|
|
Πραγματικές
ιστορίες του χτες και του σήμερα
Πρωτοχρονιάτικο αφιέρωμα Από
το Βάιο Φασούλα (Παραμονές
Πρωτοχρονιάς. Ξημερώνει το 2008. Στη
γιορταστική ατμόσφαιρα οι άνθρωποι
εναποθέτουν τα όνειρά τους στις ελπίδες,
τουλάχιστον, όσοι μπορούν να ελπίζουν. Η
«σύγχρονη» εποχή μας τις παραμέρισε ή
τις ενσωμάτωσε στην ύλη. Η νοσταλγία του
χτες συγκρούεται με την απόγνωση του
σήμερα. Οι… ευνομούμενες πολιτείες
βαδίζουν …μπροστά!!. και τα μηνύματα των
«εκλεκτών» επιτρέπουν την ελπίδα…
αυτήν την παραμορφωμένη σε συνήθεια.
«Ε τι να κάνουμε, έχει ο θεός». Ας δούμε
αυτή τη «σύγκρουση» της νοσταλγίας του
χτες με την απόγνωση του σήμερα και ας
ευχηθούμε Χρόνια
Πολλά –Καλή Χρονιά. Βάιος Φασούλας) «Σ’ αυτές, λοιπόν, τις γιορτές της
Πρωτοχρονιάς που
διατράνωναν την παρουσία τους με
διάφορες μορφές, πολλές απ’ αυτές με τον
άρχοντα της πόλης γελαστό, καλοσυνάτο
και φιλότιμο, καταδεχτικό και πλούσιο με
την απλοχεριά του, ντυμένος με τα
στολίδια που δείχνανε την καρδιά του, να
φτάνει να μοιάζει με τους θεούς της
εποχής, να πίνει τσίπουρο ή να παίζει
ντόμινο με τους πολίτες κάτω απ’ το
ξεπλυμένο λαμπόγυαλο του καφενέ
συζητώντας, καθώς και με
τον γέροντα κάποιας εκκλησιάς, που
στο πρόσωπό του μεγαλουργούσε το
κάτασπρο κι αραχνοΰφαντο φτερό της
ειρήνης, της αγάπης και της αρετής. Στη
σειρά ακολουθούσαν, σαν Εύζωνοι
καμαρωτοί, του τόπου οργανοπαίχτες και
τραγουδιστές, που ζήλευαν τις φωνές τους
ακόμα και τα αηδόνια. Κάμποσοι άλλοι
που κρατούσαν απ’ τα βλαχοχώρια,
έχοντας πάνω τους τις ανεξίτηλες
ζωγραφιές της φύσης και ξοπίσω τους να
χύνονται οι μικρές ανθρωποστρατιές, με
τα σημάδια της χαράς και της αγάπης και
να περνάνε στη σειρά στο γιορτινό
ξεκίνημα της Πρωτοχρονιάς. Να μαζεύονται
άντρες και γυναίκες στις φτωχικές
κάμαρες, στα παλαμισμένα με τέχνη
πατώματα ή άλλα πάλι μ’ ένα πεταχτό και
με πολύ χαλίκι τσιμέντο, να πέφτουν τα
ζάρια και να χάνονται μεθυσμένα στις
τρύπες του δαπέδου, πότε να ζωγραφίζεται
πάνω τους η τύχη και άλλοτε η γκίνια,
δημιουργώντας μια χλαλοή της στιγμής,
έτσι, για να κρατηθούν τα νυσταγμένα
μάτια των γυναικών ανοιγμένα. Το τσιπράκι που
έδωνε δύναμη στην ψυχή και καρδάμωνε τα
νεύρα, το καφεδάκι για τα κουρασμένα απ’
το κυνηγητό της δύσκολης ημέρας βλέφαρα,
το λουκουμάκι, το σπιτικό γλυκό που
γλυκαίνει τα ελαφρότερα βάσανα της
εποχής και με τέτοια μεράκια φτιαγμένο
που να μη μπορεί να το ξεφύγει ο
ξεδοντιάρης παππούς κι οργανωτής αυτής
της βραδιάς. Το
γκαζοκάντηλο ή ένα λαμπόγυαλο που
σιγανάσανε στη θαλπωρή που ξεχύνονταν
με θέρμη απ’ το καλοταϊσμένο τζάκι που
κροτάλιζε καταβροχθίζοντας, απ’ τη
μεγάλη πίεση του«Καλαμπακιώτη»,(Τρίκαλα)
κούτσουρα και κρύο, αντικαθιστώντας
κάποιους πολυέλαιους, της μοναδικής
λέσχης των αρχόντων της πόλης. Κάπου
στις δυο τα μεσάνυχτα, άκουγες να
γίνεται η αλλαγή της τύχης, να βγαίνουν
οι φωνές έξω στα παγωμένα καλντερίμια
της γειτονιάς, εκεί που κρέμονταν σαν
ξεσχισμένοι μπακαλιάροι τα κρύσταλλα,
κι εκείνος, σαν πρωταγωνιστής, ανάθεμα, ο
«Καλαμπακιώτης», θεριό ο σκύλος, να
ουρλιάζει, να ακούγονται και να περνούν
τρομαγμένα κοπάδια από χηνάρια στον
άσπρο ουρανό, που όπως πήγαιναν προς το νοτιά, κάνανε ένα τεράστιο» «ν»,
σημάδι που έλεγε πως θα ’ρθουν κι άλλα
χιόνια, να ραπίζει ανελέητα με την κρύα
του ανάσα τα σκαμμένα πρόσωπα των
παιχτών και κάμποσα νωρίς γερασμένα,
άλλαζαν, λοιπόν, και πήγαιναν απ’ της
κυρά-Αθηνάς στου μπάρμπα-Χρήστου,
προσδοκώντας κάποιες δραχμές, έτσι,
δηλαδή, για το καλό της χρονιάς. Κι άλλοι,
ξεχνώντας τον αναθεματισμένο Ρήγα ή
εκείνα τα διαολεμένα ντόρτια που
λούφαζαν φοβισμένα στο δάπεδο αφού
έκαναν τη ζημιά, καλωσόριζαν το νέο
χρόνο τσουγκρίζοντας ποτήρια… (απόσπασμα
από το Σταυροδρόμι της γειτονιάς)
(Εντελώς τυχαία,
ένα καλοκαιρινό γιόμα, πέρασε ένας ξένος
από ένα χωριό κι όταν είδε μια γυναίκα
νέα μα μεσόκοπη έξω στην αυλή της να
αρμαθιάζει καπνό, στάθηκε και της ζήτησε
λίγο νερό. Από τότε, όταν τον φέρνει ο
δρόμος, περνά να τη δει, να μείνει λίγο
μαζί της και να πουν καμιά κουβέντα. Έτσι
και αυτή τη φορά, μόλις τον αντίκρισε η
γυναίκα έκανε δυο βήματα με χαρά και
συγκίνηση να τον προϋπαντήσει, τον έβαλε
να κάτσει σ’ ένα σκαμνί κάτω από ένα
μικρό πλατάνι και έτρεξε στο πηγάδι να
βγάλει κρύο νερό. Δροσίστηκε ο ξένος και
την ευχαρίστησε από καρδιά. Πήρε και η
νοικοκυρά ένα άλλο αυτοσχέδιο σκαμνάκι
κι έκατσε δίπλα του, κοιτώντας τον πώς
σκούπιζε το ιδρωμένο του πρόσωπο. Είναι
η τρίτη ή τέταρτη φορά που έρχεται και
αφού ξεδίψασε λίγο, μια άλλη δίψα άρχισε
να φουντώνει μέσα του. Ξερόβηξε ψεύτικα,
τον κοίταξε εκείνη με ένα διαπεραστικό
βλέμμα και σταύρωσε τα χέρια της
περιμένοντας ν’ ακούσει τη φωνή του.
Είχανε συζητήσει κάποια πράγματα τις
προηγούμενες φορές αρχίζοντας ο ξένος
με τα δικά του κι όταν η γυναίκα άρχιζε
από δω και από κει να λέει τα δικά της, ο
ξένος μην αντέχοντας προσποιούνταν πως
άργησε και έπρεπε να φύγει. Έτσι έγινε
τις προηγούμενες φορές αλλά αυτή τη φορά
το αποφάσισε να μείνει και την
παρακάλεσε με περίσσια ευγένεια και
σεβασμό να του πει για τη ζωή της. Κι
εκείνη άρχισε) ΟΤΑΝ Η ΔΥΣΤΥΧΙΑ
ΧΤΥΠΑ Να
σε καλωσορίσω ακόμα μια φορά, ω συ ξένε, που
καταδέχεσαι να ρίξεις τη ματιά σου μέσα
στη συφορά μου Εσύ
που είσαι άνθρωπος και ζεις μες στα καλά
σου Βούλιαξες
μες στις ομορφιές, μέσα στα αγαθά σου Πνίγεσαι
και λούζεσαι μέσα στην ευτυχία Εσύ
γελάς και τραγουδάς, διαβάζεις,
σκέφτεσαι, μιλάς Ταξίδια
κάνεις μακρινά σ’ άγνωστες πολιτείες
και δείχνεις φανερά
πως ο Θεός σου χάρισε απ’ όλα τ’ αγαθά Έχεις
γυναίκα και παιδιά και μια καλή δουλειά Σπιτάκια
έχεις κάμποσα σου φέρνουνε λεφτά Δυο-τρία
μαγαζάκια δίνουν τον οβολό, κάποια σου
βιβλιάρια σφύζουν
σαν τη συκιά με τους γλυκούς καρπούς και
σαν ουρά οι τόκοι σε σκώνουνε ψηλά και
τα παιδιά σου άνετα σπουδάζουνε κι αυτά. Σωστούς
και δυνατούς ανθρώπους θα θέλεις να τα
δεις, -και
με το δίκιο σου, σου αξίζει- μια μέρα στη
ζωή Και
σε ρωτώ, πώς γίνεται αληθινά να μη μπορώ
μες στη ζωή τον
ήλιο να τηράξω; Να
φταίει τάχατες της Μοίρας μου η κακιά
οργή, η ζήλια της κι
ο οχετός που πάντα και απανταχού απάνω
μου να ρίχνουν; Ή
του Θεού, τάχα, πού να ξέρω η άμοιρη,
κατάρα να’ ναι αυτή, όπου
ποτέ δεν έκανα σε κάποιονε κακό, μήτε
θεριό ανθρώπινο ή άλλο φυσικό; Κι
όμως όλα τα έχασα, χτυπήθηκα σκληρά κι απ’
το Θεό κι απ’ τη ζωή, μ’
όλους τους τρόπους τους σκληρούς, με όλα
τα δεινά Τι
να μου πεις τώρα κι εσύ που είσαι ένα
κύριος και ευγενικός, πραγματικά, πολύ! Κι
όταν περνάς απ’ το χωριό, φτάνεις στην
πόρτα μου κοντά για
να με δεις, για να με κουβεντιάσεις, για
να μου δώσεις οβολό και είναι της
καρδιάς σου Κοντά
να παίρνεις τη φυγή πριχού ολοκληρώσω
κοιτώντας πίσω σου συχνά μην κι η σκιά
μου η
άδολη τρέχει στα βήματά σου και να,
γυρνάς ξανά Περνάς,
μου δίνεις συμβουλές, βοήθεια ηθική και
κάποια υλική. Μου ’πες δυο-τρεις φορές, για
να κερδίσω τη ζωή πρέπει και να το θέλω
και να την αγαπώ Έτσι
δε λες, όταν περνάς για να με δεις για
κάμποσες στιγμές; Έτσι δε μου ’πες τώρα; Κι
ας φαίνεται για μένανε παράξενο,
παράδοξο, μα είναι αληθινό Πως
δύναμη έχω, όπως λες, και αγάπη δυνατή Μα
να, της τύχης μου ραβδί, δρεπάνι έγινε,
σκαπάνη και τσαπί μ’ ανοίγει λάκκο
καθημερινό λες
και θέλει να αφανιστώ απ’ τούτη τη ζωή Να
ξεκινήσω να σου πω ό, τι δεν σου είπα την
άλλη τη φορά, όπου
οι πόνοι μου, καημένε μου, σ’ είχαν
διώξει ξανά Ω
ναι! Αρχίζω να φοβάμαι μήπως και
κουραστείς Όπου
απ’ τα χείλη μου δεν βγήκε μία λέξη, ένα
χαμόγελο έστω και ψεύτικο, που
μάταια προσπαθώ Να
δεις κι εσύ κοντά ότι ο άνθρωπος ετούτος
δεν είναι ένα χτικιό, δεν είναι ένα
βάσανο που
στάζει τη χολή, μέσα απ’ την κοίτη τ’
αστείρευτου πηγαδιού μου που έχει
φαρμακωθεί Ξέρεις,
καλέ μου ξένε, πηγάδια έχουνε όλοι οι
άνθρωποι Άλλοι
βαθιά, άλλοι ρηχά και άλλοι ξεραμένα Μα
το πηγάδι το δικό μου δεν είναι μοναχά
ξερό, δεν
είναι μοναχά βαθύ, δεν είναι μοναχά
φαρμάκι ποτισμένο! Ξέρα,
φαρμάκι κι άβυσσος απ’ τ’ άγνωστο του
βάθος απλώθη απανταχού: Θες
τα λένε χείλη, θες τα λένε μάτια, θες
αφτιά, θες
τη λένε καρδιά, θες τη λένε ψυχή και το
κορμί μου ολάκερο έχει φαρμακωθεί
Ακόμα
και στης κεφαλής τις τρίχες μου, θαρρώ,
μεστώνει ο πόνος Μα
να σου πω με δυο λόγια ξερά, ποια είναι η
ζωή μου και ποια η ιστορία πριχού
κάποια στιγμή χαθεί το λογικό μου Καλά
δεν έζησα, μήτε που γνώρισα ποτέ, δεν έχω
να σου πω. Αλλά έχω τα μαύρα μου κακά και
θέλω να στα πω. Ποια είναι τα άσχημά μου
και ποια τα τραγικά και
ποια προπάντων η τυραννία για τούτη τη
ζωή, πώς
ήρθε κι από πούθε δεν έμαθα ποτέ κι ούτε
μπορώ να ξέρω Σαν
φύλλο που το σέρνουν όλα τα ξεροβόρια
και σεργιανά αδιάκοπα
σε στράτες, που ’ναι ανύπαρκτες, στα
δώθε και στα πέρα Και
που δεν πέταξα! Ε! και τι δεν είδα, που να
μην έβλεπα ποτέ! Και
το Θεό παρακαλώ, γονατιστή τον προσκυνώ,
κοντά του να με πάρει Να’
βρω την ησυχία και αυτόν το λυτρωμό, αϊ
Θεούλη μου απλόχερε κι άλλο πια δεν
μπορώ! Μα
ως φαίνεται κι αυτός, κι εδώ ας κολαστώ,
πολλές φορές διαλέγει, τον κόσμο του
γυρεύει και
πες μου τώρα εσύ πως είμαι μια αμαρτωλή,
βλάστημη κι έχω κακιά ψυχή Μία
ζωή στα βάσανα να βγάλουμε ψωμί, δώρο,
βλέπεις απ’ το Θεό, πανάκριβο, σκληρό Μάνα,
πατέρας, άντρας κι ένας αδερφός
δουλέψαμε μαζί χρόνια
πολλά Κοντά
φέρνω στον κόσμο κι εγώ τρία παιδιά, λάθος
μου ήτανε αυτό, γρήγορα το κατάλαβα μα
ήταν πια αργά, γιατί
ποτέ δεν ένιωσα, δεν μπόρεσα να νιώσω,
της μάνας τη χαρά. Όλα
μας τα απορρόφησαν των ξένων τα χωράφια
κι ούλα μας τα παιδιά, πριχού
να δέσουν τα κορμιά, τα ’στελνα για
οργώματα, τα ’στελνα για θερίσματα στον
έναν και στο άλλον, να μάσουν και καπνά Αγώνας
κακοτράχαλος μπας κι η ζωή αλλάξει. Μα να,
τώρα πια έφτασε να είναι αδειανή, δίχως
κανένα νόημα, γιομάτη από απόγνωση,
μίσος και αποστροφή Μετά,
καθώς ο καιρός απέρναγε χωρίς καμιά
αλλαγή, μεγάλωσαν
πιότερο τα παιδιά και άρχισαν λίγο να
βοηθούν και
να κοιτούν με τον καιρό να φύγουν, να
ξενιτευτούν, στην ντόπια προσφυγιά Κοντά
αρχίζει να ξεφαντώνει και το πανηγύρι
του θανάτου πέφτοντας
πάνω μας το βαρύ καπάκι τ’ ουρανού ή του
Θεού Ωχού!
καλέ μου άνθρωπε, πλάνταξε η ψυχή μας! Μα
άντεξε η άδολη για να μας τυραννά και
πιότερο εμένα, φαρμάκι να κερνά Πρώτα
με τον πατέρα μου, μέσα σε δύο μήνες τον
πήρε αγκαλιά, μετά
την ίδια τη χρονιά μας ψόφησαν τα δυο
μοναδικά γελάδια μας που παίρναμε το
γάλα και
λίγο πριν προλάβουμε να μάσουμε τον
καπνό, ήρθε μια νεροποντή μας το ’φαγε
κι αυτό και
τρέχουμε σαν ζητιάνοι στο κράτος να
πάρουμε λίγα λεφτά κι
όλο καρτεράμε… μέχρις και σήμερα Κι
η άλλη η χρονιά, που ακόμα δεν συνήρθαμε
απ’ του πατέρα μου το θάνατο, μας
φέρνει κι άλλο δώρο όταν ξαφνικά,
αρρώστησε κι ο άντρας μου βαριά, μέσα
σε ένα μήνα μας χάθηκε κι αυτός, γιατί
δεν είχαμε λεφτά να πάρουμε τα φάρμακα
που ήταν ακριβά Και
πέφτει τώρα πανικός στη μάνα μου κι
εμένα, τραβούμε τα μαλλιά και ο καιρός
γρουσούζης δεν πήγαινε καλά, μία κοντά
στην άλλη παθαίναμε ζημιά Πότε
με τον καπνό και πότε με τις ρόκες, -και
κάμποσες αυλακιές φασούλια και ντομάτες,
κάνα
καρπούζι πού και πού και κάνα κολοκύθι,
πα στην πλαγιά ένα κομμάτι γης μας έδωνε
ψωμί, αχά, καλέ μου άνθρωπε, ψωμί πικρό,
σκληρό, καμιά
κοτούλα να τρώμε κάνα αβγό κι
ένα γέρο γάιδαρο, που ψόφησε κι αυτός- άγχος
απλήρωτο, σκληρό που χάνεις λογικά Η
επόμενη χρονιά ήταν η πιο σκληρή, όταν το
πρώτο μου παιδί σκοτώθηκε σ’ ένα
τρακάρισμα στην άχαρη Αθήνα κι άφησε μια
γυναίκα κι ένα μωρό παιδί να σέρνονται απροστάτευτοι
σε τούτη τη ζωή Το
δεύτερο παιδί, ούλους μάς ξέχασε, πάει
κατά διάολου Πάει
τάχα για λίγο στην Αθήνα και έμεινε εκεί
κι ούτε γραφή στη μάνα του μα ούτε και
δραχμή Απέρασε
λίγος καιρός ακόμα και να, μέσα στη μαύρη
συφορά ακούω, πως ο άλλος μου ο γιος
μπλέχτηκε σε παρέες και σε ναρκωτικά κι
ένα πρωί τον βάλανε στη φυλακή βαθιά Κι
άλλα, άλλα πολλά που απέρασα και που
περνώ Πολλές
φορές θεώρησα σωστό, να λυτρωθώ, το
θάνατο να βρω και να του δώσω έτοιμη μια
χαρά χωρίς να κουραστεί, μια και τόσο
πολύ μας αγάπησε, μας μπήκε στο πετσί, μα
να, που το αρνήθηκα για λόγους βασικούς,
σαν σκέφτηκα τη μάνα μου, που
έγινε πρόωρα γριά, τα καντηλέρια των
ψυχών θα μένανε σβηστά και
ο μικρότερός μου γιος, μοναδική ελπίδα
και λιγοστό μου φως, πολλά
τα βάσανα που έζησε μαζί μας και που τώρα
περνά ακόμα πιο βαριά,
θα
έμενε μοναχό σε τούτη τη ζωή Γι’
αυτό το γιο μου ζω, μήπως και βοηθήσει η
άγια Παναγιά και
στείλει λίγο πνέμα και μια σταγόνα φως
μήπως κι απαλλαχτούμε απ’ άλλη συφορά
Είναι
και άλλα πολλά κι αν ψάξω να τα βρω πάλι
θα πληγωθώ, δε
δίνω τον καιρό το χάρο να με πάρει κι όλο
τον τυραννώ και
κάθε νύχτα ως και στο χάραμα, γι’ αυτόνα
τραγουδώ Δεν
θέλω σε, βρε χάροντα, και άντρα μου δε σε
παίρνω, φωνάζω
δυνατά κι έχω στα χέρια μου τα δυο του
άντρα μου μαχαίρι
που έκοβε καπνό κι όλο καραουλώ πώς να
τον συναντήσω, όπου
είναι, ανάθεμα, αόρατος και κάνει χωρατά Πολλοί
μου λένε στο χωριό πως είμαι πια τρελή
και αναρωτιούνται, πώς
τάχα να μπορώ και ζω ακόμα και βγαίνω στο
χωριό Βάζω
τα μαύρα ρούχα μου, τ’ αχώριστα βαριά τα
τριτοφορεμένα κι
έχω χυμένα τα μαλλιά και αχτένιστα να
κυματίζουν σαν
στοιχειά σα να ’ναι θεριομένα ή σαν μιας
μάγισσας τα νύχια τα γαμψά, να
πέφτουνε πολλές φορές στον ίσκιο μου
απάνω, να
μπλέκονται οι σκιές, να δείχνουνε πως
είναι του χάρου αδερφές, να
γίνονται τρελές, άγριες και τρομερές Κι
αν πάω στη βρύση για νερό, εκεί είναι που
δε μπορώ τα μάτια μου ν’ ανοίξω, από
τον οίκτο τον πολύ που τον μισώ και μου ’γινε
οχτρός κι όλο θαρρώ πως έρχεται
ο χάροντας γιομάτος ειρωνεία απάνω στις
ματιές τους Αυτά
είναι εκείνα που έχω να σου πω,
ω συ ξένε, που έτυχε με
την παραξενιά σου τους πόνους μου να
μάθεις και
έχεις μια απλοχεριά πραγματικά ιερή, τη
δέχομαι, περήφανε, και σε ευχαριστώ όχι
γιατί είσαι πλούσιος, αλλά γιατί είσαι
ένας ξένος, βλέπεις
πολλά, ακούς πολλά, και μοιάζεις για
σοφός Πάρε
κι αυτά που έμαθες εδώ, καλά να τα
φυλάξεις, πάντα να τα ’χεις στο μυαλό Κι
ας ζούμε ανάμεσα με ανθρώπους! Δεν
παύουνε ποτέ τους να είναι ένα χτικιό Μεγάλος
ο ωκεανός ετούτος ο ανθρώπινος Κι
οι άνθρωποι δεν είναι μήτε κύμα, μήτε
σταγόνα δε μετρούν Κι
αν έχουν πάνω δύναμη που είναι υλική, θα
πρέπει να μετρούν στου ανέμου την πνοή, όχι
εκείνη της δροσιάς και της χαράς, αλλά
την άλλη που δε φαίνεται και είναι
σκοτεινή Έλα
να μοιραστούμε ετούτα τα κακά και νιώσε,
έστω, μία
φορά της δυστυχίας μου τη μαύρη συφορά
και θα ωφεληθείς Έλα
κοντά μου μια βραδιά να δεις πώς σέρνω το
χορό έχοντας
συντροφιά, τους πόνους τους αδάμαστους, το
χάρο να ειρωνεύεται, να χορεύει κι όλο να
τραγουδά Μα
πιο πολύ να ’ρθεις να δεις και να
γευτείς την δυστυχία μου που μου ’γινε
μάνα, γιαγιά, άντρας,
παιδί, ακόμα και αδερφή Κι
εσύ, ω μεγάλε άνθρωπε, αυτά τα λες ζωή! Πες μου μετά, αν
χρειαστεί, πως είμαι μια τρελή! (Φεύγει
ο άνθρωπος γρήγορα σα να ’βγαλε στις
πλάτες του φτερά, έχει στα μάτια δάκρυα
και πόνο στην καρδιά κι όλο, καθώς
περπάταγε, μονόλεγε, μονόλεγε πως η
γυναίκα αυτή ενίκησε το θάνατο και τη
ζωή μαζί. Μόνο που όλη η τρίχα του είχε
σηκωθεί και η ψυχή του ανήσυχη κόντευε
να του βγει). Ε.Ε.
Ελλάδα, Τρίκαλα –Δεκέμβρης 28 2007 pelasgos@fasoulas.de
http:\\www.fasoulas.de
|