|
|
Πετρώνουν
τα δάκρυά μας;
(Από
την παρουσίαση του βιβλίου του Ηλία
Στεργιόπουλο στο βιβλιοπωλείο «Κηρήθρες»
Τρίκαλα στις 21/02/2008)
Σχόλιο για το νέο βιβλίο του Ηλία ΣτεργιόπουλουΓράφει
ο συγγραφέας, Βάιος Φασούλας
Αξιότιμες
κυρίες και κύριοι, αγαπητοί συμπολίτες,
Τρικαλινοί, χαρά και τιμή μου να βρεθώ
ανάμεσά σας, να αφουγκραστούμε τις
ψυχικές χορδές ενός νέου Τρικαλινού
συγγραφέα, όπως αυτές σαν χείμαρροι
ξεχύνονται μέσα από τις σελίδες του
βιβλίου του «Πετρώνουν τα δάκρυά μας;»
και να ανταλλάξουμε σκέψεις και
προβληματισμούς μέσα από τη «χρυσή»
ευκαιρία που μας δίνει ο Ηλίας
Στεργιόπουλος. Χαρά και τιμή μου την
οποία οφείλω στην πρόσκληση του
συγγραφέα του έργου και γι’ αυτό τον
ευχαριστώ. Στο
βαθμό που γνωρίζω, η πόλη μας, τα Τρίκαλα
και ο νομός γενικότερα, έχει δώσει και
εξακολουθεί να δίνει πολλά αξιέπαινα
δείγματα γραφής, ιδιαίτερα στο χώρο του
πολιτισμού με μια ξέχωρη, ίσως και
μοναδική, ιδιαιτερότητα. Μουσικοί,
ζωγράφοι, θεατρολόγοι, ποιητές,
λογοτέχνες και άλλοι δημιουργοί του
λόγου και των τεχνών, αποτελούν μια
πνευματική πανσπερμία μεγάλων μεγεθών,
μια πνευματική όαση στην ξεραμένη γη μας
που αέναα προσφέρει δροσιά, θέρμη και
τροφή. Αυτή λοιπόν η πνευματική όαση
ανοίγει τις «πόρτες» της και αγκαλιάζει
τον Ηλία Στεργιόπουλο. Καλοδεχτείτε τον. Επί
τη ευκαιρία αυτής της βραδιάς, ας μου
επιτραπεί να καταθέσω λίγα λόγια για το
μυθιστόρημα που πρόσφατα κυκλοφόρησε σ’
έναν καλαίσθητο τόμο από τις Εκδόσεις
Ζήτη και να ξεκινήσω με ένα μ ό τ ο
δεκατριών λέξεων: «Ο
Γερμανός ήταν εχθρός, όχι προδότης. Οι
Έλληνες, πότε ήταν προδότες, πότε
πατριώτες; Κοινωνικό
αριστούργημα θα μπορούσα να χαρακτηρίσω
το έργο του Ηλία Στεργιόπουλου, «Πετρώνουν
τα δάκρυά μας;» Ένα έργο που αγγίζει
πολλούς τομείς, όπως, την Εθνική
Αντίσταση, τον Εμφύλιο Πόλεμο, την μετά
Εμφυλιακή εποχή, την οικογενειακή
τραγωδία και ακόμα τον έρωτα, την αγάπη. Στο
νέο του βιβλίο ο Ηλίας Στεργιόπουλος
δίνει θαρραλέες καταγραφές και
καταστάσεις, νοσηρές από κάθε άποψη,
αποκρουστικές για την εποχή·
απάνθρωπες. Κι αυτές οι καταστάσεις-βιώματα,
δεν είναι κατασκευάσματα μιας
προσθετικής φαντασίας, αλλά πραγματικές.
Με
την αφτιασίδωτη γραφίδα του στην
προσπάθειά του να μας δώσει
παραστατικές και πραγματικές εικόνες
της δεκαετίας του 1940-1950, έχει δώσει τον
καλύτερο εαυτό του. Μέσα από το δικό του
οικογενειακό δράμα, δίνει όλες τις
διαστάσεις της Εμφύλιας ζοφερής εποχής. Μέσα
από την τότε παραπαίουσα ζωή, η
προσπάθεια και το θάρρος του που τόλμησε
ν’ ανοίξει τις κουρτίνες του παράλογου
θεάτρου του Εμφύλιου Πολέμου, μάλιστα σε
μια εποχή που όλες οι αξίες αργοσβήνουν,
πέρα από το ότι προβληματίζει τον καθένα
και τον θέτει προ των ευθυνών του, αξίζει
θερμών συγχαρητηρίων και επαίνων. Ευχή
του γράφοντα είναι αυτό το βιβλίο να
διαβαστεί από τις νέες γενιές, ακριβώς
επειδή οι αξίες χάνονται και η ιστορία
θάβεται. Παρεμπιπτόντως,
μιας και το θέμα «Εμφύλιος» πάντα καίει,
θα ήθελα να αναφερθώ και σε τούτο: Παρόλο
που ο Εμφύλιος είναι αναμφισβήτητο και
γιγαντιαίο κομμάτι της Ιστορίας μας,
αρκετοί Έλληνες Πολίτες δυσφορούν ή
αδιαφορούν σήμερα όταν τους μιλάς για
τον Εμφύλιο Πόλεμο και, θα έλεγα, κακώς
που πολλοί λίγοι ασχολήθηκαν με τις
Πέτρινες Εποχές. Δηλαδή, πώς μπορείς να
αντιμετωπίζεις με αδιαφορία και απάθεια
τα συμπαρομαρτούντα για τα οποία όλοι
μας είχαμε τις «αμοιβές» και, μάλιστα,
για τη σημερινή κατάσταση που ζούμε, τα
αίτια των «κακών κειμένων» βρίσκονται
πολύ πίσω. Εκεί λοιπόν ακριβώς βρίσκεται
και ο συγγραφέας χρησιμοποιώντας ένα «μείγμα»
μελάνης ανακατωμένο από πέτρα και πόνο,
δάκρυ, θλίψη και δίψα. Όντως
ο ίδιος παιδί των «Κέντρων
σκλαβοπάζαρων» (Ορφανοτροφείων της
Φρειδερίκης) είχε την καλή τύχη να μην
εξελιχθεί σε γενίτσαρος, να μη μεγαλώσει
η Οδύσσεια των υιοθετημένων αδελφών του
και παράλληλα, ακόμα να μην καταστεί
μπορετό να επουλώσει τις πληγές του. Μελέτησα
με τη δέουσα προσοχή το βιβλίο,«Πετρώνουν
τα δάκρυά μας;» και η ταπεινή αναφορά μου
γίνεται με σεβασμό και δέος προς τους
αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης, θα
αγγίξει εκείνη τη δεκαετία, 1940-1950, διότι
ο Εμφύλιος Πόλεμος και στη δική μου
συνείδηση παραμένει ένας διαχρονικός
εφιάλτης. Λοιπόν,
απ’ όσο είμαι σε θέση να γνωρίζω, ένας
δημιουργός, ένας συγγραφέας στην
προκειμένη περίπτωση, όταν γράψει
κάποιο βιβλίο, στο οποίο μεταφέρει
πραγματικές παραστάσεις απ’ τα
χρονοντούλαπα της Ιστορίας, πρώτη και -σε
πολλές περιπτώσεις μοναδική- ηθική
ικανοποίηση που νιώθει είναι η
εξωτερίκευση, επί τέλους, όλων των
αποθεμάτων του που πνίγανε την ανάπνα
του. Και τα αποθέματα, που είναι
στοιβαγμένα στους ώμους του εν λόγω
συγγραφέα, είναι βαριά και οι ώμοι του
γέρνουν. Παραυτά -όπως κάπου ομολογεί- θα
επανέλθει διότι έχει πολλά να πει. Αν
και ο γράφων δεν είναι ειδικός να κρίνει
το έργο του Ηλία Στεργιόπουλο, όμως θα
τολμήσω μια περιληπτική αναφορά κι ένα
επί πλέον φρεσκάρισμα στη μνήμη, διότι ο
Έλληνας δεν μπορεί, δεν του επιτρέπεται
να μένει πάντα αχαλίνωτος και λεύτερος.
Πότε σκλάβος και ραγιάς και πότε
διχασμένος και τρομοκρατημένος, πορεύει
τη«μοίρα» του. Όχι εκείνη που του έλαχε
να έχει (αν δεχτούμε την ύπαρξή της) αλλά
εκείνη την «ανθρώπινη» που του
επιβλήθηκε. Μέσα
από τις 284 σελίδες του βιβλίου του, του
οποίου η εξέλιξή του αρχίζει λίγο πριν
το τέλους του μισού τού 2οου αιώνα
και φτάνει μέχρι στις μέρες μας, μία μετά
την άλλη ξετυλίγονται οι δεκαετίες. Έξι
δεκαετίες, μια ολόκληρη ζωή στην
πυρακτωμένη χόβολη «βυθίζονταν» κάθε
φορά τα σφυριά για να χτυπούν αλύπητα
κάθε «μέταλλο» που θα έφτανε στο αμόνι.
Έξι δεκαετίες λοιπόν ρηξικέλευθης
πορείας, απτόητος, πεισματάρης και
δυναμικός δεν άφησε την τότε
ανοικτιρμοσύνη των «πρωταγωνιστών» να
τον… συμπαρασύρει ή να τον οδηγήσει στη
λήθη ή στη σιωπή. Η γραφή του
μεστή, η πέννα του λιτή βουτηγμένη στα
μελανοδοχεία του οικογενειακού
δράματος, του Εμφυλίου σπαραγμού, της
ορφάνιας και του ξεριζωμού, αλλά και για
πολλά ορφανά, όπως διαβάζουμε και στο
βιβλίο: «Πετρώνουν τα
δάκρυά μας;» το μελάνι της Φρειδερίκης
ήταν ανεξάντλητο και ανεξίτηλο. Στις
284 σελίδες ο Ηλίας Στεργιόπουλος, χάρη
στους άσβηστους πόνους που κληρονόμησε,
στο απαράμιλλο θάρρος και στην ανάταση
της ψυχής, καταφέρνει να δώσει το στίγμα
των χωριών του βουνού και του κάμπου της
Θεσσαλικής Ηπείρου, πριν και μετά τον
Εμφύλιο Πόλεμο. Θα ’λεγα πως πρόκειται
για μια κραυγή πόνου, διαμαρτυρίας και
αποτροπιασμού για να φτάσει στην
εξιλέωση. Οι
τραγικές, παραστατικές εικόνες που
δίνει συνταράζει τον αναγνώστη και τον
μεταφέρει σαν άγνωστο «ταξιδιώτη» στο
επίσης άγνωστο παρελθόν. Στην εποχή της
φρίκης και στην απέραντη δυστυχία που
έφερε, στην εποχή που η «μάνα, η γιαγιά
μου», η γιαγιά-Βγενιώ, (ηρωίδα του
βιβλίου) ζει το δικό της πεπρωμένο και
αγωνίζεται για την επιβίωση της
πολυμελούς οικογένειάς της. Οι
θάνατοι που δέχτηκε η οικογένειά της στη
δεκαετία 1940-1950 δεν ήταν θάνατοι φυσικοί
ή ατυχήματα ή αρρώστιες αλλά ήταν
θάνατοι που έφερε η δυστυχία της κατοχής
(1941-1944) με τους στημένους μηχανισμούς της
τρομοκρατίας των κατακτητών και των
ντόπιων συνεργατών, που σε κάποιες
περιπτώσεις, οι ντόπιοι, ξεπερνούσαν και
τη θηριωδία των Γερμανών. Μέσα
στις πολυτάραχες και συγκινησιακές
σελίδες του που σε ταξιδεύουν στο ζοφερό
χτες, κάπου θα δούμε μια εύστοχη
επισήμανση του συγγραφέα που γράφει και
διερωτάται: «Ο
Γερμανός ήταν εχθρός, όχι προδότης. Οι
Έλληνες πότε ήταν προδότες, πότε
πατριώτες; Γι’ αυτούς τους «αφεντάδες»
ο αποτροπιασμός κι η αγανάκτησή μου. Δε θ’
αναφερθώ λεπτομερώς πώς έγινε ο
Εμφύλιος σπαραγμός. Δεν είμαι ιστορικός·
με το χέρι στην καρδιά υποκλίνομαι στην
ιστορία. Αλλά τι απέγινε μετά;» Άνθρωποι
απλών οικογενειών, που είχαν στο πετσί
τους το ανεξίτηλο αποτύπωμα της
σκλαβιάς, που Παγκοσμίως έκαναν σημείο
αναφοράς την Εθνική Αντίσταση και
πύκνωσαν τις τάξεις της με τα άνθη τους.
Ήταν αυτοί οι περιθωριοποιημένοι Ήρωες
που πυροδότησαν τον αγώνα για επιβίωση
και λευτεριά. Κι ήταν πάλι οι ίδιοι, οι «ηττημένοι»,
όπως τους χαρακτηρίζει ο Η.
Στεργιόπουλος, που εισέπραξαν το
βάρβαρο και πικρό τίμημα όταν ο
προγραμματισμένος Εμφύλιος Πόλεμος
(1946-1949) άρχισε να δείχνει τα δόντια του
ατιμάζοντας, βασανίζοντας, δολοφονώντας
εν ψυχρώ με εκτελέσεις στους δρόμους,
στα ξερονήσια, στις φυλακές και κάποιες
φορές και στις εκκλησίες. Ο
ελληνικός πληθυσμός των «ηττημένων» που
απέμεινε κυνηγημένος σαν άγριο θεριό,
γυναίκες χήρες, με ορφανά και
απροστάτευτα παιδάκια που κλαίνε και
λένε «μάνα ψωμί», φωνές που κάνουν και το
πιο άγριο στοιχειό να ηρεμήσει, είναι τα
κύρια θύματα αυτής της παράλογης «θερμής»
αντιπαράθεσης που αν μη τι άλλο
αποτέλεσε την κατάρα των αιώνων και
χτύπησε στο κέντρο την καρδιά της
Ελλάδας. Σπίτια κάηκαν από «ανθρώπινο»
παρανάλωμα και μέθη, οικογένειες
διαλύθηκαν και τα παιδιά ρίχνονται
στους δρόμους. Παράλληλα
η πείνα, «θυγατέρα» της μόνιμης φτώχειας,
αποτελούσε άλλον έναν εξαντλητικό-θανατηφόρο
παράγοντα που πριν κάποιον τον «ξαπλώσει»
οριστικά, του θόλωνε μάτια και νου. Το
ξεψυχισμένο «πεινάω μάνα» και το
πρήξιμο της κοιλιάς μπορεί να το νιώσει
μόνο εκείνος που το έζησε. Οι
παραισθήσεις, έξαλλες σέρνουν στο χορό
του παραλόγου τις πιο φρικαλέες εικόνες
και σαν σκεπάρνια σκάβουν στα έγκατα της
ψυχής σου. Και η ηρωίδα του έργου, η
γιαγιά-Βγενιώ, αν και θεοφοβούμενη, μέσα
στη μαύρη καταχνιά, εγκαταλείποντας την
ο Θεός, τον εγκατέλειψε κι εκείνη. Έτσι
μια μέρα μην αντέχοντας στις τύψεις που
τις προξενούσε η αμαρτία που είχε κάνει,
εξομολογήθηκε στον εγγονό της, το
συγγραφέα του βιβλίου: «Τάχα
γινόταν αλλιώς;» του ’λεγε η γιαγιά. «Τότε
ερήμωνε η περιοχή. Απ’ τους άντρες της
φαμελιάς μας άλλοι πέσανε στις ρεματιές
του Κόζιακα, άλλοι κυνηγημένοι άδραξαν
τα βουνά της Πίνδου ή πήραν το δρόμο για
τα ξερονήσια. Άλλοι περνούσαν τα σύνορα
της πατρίδας για τις χώρες του πρώην
ανατολικού μπλοκ, για να μην καταλήξουν
στην εξορία και σε άλλους εξευτελισμούς·
πολλοί μάλιστα δεν επέστρεψαν πίσω…». «Γιατί,
γιαγιά, παραπονιέσαι και λες συχνά «ας
όψεται η καταραμένη φτώχεια»; «Λιάκο
μου, έτσι με προσφωνούσε πάντα, η πείνα
βγάζει μάτια. Είχα εννιά στόματα να
θρέψω- έντεκα με μένα και τον παππού σου.
Πέτρα και πουρνάρι ο τόπος, με κράνα κι
αγριόμηλα. Μια κατσίκα πόσο γάλα να ’χει;
Πόσα κατσίκια να κάνει; Και μια φορά,
Λιάκο μου, αμάρτησα! Έκλεψα!». «Τι
έκλεψες δηλαδή;». «Νύχτα περνούσε το
κοπάδι με τα γίδια. Εγώ κρυμμένη στην
πουρναριά άρπαξα ένα ζωντανό, το
γκούρλωσα. Το πήγα σπίτι, το’ γδαρα, το
ξεκοίλιασα και το’ βαλα στη γάστρα. Το
πρωί που ξύπνησαν τα παιδιά μου,
περίμεναν κάτι να φάνε. Εγώ όλο χαρά τους
σπρώχνω το ταψί γεμάτο κρέας και λίγη
μπομπότα. Δεν μπορώ να σου πω τι είδα.
Όρθια κοιτούσα μόνο. Δεν έφαγα· όμως
χόρτασα. Αμάρτησα όμως. Μεγάλο τ’ όνομά
Του! Ας με σχωρέσει!...» Δε
θα κουράσω περισσότερο με τον
αυτοδίδακτο συγγραφέα Ηλία
Στεργιόπουλο και το έργο του: Ο
συγγραφέας έδωσε τη δική του μαρτυρία·
έκανε τη δική του κατάθεση ψυχής. Κι αυτό
έχει ιδιαίτερη αξία όταν, όπως
προανέφερα, είναι ο ίδιος ένα από τα
πολλά παιδιά της θύελλας. Έργα
όπως το: «Πετρώνουν τα δάκρυά μας;» είναι
έργα και αφορούν ολόκληρο τον ελληνισμό.
Πέρα από τη γοητεία και το κάλλος των
αγωνιστών που ξεπηδούν μέσα από την
ανάλγητη εποχή, θα βρούμε και τα πολλά
γ ι α τ ί, όπως και τούτο: Γιατί έγινε
ο εμφύλιος σπαραγμός; και γιατί, ενώ
ό λ ο ι οι
Έλληνες αγωνίστηκαν για να διώξουν τον
κατακτητή και να φέρουν την ελευθερία,
μίσησε ο ένας τον άλλον; Μέσα απ’ αυτό το
βιβλίο δίνονται εξηγήσεις. Καθώς οι
σελίδες τους συγκρούονται με την εποχή,
αντικατοπτρίζουν μια ωμή
πραγματικότητα σε βάρος της Πατρίδας
μας, την οποία μπορούσε να αποφύγει!! Βάιος
Φασούλας - Τρίκαλα – Φεβρουάριος
2007 Ε.Ε.
Ελλάδα, Τρίκαλα –
Φεβρουάριος 21 2008
pelasgos@fasoulas.de
http:\\www.fasoulas.de
|