|
|
Ελεύθερα Κακόμοιροι
Εντολολήπτες
Του Θωμά Στεφ. Σάρα Πραγματικά
είναι να απορεί κανείς με την ανοχή και
τη νοοτροπία του Έλληνα ψηφοφόρου να
επιτρέπει σε μια ομάδα αποτυχημένων, οι
οποίοι ελέγχουν,- ελέω
οικογενειοκρατίας-, τη πολιτική ζωή του
τόπου, να
κακοποιούν τόσο ωμά την νοημοσύνη και τα
αίσθημα εθνικής αξιοπρέπειας που του
κληροδότησε το λαμπρό παρελθόν των
προγόνων του. Την
Ελλάδα σήμερα διοικούν, για άλλη μια
φορά, οι απόγονοι εκείνων που εδώ και
μερικές δεκαετίες την κρατούσαν δέσμια
της βίας, της κρατικής τρομοκρατίας, της
χρήσης τόπων πολιτικής εξορίας, της
καταπίεσης της σκέψης και έκφρασης και
της χρήσης παρακρατικών ομάδων βίας και
θανάτου. Η
διαφορά είναι ότι σήμερα αφήνουν να
πιστευτεί ότι έχει αλλάξει τελείως το
πολιτικό σκηνικό του παρελθόντος και
ότι η νεότερη γενιά των πολιτικών
αποτελείται από υπεύθυνους άνδρες, οι
οποίοι πιστεύουν στην δημοκρατία,
σέβονται τους θεσμούς και είναι
υπεύθυνοι έναντι των ψηφοφόρων τους. Η
δημιουργία αυτής της εικόνας είναι έργο
εκείνων που έχουν αναλάβει το τομέα της
κρατικής προπαγάνδας, και των οποίων
μέλημα είναι o αποπροσανατολισμός
της προσοχής και η παραπλάνηση του
Έλληνα πολίτη, από τα σοβαρά προβλήματα
που τον αγκαλιάζουν και τα εγκλήματα
εθνικής μειοδοσίας που επιχειρούνται
καθημερινά σε βάρος της γης των προγόνων
του και ακόμα των δικαίων και
συμφερόντων του έθνους, από τη μικρή
ομάδα των “ηγετίσκων” οι οποίοι μιας
και προέρχονται από γνωστά πολιτικά “τζάκια”,
μετέτρεψαν τη χώρα σε “τσιφλίκι τους”
και τη διαπραγματεύονται κατά τρόπο που
εξυπηρετεί αποκλειστικά και μόνο τα
δικά τους προσωπικά και πολιτικά
συμφέροντα. Παραδείγματα
που στηρίζουν αυτόν τον ισχυρισμό
έχουν δοθεί κατ’ επανάληψη, τις
τελευταίες κυρίως δεκαετίες, ύστερα από
την είσοδο της χώρας
στην Ευρωπαϊκή οικογένεια των εθνών
και τον αποπροσανατολισμό των
μηχανισμών προστασίας των εθνικών
συμφερόντων και εξωτερικής πολιτικής
των κυβερνήσεων των Αθηνών. Το
Κυπριακό, το Αιγαίο, η Θράκη, αποτελούν
τα μεγάλα θύματα αυτής της πολιτικής,
καθώς η Άγκυρα συνεχίζει καθημερινά να
απαιτεί και να επιβάλλει όρους πάνω στην
Αθήνα για τις μελλοντικές της βλέψεις,
πάνω στα ελληνικά εδάφη. Προκειμένου δε
να γίνει ποιό πιστική, φροντίζει για τη
καθημερινή παραβίαση του εναέριου και
θαλάσσιου χώρου της ελληνικής
επικράτειας από τα αεροσκάφη της
πολεμικής της αεροπορίας, κάτω από το
αδιάφορο βλέμμα των κυβερνώντων, οι
οποίοι σε τελευταία ανάλυση
εμφανίζονται έτοιμοι να αποδεχθούν
οποιαδήποτε ατίμωση, προκειμένου οι
ίδιοι να διατηρήσουν τη καρέκλα που
κατόρθωσαν να υποκλέψουν με τη ψήφο ενός
λαού τον οποίο έχουν εξαπατήσει με το
μύθο της οικονομικής ευμάρειας. Όλα
αυτά βέβαια γίνονται σε σχέση με τη
Τουρκία. Μια χώρα η οποία εδώ και έξι
δεκαετίες ήταν
η ποιό αιμοσταγής αυτοκρατορία και η
πρώτη που εφάρμοσε με επιτυχία την
πολιτική της εθνικής κάθαρσης και των
ομαδικών θανάτων πολιτών της, όπως οι
γενοκτονίες των Αρμένων, των Ελλήνων,
των Ελλήνων του Πόντου, των Ασσυρίων και
τέλος μόλις πρόσφατα των Κούρδων, χωρίς
καμία τιμωρία και με την αποδοχή της
διεθνούς κοινότητας. Εύλογη,
υποθέτω, η απορία του αναγνώστη της
στήλης, πως είναι δυνατόν να γράφονται
παρόμοιες αιτιάσεις για τη “νέα γενιά”
των πολιτικών της Ελλάδας, η οποία
ισχυρίζεται ότι τα εθνικά συμφέροντα
του ελληνικού λαού είναι “αδιαπραγμάτευτα”.
Με την άδεια πάντοτε του αναγνώστη ας
μου επιτραπεί να κάνω μια αναδρομή στο
κοντινό παρελθόν της παντοδυναμίας του
Σημίτη, με τον τότε υπουργό επί των
εξωτερικών του τον Γιώργο Παπανδρέου,
σημερινό αρχηγό της αξιωματικής
αντιπολίτευσης και ηγέτη των
Σοσιαλιστών της Ελλάδας και του Κόσμου.
Σε συνάντηση του Έλληνα ΥπΕξ με τα
ομογενειακά μέσα μαζικής ενημέρωσης σε
ξενοδοχείο του Τορόντο, μου δόθηκε η
ευκαιρία να τον ρωτήσω για τη φιλοσοφία
του γύρω από τις απαιτήσεις και
εκβιασμούς της Τουρκίας πάνω σε εδάφη
της Ελληνικής επικράτειας. Έμεινα δε
κατάπληκτος όταν τον άκουσα να λέει ότι
“είναι καλύτερα να έχουμε μερικά
στρέμματα γης λιγότερα και να
κοιμόμαστε ήσυχοι, παρά να διατηρούμε
ότι μας ανήκει και να μη μπορούμε να
ησυχάσουμε από το φόβο κάποιας
πολεμικής ενέργειας των γειτόνων μας.”
Τα λόγια του μου έφεραν αυτόματα στη
σκέψη το έγγραφο του Γενικού Γραμματέα
του ΝΑΤΟ Λούνς, το οποίο αναφερόταν
ακριβώς στις ίδιες αιτιολογίες το 1975. Έτσι
λοιπόν “χαρίσαμε” στην Άγκυρα το ένα
τρίτο των εδαφών της Κύπρου, έτσι
δωρίσαμε στην Άγκυρα, “τους Τούρκους”
της Δυτικής Θράκης, εννοώντας τους
Μωαμεθανούς της Ελλάδας, έτσι “αποδεχθήκαμε”
το συμβιβασμό των βραχονησίδων του
Αιγαίου, την ύπαρξη “γκρίζων” ζωνών
κυριαρχίας, την βαρβαρότητα των “γκρίζων
λύκων” του παρακράτους της Άγκυρας,
απεμπολήσαμε τα δικαιώματα των ομοεθνών
μας στις υπό κατοχή νησίδες Ίμβρο και
Τένεδο και εργασθήκαμε με όλη μας την
διάθεση να πείσουμε τους αδελφούς
Κυπρίους να αποδεχθούν το σχέδιο Αννάν,
το οποίο ουσιαστικά επανέφερε το νησί
πίσω στα χρόνια της αποικιοκρατίας,
παραδεχόμενοι τη συγκυριαρχία των
Τούρκων και αναγνωρίζοντας δικαιώματα
επικαρπίας στην Βρετανία. Πάνω
σε αυτά όμως έχω αναφερθεί αρκετές φορές
τόσο πρόσφατα, όσο και εδώ και δεκαετίες,
χωρίς ωστόσο να φανεί ότι εκείνη η
αρθρογραφία μου προβλημάτισε και
πολλούς στην Αθήνα, όπου ο σύγχρονος
Έλληνας γνωρίζει και ζει μέσα σε έναν
κόσμο μυθικό οικονομικής άνεσης και
ευμάρειας. Θα
πρέπει δε να τονίσω ότι αυτό αποτελεί
ένα γεγονός το οποίο είχε προβλεφθεί
απόλυτα από τους αρχιτέκτονες του
σχεδίου Λούνς.
ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ
Πέραν
όμως των ανατολικών συνόρων της Ελλάδος
και των απαιτήσεων της Τουρκίας, το 1975
αποφασίστηκε και η δημιουργία “Μακεδονικού”
κράτους με την διάσπαση και αποδυνάμωση
της μέχρι τότε πανίσχυρης
Γιουγκοσλαβίας. Από
απόρρητη αναφορά του ΓΓ του ΝΑΤΟ,
γίνεται ξεκάθαρο ότι η τότε πολιτική
ηγεσία της Ελλάδας δέχθηκε τη πρόταση
για τη δημιουργία της νέας διοικητικής
οντότητας μέσα στα πλαίσια μιας
Ευρωπαϊκής πολιτικής η οποία θα
στηριζόταν πάνω σε οικονομικές ζώνες
εκμετάλλευσης. Μια όμορφη έκφραση η
οποία υπονοεί την προσάρτηση των εδαφών
της περιοχής στη νέα διοικητική
οντότητα, όταν θα μπορεί να επιτευχθεί
διοικητικά και φυσικά όταν θα πάψει ο
κίνδυνος για πολιτικό κόστος στο
πολιτικό κατεστημένο της Ελλάδας. Είναι
δε βέβαιο ότι τα πάντα σήμερα στην Αθήνα
τα καθορίζει αποκλειστικά και μόνο το “πολιτικό
κόστος” εκείνων που τόσο η νέα τάξη, όσο
και το ΝΑΤΟ αποδέχθηκαν ως ηγέτες της
πολιτικής οικογενειοκρατίας της
Ελλάδας. Αυτοί
εξ άλλου ήταν
και οι λόγοι που από την ημέρα που
δημιουργήθηκε η νέα σλαβόφωνη
διοικητική οντότητα, ολόκληρη η
πολιτική ηγεσία της Ελλάδας έχει κάνει
τα αδύνατα δυνατά για να μπορέσει να
πείσει τον κουρασμένο Έλληνα της
Μακεδονίας ότι του συμφέρει να
αναγνωρισθεί αυτή
με το όνομα της Μακεδονίας. Το ποτάμια
αίματος και οι χιλιάδες
νεκροί, θύματα της βίας που άναψε η
προπαγάνδα του Τίτο και η οποία κατάκαψε
το Μακεδονικό κάμπο και τα χωριά, για
άλλη μια φορά ξεχάστηκαν προκειμένου να
ικανοποιηθεί η θέληση των πατρόνων που
προστατεύουν την
“νέα ηγεσία των πολιτικών της Ελλάδας”,
με άλλα λόγια του Γιωργάκη Παπανδρέου,
του Κωστάκη Καραμανλή, και της Ντορούλας
Μπακογιάννη, κόρης του Μητσοτάκη, του
μόνου που παραμένει ζωντανός από
εκείνους που είχαν αποδεχθεί αυτές τις
συμφωνίες. Αλλά
όμως διαφορετικά φαίνεται ότι
υπολόγισαν τις αντιδράσεις του
Ελληνικού λαού οι αρχιτέκτονες αυτών
των σχεδίων και τελείως διαφορετικές
υπήρξαν οι πολιτικές διαμορφώσεις.
Αρχικά και ενώ η πολιτική ηγεσία των
Αθηνών προσπάθησε κατ’ επανάληψη να
αποδεχθεί το όνομα της νέας δημοκρατίας
ως “Μακεδονία”, κάθε φορά συνάντησε την
οργανωμένη αντίδραση του Μακεδονικού
Ελληνισμού ο οποίος κάθε άλλο παρά
φάνηκε διατεθειμένος να αποδεχθεί τα
τετελεσμένα, όπως είχε συμβεί
παλαιότερα με τη Κύπρο. Αυτοί
ήταν και οι λόγοι και οι αιτίες που για
δύο σχεδόν δεκαετίες η μεν ηγεσία της
νέας διοίκησης της περιοχής των Σκοπίων
συνεχίζει να επιμένει στην ανάγκη
ονομασίας της επικράτειας ως “Μακεδονίας”,
εκείνη δε των Αθηνών εμφανίζεται
κάθε φορά να “πιάνεται στον ύπνο”,
ανήμπορη να ελέγξει την οργή και τις
αντιδράσεις του Έλληνα ψηφοφόρου και
τον κίνδυνο να παραμεριστεί από τις
λαϊκές μάζες. Για το λόγο αυτό όλα αυτά
τα χρόνια τόσο η Αθήνα όσο και οι
Βρυξέλες και η Ουάσιγκτον προσπαθούν να
βρουν κάποια ευκαιρία η οποία θα τους
επιτρέψει να ολοκληρώσουν τα σχέδιά
τους. Στο
σημείο αυτό θα ήθελα να υπενθυμίσω στον
αναγνώστη ότι μόλις πρόσφατα, τους
τελευταίους μήνες του 2005, αποφασίστηκε η
αποδοχή πρότασης για την έναρξη
συζητήσεων προσχώρησης της δημοκρατίας
στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η
κυβέρνηση των Αθηνών, την περίοδο εκείνη,
είχε την ευκαιρία να θέσει όρο για την
αποδοχή της πρότασης την προϋπόθεση του
ονόματος. Μια πολύ απλή διπλωματική
κίνηση η οποία θα διασφάλιζε τις
απαιτήσεις και τα συμφέροντα του
Μακεδονικού Ελληνισμού. Για άλλη μια
φορά ωστόσο, δεν έγινε κάτι παρόμοιο.
Στις διαμαρτυρίες του Έλληνα ψηφοφόρου
αντέδρασε ο μηχανισμός προπαγάνδας της
κυβέρνησης των Αθηνών, με τον ισχυρισμό
ότι “κατοχυρώθηκαν απόλυτα” τα
δικαιώματα και οι προβληματισμοί των
πολιτών της Ελλάδας. Σε
αντίθεση, ωστόσο, με τους ισχυρισμούς
της Αθήνας, σε συνέντευξη Τύπου ο
πρωθυπουργός της Βρετανίας και Πρόεδρος
της ΕΕ Τόνη Μπλέρ, την ίδια μέρα δήλωνε
στους δημοσιογράφους ότι η “Μακεδονία”
έχει σχεδιασθεί από την πρώτη αρχή σαν
κράτος με το όνομα “Μακεδονία”. Από τη
δική της πλευρά η Αθήνα με τη στάση της
άφησε να πιστευθεί ότι “δεν κατάλαβε
περί τίνος πρόκειται”. Έτσι
άρχισε μια νέα εποχή, με νέα δεδομένα και
ακόμα μεγαλύτερη αμηχανία των πολιτών
για τις εξελίξεις της περιοχής. Στις
26 του Γενάρη του 2006, στην επίσημη
συνεδρίαση της επιτροπής εξωτερικών
υποθέσεων του Ευρωκοινοβουλίου ( AFET), Έλληνας Ευρωβουλευτής της
αντιπολίτευσης ζήτησε από την επιτροπή
να συμπεριληφθεί στη επιστολή του
σώματος προς την κυβέρνηση των Σκοπίων
τροπολογία η οποία ζητούσε από την
κυβέρνηση των Σκοπίων: “ να συνεισφέρει
στη σταθερότητα της περιοχής
παραιτούμενη της χρήσης του αρχαίου
ελληνικού ονόματος “Μακεδονία”, κάτι
που θα διευκολύνει τα μέγιστα τη
προσέγγισή της με την Ε.Ε.”. Στην
πρόταση αυτή αντέδρασε αμέσως ο
εκπρόσωπος του κυβερνώντος κόμματος της
Ελλάδας ευρωβουλευτής Γιώργος
Δημητρακόπουλος, ο οποίος με τη
δικαιολογία ότι είχε καλυφθεί αυτή η
απαίτηση από άλλη τροπολογία που είχε
ήδη γίνει αποδεκτή ζήτησε να απορριφθεί
η πρόταση του συναδέλφου του της
αντιπολίτευσης. Για
τη τάξη και μόνο αναφέρω ότι η
προηγούμενη τροπολογία στην οποία
αναφερόταν ο Γιώργος Δημητρακόπουλος
έλεγε ότι: “καλεί την ΠΓΔΜ να βρει τρόπο
εποικοδομητικό.... Έχει
την άποψη ότι το ζήτημα του ονόματος της
Δημοκρατίας δεν αποτελεί εμπόδιο στη
περαιτέρω ενσωμάτωσή της στο ευρωπαϊκό
πλαίσιο.” Το
αποτέλεσμα της παρέμβασης του
ευρωβουλευτή της Νέας Δημοκρατίας ήταν
να ματαιωθεί η ψηφοφορία όχι μία αλλά
δύο φορές, εξ αιτίας της παρεμβολής του
“Έλληνα” κυβερνητικού ευρωβουλευτή. Στη
κατάπτυστη αυτή συμπεριφορά του μέλους
της Νέας Δημοκρατίας αντέδρασαν αμέσως
το προεδρείο της Παμμακεδονικής ΄Ένωσης
Αμερικής το οποίο με επιστολή του ζήτησε
εξηγήσεις από τον υπεύθυνο βουλευτή,
χωρίς ωστόσο να λάβει καμία απάντηση. Ακολούθησαν
χιλιάδες άλλες επιστολές διαμαρτυρίες
χωρίς ωστόσο καμία απάντηση από την άλλη
πλευρά, μεταξύ άλλων ο καθηγητής του
Πανεπιστημίου της Θεσσαλονίκης Αντώνης
Βαρδουλάκης, ζητά να πληροφορηθεί: “Ποια
είναι η επίσημη θέση
(αν υπάρχει) του κόμματος της Ν.Δ. στο
ζήτημα της ονομασίας της ΠΓΔΜ ως
μελλοντικού μέλους της Ευρωπαϊκής
Ένωσης. Είναι
πρόθεση της Ν.Δ. να συγκατατεθεί στην
είσοδο της ΠΓΔΜ στην Ευρωπαϊκή Ένωση με
το όνομα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ; Το
μόνο που μπορώ να σας διαβεβαιώσω είναι
το γεγονός ότι και Βαρδουλάκης δεν
άκουσε τίποτα με την ηχηρή σιωπή του
ευρωβουλευτή. Διαμαρτυρία απέστειλε
επίσης και το προεδρείο της
Παμμακεδονικής Ένωσης Καναδά, (Μουτουσίδης,Παν.
Τζίμας και Δημήτρης Γιαντσούλης), χωρίς
όμως να ακούσουν και πάλι τίποτα. Με
προσωπική μου τέλος επιστολή στο μέλος
της Ν.Δ. και ευρωβουλευτή Γιώργο
Δημητρακόπουλο, του υπενθυμίζω τους
αγώνες του Μακεδονικού Ελληνισμού για
λευτεριά και εθνική αξιοπρέπεια και του
ζητώ να μου εξηγήσει τους λόγους και τις
αιτίες που τον οδήγησαν στην
απόφαση της παρέμβασης του για την
ακύρωση της τροπολογίας. “Αντιλαμβάνομαι
ότι ο ίδιος απλώς επιτελούσες τις
εντολές που έλαβες από το κόμμα σου και
το ΝΑΤΟ, γνωστό το σκηνικό, δεν σκέφθηκες
όμως βρε “Έλληνα” ότι δεν έχεις κανένα
δικαίωμα για να διαπραγματευθείς τα
εθνικά μας δίκαια και κυρίως τη πατρική
μας γη,” του έγραψα, όπως ήταν επόμενο
εκείνος προτίμησε να τηρήσει “σιγήν
ιχθύος”. Α βρε Κώστα Καραμανλή, θα
γυρίζει σαν σβούρα από την τσατίλα του ο
παππούς σου στο μνήμα του, με την σκέψη
ότι πάλεψε μια ολόκληρη ζωή για ιδέες
που εσύ τις πούλησες με αντίτιμο την
καρέκλα του πρωθυπουργού. Θα ζητούσα να
μου απαντήσεις, αλλά όμως για ποιό λόγο,
εσύ δεν φαίνεται να σέβεσαι
τους προγόνους σου, εμένα θα υπολογίσεις.
Εάν είναι δυνατόν. |