανάγκη του έργου που είχα αναλάβει. Πρώτα δημιούργησα Καναδικό νομικό πρόσωπο για τον οργανισμό, ο οποίος μέχρι την ημέρα εκείνη δεν υπήρχε για την Καναδική νομοθεσία, και αμέσως μετά με την βοήθεια του ομογενούς δικηγόρου Πωλ Παυλάκη, προχωρήσαμε στην αγορά του κτιρίου που στεγάζεται σήμερα η οργάνωση. Στη πραγματικότητα λόγω του ότι δεν υπήρχε ταμείο της Παμμακεδονικής, ζήτησα την βοήθεια ορισμένων αγνών πατριωτών,  στελεχών της οργάνωσης, τα οποία δέχθηκαν να υπογράψουν αίτηση δανειοδότησης στον τότε διευθυντή τραπεζικού καταστήματος Σαμ Καστρινό, τα δε χρήματα των δανείων δόθηκαν προκαταβολή για την αγορά του διπλού ακινήτου της Ντάνφορθ. Θα πρέπει επίσης να τονίσω ότι στέλεχος της οργάνωσης επίσης διευθυντής τραπεζικού καταστήματος της περιοχής αρνήθηκε να βοηθήσει, από τον φόβο ότι η αγορά εκείνη δεν οδηγούσε πουθενά και θα είχαν χαθεί τα χρήματα.

Αλλά όμως και πάλι δημιουργήθηκαν νέα προβλήματα καθώς οι καταστατικοί σύμβουλοι του οργανισμού,  επέμεναν ότι θα έπρεπε το κτίριο να γραφεί πάνω τους ως “τραστείς” για να μην υπάρξει περίπτωση αυτό να περιπέσει σε χέρια ατόμων που δεν τα είχαν εμπιστοσύνη.  Αρνήθηκα κατηγορηματικά αυτή τους την απαίτηση και με την βοήθεια του δικηγόρου μας, κλείσαμε το συμβόλαιο αγοράς στο όνομα της εταιρίας, (Παμμακεδονικής). Η ενέργεια μου εκείνη, ωστόσο μου κόστισε προσωπικά  ένα δόντι, από την επίθεση που δέχθηκα από στέλεχος της αντίπαλης παράταξης που ήθελαν να διορισθούν από το νόμο “δραγάτες” του οργανισμού. Παράλληλα συνεχιζόταν η έκδοση της μικρής τότε επιθεώρησης “Πατρίδες”, σε μια προσπάθεια ενημέρωσης της ομογένειας.

Περί τα τέλη της δεκαετίας του 1970, είχα κατορθώσει να παρακολουθώ από κοντά τις εξελίξεις στο στρατόπεδο των σλαβόφωνων. Ήταν τότε που για πρώτη φορά νοίκιαζαν ελικόπτερα και περνούσαν πάνω από τα πάρκα που είχαν το Πικ-Νικ τους οι Ελληνο-Μακεδόνες, και πετούσαν προκηρύξεις βρίζοντας με το χειρότερο τρόπο κάθε τι το ελληνικό. Σε μια από αυτές τις επιθέσεις υπήρξε παρόν και ο τότε Πρέσβης της Ελλάδας στο Καναδά, ο οποίος ωστόσο περιορίστηκε να συστήσει “ψυχραιμία”.

Δύο από εκείνους οι οποίοι αρνήθηκαν να συμβιβασθούν με τις υποδείξεις των διπλωματών, ήταν ο Σταύρος Παπαδόπουλος και ο Δημήτρης Κουμπρίδης. Οι δύο αυτοί πατριώτες, γρήγορα βρέθηκαν κάτω από τα πυρά εκείνων που υποτίθεται ότι ήταν συνεργάτες, με αποτέλεσμα να υποστούν νευρικά σοκ, από την αρνητική στάση εκείνων. Θεωρώ δε υποχρέωσή μου να αναφερθώ στο σπουδαίο έργο που προσέφεραν οι δύο αυτοί ομογενείς.

Παρόμοιο υπήρξε το κλίμα που συναντήσαμε και ολόκληρη την δεκαετία του 1980, όταν άρχισαν να διαφαίνονται τα πρώτα σύννεφα της επερχόμενης καταιγίδας από βορρά. Αυτός ήταν και ο λόγος που πίστεψα ότι είχα υποχρέωση να ενημερώσω την Αθήνα για τον κίνδυνο που πλησίαζε. Έτσι το 1985 δημιούργησα δύο τόμους τους οποίους βιβλιοδέτησα, με όλα τα στοιχεία ανθελληνικής προπαγάνδας  στα χέρια μου, και τους έστειλα με συστημένη επιστολή στο Υπέξ Ελλάδας. Για άλλη μια φορά δεν έλαβα καμία απάντηση. Μήνες αργότερα γνωστός υπερπατριώτης της παροικίας ο οποίος είχε προσληφθεί στο πολιτικό γραφείο του τότε Υπουργού, μου έγραψε ότι βρήκε το βιβλίο και φρόντισε να πάει στα σκουπίδια, επειδή έδειχνε “όλη την εμπάθεια που μου διέκρινε εναντίον των φίλων Γιουγκοσλάβων.”

Τα τελευταία χρόνια της δεκαετίας του 1980, άρχισαν να διαφαίνονται ολοκάθαρες οι  επερχόμενες γεωπολιτικές αλλαγές των συνόρων της ομοσπονδίας των Νότιο-Σλάβων. Πρώτα η Σλοβενία, ύστερα η Κροατία, ακολούθησε η Βοσνία Ερζεγοβίνη και τέλος ήλθε η σειρά των Σκοπίων, τα στελέχη των οποίων πραγματικά έκανα την πλέον θαυμάσια εργασία καθώς κατόρθωσαν να αποσπασθούν, χωρίς να ανοίξει έστω και μία μύτη.

Τα αποτελέσματα της μέχρι τότε λαθεμένης πολιτικής που ακολούθησε η Αθήνα άρχισαν πλέον να αποτελούν πραγματικότητα, παίρνοντας νέες και πραγματικές απειλές για την Ελληνική Μακεδονία. Ήταν η περίοδος που οι Σλάβοι έφερναν στα διάφορα διεθνή και Ευρωπαϊκά συμβούλια την “υπόθεσή” τους. Έμπειρα στελέχη της κίνησης από την Αυστραλία, τον Καναδά και τις ΗΠΑ, μπήκαν μπροστά δημιουργώντας μια νέα λαμπαδοφορία “ενημέρωσης της Ευρώπης”. Τα στελέχη εκείνα, είχαν απόλυτη μόρφωση και εμπειρία από τους αγώνες ετών. Τα διέκρινε φανατισμός και αποφασιστικότητα και δεν έδειχναν διατεθειμένα να κάνουν πίσω με τίποτα. Από την Ελληνική πλευρά αντιθέτως, οι διπλωμάτες της Αθήνας, άρχισαν να ψάχνουν για να βρουν άτομα τα οποία θα πήγαιναν να αντιμετωπίσουν τα επιχειρήματα εκείνων, χωρίς να έχουν καμία σχέση με το Μακεδονικό, τη φύση, την Ιστορία και το λαό. Ομολογώ ότι η πολιτική αυτή πρακτική αρχικά μου δημιούργησε πολλά ερωτηματικά, για να πληροφορηθώ ωστόσο αργότερα ότι μεταξύ άλλων διαβεβαιώσεις για την ανεξαρτησία τους είχαν πάρει και από τον ιδρυτή του ΠΑΣΟΚ, Ανδρέα Παπανδρέου, επομένως δεν φαίνεται να υπήρξε κανένας λόγος κάποιας σοβαρής προσπάθειας εναντίον τους.

Ο υπεύθυνος , μάλιστα, διπλωμάτης των Αθηνών στο Τορόντο,την εποχή εκείνη από τα έμπιστα και διακεκριμένα στελέχη του ΝΑΤΟ, (το οποίο βασικά είχε αποφασίσει την ίδρυση της νέας διοικητικής οντότητας στα Βαλκάνια), λίγο αργότερα, διορίσθηκε διευθυντής του διπλωματικού γραφείου του πρωθυπουργού της Ελλάδας  Κώστα Σημίτη, προκειμένου να ολοκληρώσει το έργο που άρχισε στο Τορόντο. Το σπουδαίο είναι ότι παρά το αρνητικό κλίμα των πολιτικών εξελίξεων, ελάχιστοι ήταν εκείνοι των διπλωματών που τους ζητήθηκαν ευθύνες. Οι περισσότεροι από αυτούς προτίμησαν να παραιτηθούν και να ξεφύγουν από κάθε ευθύνη. Υπήρξαν, ωστόσο, και εκείνοι που κατόρθωσαν να ξεγλιστρήσουν συνεχίζοντας την επαγγελματική τους σταδιοδρομία ανενόχλητοι. Ένας από αυτούς θα πρέπει να είναι και ο σημερινός Πρέσβης των Αθηνών στο Καναδά, ο οποίος αν και υπηρέτησε στο επίκεντρο του ιδεολογικού ηφαίστειου του κινήματος των Σλάβο-Μακεδόνων, την εποχή εκείνη προσποιούμενος ότι δεν καταλαβαίνει για το τι συμβαίνει γύρω του, επανήλθε και πάλι μάλλον για να ολοκληρώσει το έργο. Τώρα υποστηρίζουν ότι το όνομα χάθηκε το 1948, όταν το επέβαλε ο Τίτο χωρίς την αντίδραση της Ελληνικής κυβέρνησης. Βλέπετε πόσο είναι πολιτικά σωστό και βολεύει το να φορτώνει κάποιος στους πεθαμένους όλα τα σφάλματα τις αδυναμίες και αποτυχίες του.

Να λοιπόν πως φτάσαμε στην σημερινή πραγματικότητα να εκλιπαρούμε τους εκπροσώπους της κυβέρνησης των Σκοπίων  να δεχθούν σύνθετη ονομασία.

Είναι δε βέβαιο ότι το Μακεδονικό ξεπουλήθηκε στα ανώνυμα συμφέροντα του επενδυτικού κεφαλαίου και της πλουτοκρατίας των Αθηνών.

 

Πάνω σε αυτό όμως θα επανέλθω στην επόμενη έκδοση της 24ης του Φλεβάρη.