Με βλÝμμα λουσμÝνο στο Απολλþνιο φþς,
με χÝρια π’ αγγßζουν την ßσαλο γραμμÞ του αιθÝρα
στÝκεις κüρη, τþρα εδþ φτερωτÞ
να θυμßζεις στις γενιÝς που θα ’ρθουν
καιροýς χαλεποýς üπου πÝρασε ο τüπος.
¸λα, Ýλα κüρη ΛευκÜτη
της ψυχÞς ν’ απαλýνεις τον πüνο
να στÝψεις με δÜφνης στεφÜνι,
με κλωνÜρι ελιÜς και με Üνθη
τους Üνδρες εκεßνους που πÞρε η οργÞ του πολÝμου.
¸λα Μοýσα να ψÜλεις τη Δüξα των ανδρþν üπου
’πÝσαν, εδþ να, στην πλαγιÜ του Χελμοý
στο βωμü της πατρßδας.
Δες τη λÜμψη! Το στεφÜνι που φωτßζει την üψη!
Δες τους! ¼λοι στον ανθü της ωραßας της νιüτης.
¸λα, Ýλα Μοýσα να ψÜλλεις της Δüξας ΑθÜνατη ΩδÞ.