|
|
“Ρ Ε Κ Β Ι Ε Μ”
της
Χριστιάννας Λούπα
Θεσσαλονίκη.
Μάρτιος 1943. Οι φάλαγγες
των μελλοθανάτων ξεκινούν μ’ ένα μικρό
μπογαλάκι στο χέρι, για ένα ταξίδι χωρίς
επιστροφή, γράφοντας μία από τις
τραγικότερες σελίδες στην ιστορία την
ανθρωπότητας. Η πόλη των 56.000 Εβραίων, που
αποτελούν το μισό πληθυσμό της, έχει την
τρίτη μεγαλύτερη εβραϊκή κοινότητα της
Ευρώπης. Μόνο 1150 θα επιστρέψουν μετά το
τέλος του πολέμου. Και
βαδίζουν σκυφτοί, αμίλητοι, παραδομένοι
στη μοίρα τους άντρες, γυναίκες,
παιδάκια, ηλικιωμένοι, ενώ άρρωστοι κι
ανήμποροι ακολουθούν στο τέλος της
επιθανάτιας πορείας πάνω στα κάρα. Κι οι
Γερμανοί να ουρλιάζουν: «Schnell,
schnell»
και τα μωρά να κλαίνε και τα κίτρινα
άστρα στο στήθος να αντανακλούν τον ήλιο
– έναν ήλιο που δε θα ξαναδούν πια ποτέ -
κι ο κόσμος, σιωπηλός μάρτυρας του
εγκλήματος, να παρακολουθεί. Ανάμεσά σ’
αυτούς τους κατατρεγμένους
αναγνωρίζουν γείτονες, φίλους,
συμμαθητές… Στο
σιδηροδρομικό σταθμό τους περιμένουν τα
«τρανσπόρτ» του θανάτου, όπου θα
στοιβαχτούν σαν τα ζώα για το μακρύ τους
ταξίδι. Και σαν
κλείσουν πίσω τους οι βαριές πόρτες,
τότε στ’ αλήθεια έχει αρχίσει η κάθοδος
στον Άδη. Άουσβιτς. 27 Ιανουαρίου 1945. Όταν τα συμμαχικά στρατεύματα μπήκαν στο στρατόπεδο του Άουσβιτς και είδαν καπνό να βγαίνει από τα φουγάρα και μία περίεργη οσμή – η μυρωδιά της καμένης σάρκας – γέμισε τα ρουθούνια τους, δεν μπορούσαν ασφαλώς να φανταστούν τι ακριβώς συνέβαινε, γιατί κανένας υγιής νους δεν ήταν δυνατόν να συλλάβει αυτό που η νοσηρή εφευρετικότητα και ο διεστραμμένος νους των αρχιτεκτόνων του Ολοκαυτώματος είχε επινοήσει για την εξαφάνιση των πτωμάτων. Πράγματι, τα κρεματόρια κάπνιζαν ακόμα… Το καλοστημένο αυτό εργοστάσιο μαζικής γενοκτονίας, που σαν πρώτη ύλη χρησιμοποιούσε ανθρώπινες ζωές, χτίστηκε το Μάιο του 1940 στην Πολωνία, στη συμβολή των ποταμών Βιστούλα και Σόλα, μέσα σε μια καταπράσινη περιοχή. Ήταν ένα συγκρότημα τεσσάρων στρατοπέδων, χτισμένων με κόκκινα τούβλα, που έμελλε να γίνει κολαστήριο εκείνων που είχαν την ατυχία να γεννηθούν “Untermenschen” (υπάνθρωποι), κυρίως βέβαια Εβραίοι. Πάνω από 2.000.000 αθώες ψυχές βασανίστηκαν και πέθαναν εκεί, στερούμενοι και την τελευταία ρανίδα αξιοπρέπειας ακόμα και στο ύστατο ταξίδι. Ο φοβερός Ρούντολφ Ες, που οδηγήθηκε στην αγχόνη το 1947, ήταν ο διοικητής του στρατοπέδου, ενώ εμπνευστής του προγράμματος «Τελική Λύση», που εφαρμόστηκε το 1942, ήταν ο Δήμιος της Ευρώπης, Ράινχαρτ Χάινριχ. Περιδιαβαίνοντας κανείς με εκκλησιαστική ευλάβεια τους χώρους της δαντικής κόλασης, μεταφέρεται σίγουρα σε μια άλλη διάσταση εξωπραγματική, ασύλληπτη. Σκέφτεται πως σε κάθε σπιθαμή γης που πατά, κάποιος μαρτύρησε. Ακούει με τη φαντασία του το κλάμα των παιδιών που τα χωρίζουν από τις μανάδες και τις σπαρακτικές κραυγές των δύστυχων γυναικών. Ανατριχιάζει στο άκουσμα των κραυγών των άτυχων που επιλέχτηκαν στη «Selektion» για τα κρεματόρια. Αναπηδά στο άκουσμα της βαριάς πόρτας των «ντους - θαλάμων αερίων» που κλείνει ερμητικά, καθώς εκεί μέσα θα πεθάνουν από τα δηλητηριώδη αέρια όσοι είναι ανίκανοι για εργασία. Βλέπει τους ένστολους σαδιστές – τους κατ’ επίφαση εκείνους ανθρώπους - να εκτελούν για ασήμαντη αιτία. Στ’ αυτιά του αντηχούν τα πολυβόλα που σπέρνουν το θάνατο. Παρακολουθεί τους ανθρώπινους σκελετούς με τις ριγέ στολές – τα ανθρώπινα υπολείμματα – να σέρνονται στους χώρους του Άδη κάτισχνοι και αποστεωμένοι, αναζητώντας ψιχία ελπίδας και παρηγοριάς. Όμως εκεί, στα Τάρταρα της ανθρωπότητας, η ελπίδα είναι πολυτέλεια κι η παράταση της ζωής κατάρα Κι οι εικόνες συνεχίζονται μακάβριες, ανατριχιαστικές. Οι σωροί ανθρώπινων πτωμάτων, τα κιλά των μαλλιών που αφού αποστειρωθούν, θα γίνουν κλωστές, το σαπούνι που επάνω θα γράφει RJF (Real Jews Fat), Γνήσιο Εβραϊκό Λίπος δηλαδή, τα χρυσά δόντια που αφαιρούνται από τα πτώματα, τα συγκεντρωμένα παπούτσια, κάποιες πεταμένες κούκλες και παιχνίδια που κρατούσαν μαζί τους αθώα παιδάκια… “Arbeit macht Frei” , Η εργασία απελευθερώνει, είναι γραμμένο ειρωνικά πάνω από την πύλη του θανάτου που οδηγεί στο στρατόπεδο, ενώ λίγο πιο πέρα αιωρούνται ακόμα οι κρεμάλες που είχαν στηθεί από τους ναζί για παραδειγματική τιμωρία αυτών που τόλμησαν να παρακούσουν. Ένα κτίριο απ’ όλα ήταν προορισμένο για το αποκορύφωμα της κτηνωδίας, τα ιατρικά πειράματα. Ούτε ένας δεν βγήκε ζωντανός από κει. Στειρώσεις, δοκιμές φαρμακευτικών ουσιών, αλλά και χημικά όπλα, νάρκες, και οτιδήποτε άλλο μπορούσε να συνδράμει στη νίκη του Γ΄ Ράιχ, έπρεπε πρώτα να δοκιμαστεί σε ανθρώπινα πειραματόζωα. Η
πρωτοφανής φρίκη, ωστόσο, η
συστηματικότητα και η άψογη οργάνωση
των μεθόδων εξόντωσης μέσα στα
στρατόπεδα, δεν μπορούν παρά να
προκαλέσουν τρόμο για το μέγεθος της
διαστροφής στο οποίο μπορεί να φτάσει ο
άνθρωπος και ιδιαίτερα όταν βάλει το
μυαλό του σε αχρησία και παραδοθεί
ανεπιφύλακτα στις επιταγές της
οποιασδήποτε εξουσίας, που τον
μετατρέπει σε άθυρμα στα χέρια της, σε
άβουλο υποχείριο, σε απλό ενεργούμενο. Η
μέρα που απελευθερώθηκε το Άουσβιτς
ορίστηκε στη χώρα μας σαν “Ημέρα Μνήμης των Ελλήνων Εβραίων
μαρτύρων και ηρώων του Ολοκαυτώματος”,
ενώ οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες
έχουν την ίδια μέρα αντίστοιχη επέτειο..
Στον τόπο του μαρτυρίου μάλιστα
καθιερώθηκε η “Πορεία των ζωντανών”
από το Άουσβιτς στο Μπιρκενάου, που
συμβολίζει την πορεία των αιχμαλώτων
προς το θάνατο. “Nie mehr”, Ποτέ πια, είναι γραμμένο σε μια αναμνηστική στήλη στο στρατόπεδο του θανάτου, γιατί πρέπει να θυμόμαστε. Γιατί η λήθη εξυπηρετεί τους εγκληματίες και η έλλειψη γνώσης οδηγεί στα ίδια τραγικά εγκλήματα. Η «εθνική καθαρότητα» ήταν εκείνη που οδήγησε τον Κεμάλ σε τόσες γενοκτονίες και σφαγές στην Τουρκία, το ίδιο και τον Χίτλερ στο ολοκαύτωμα και τη γενοκτονία των Εβραίων, των τσιγγάνων και άλλων «υπανθρώπων». Κι
όμως, τόσα χρόνια μετά και ο ρατσισμός
προβάλλει πάλι μπροστά μας απειλητικός,
σαν τη Λερναία Ύδρα, που μόλις της κόψεις
ένα κεφάλι, δύο ξεπετάγονται στη θέση
του. Ας μην επαναπαυόμαστε. Ας μην
αφήσουμε την επέτειο αυτή να περάσει στα
ψιλά των εφημερίδων. Ας διαβάζουμε την Ιστορία. Ας
πλατύνουμε τη σκέψη μας. Γιατί το
Άουσβιτς αναβιώνει πολύ εύκολα, στα
σταλινικά γκουλάγκ, στη Σρεμπρένιτσα
και Κύριος οίδε πού αλλού. Ας γίνει η «γνώση»
ένας ελάχιστος φόρος τιμής σ’ εκείνους
που πολτοποιήθηκαν από τις μυλόπετρες
της Ιστορίας, σ’ εκείνους που πλήρωσαν
με το αθώο αίμα τους την εμπάθεια, το
σοβινισμό και τη μισαλλοδοξία των «τυράννων». Η Χριστιάννα Λούπα είναι δικηγόρος και συγγραφέας του βιβλίου «Μετά την Καταστροφή, Σμύρνη – Κατοχή» (εκδ. Ιωλκός) |