|
|
Εάλω... οι πόλεις -Eμείς
στα χρόνια σας είχαμε αξίες.
-Και
τι τις κάνατε;
Δημήτρης
Νατσιός Είναι
Τετάρτη όταν σύρονται αυτές οι γραμμές.
Στα πεδία των μαχών «ακούω κούφια τα
τουφέκια/ ακούω σμίξιμο σπαθιών/ ακούω
ξύλα, ακούω πελέκια/ ακούω τρίξιμο
δοντιών». Μνημονεύω Διονύσιο Σολωμό,
έτσι όπως μας κανοναρχεί ο Ελύτης, όταν
μας βρίσκει το κακό, όταν θολώνει ο νους
μας. Σφίχτηκε η καρδιά μας αυτές τις
ημέρες. Τι κακό είναι αυτό; Πώς κατάντησε
έτσι η καημένη η πατρίδα μας; Φόβος και
τρόμος για τα μελλούμενα. Ένα ερώτημα
βασανίζει όλους τους πολίτες. Πώς
φτάσαμε ως εδώ; Γιατί συμβαίνουν αυτά;
Πότε θα σταματήσουν; Και το πλέον
οδυνηρό και ανεξήγητο: γιατί να σκοτώσει
ένας νέος άνθρωπος, οικογενειάρχης της
διπλανής πόρτας, έστω και ένστολος, το
άτυχο παιδί; Όταν
κηδεμονεύεις τρία παιδιά, δεν
χαραμίζεις τόσο εύκολα τη ζωή σου. (Όσοι
μιλούν για συλλογική ευθύνη της
αστυνομίας είναι ή επιπόλαιοι ή
φερέφωνα του… κουκουλαβάνου). Σε
συντρίβουν τα ερωτήματα. Πολλά
σκέφτεσαι, λίγα μπορείς να αραδιάσεις
στο χαρτί. Δυσεύρετη η νηφάλια σκέψη
τέτοιες στιγμές. Η γενιά μου δεν πρόλαβε
το Πολυτεχνείο ούτε και τις
προηγούμενες περιόδους πολιτικών
αναταραχών. Μεγαλώσαμε σε περίοδο
σταθερότητας. Κάπου εκεί στις παρυφές
του ’80 άρχισε η ματιά μας να ψηλώνει
λίγο. Ατρικύμιστη ως τότε η ζωή μας,
μονάχη έγνοια μας να μάθουμε γράμματα.
Οι γονείς μας, παιδιά της Κατοχής,
βασανισμένοι άνθρωποι, μας τράνεψαν με
το όνειρο των σπουδών. Τότε γνωρίσαμε
την «Αλλαγή». Τότε καταλάβαμε σε τι
κόσμο βρεθήκαμε. Άλλαξαν πολλά, οι
άνθρωποι δεν άλλαξαν. Λίγοι, με
αρχοντική σκέψη, είχαν οράματα «για μια
καλύτερη και ανεξάρτητη Ελλάδα». Οι
πολλοί δεν ήταν έτοιμοι, παρεξήγησαν.
Άρχισε η φθορά και μετά η διαφθορά. Σ’
εκείνα τα κρίσιμα χρόνια πρέπει να
εντοπίσουμε τα αίτια του τωρινού κακού.
Χούντα – Πολυτεχνείο – Αλλαγή, τα τρία
αυτά κομβικά γεγονότα ίσως μπορούν να
ερμηνεύσουν το σημερινό ψυχορράγημα της
πατρίδας. Η
Χούντα και ο πατριδοκάπηλος συρφετός
που την δορυφορούσε, κατόρθωσε να
γελοιοποιήσει αξίες, με τις οποίες
πορεύτηκε ο λαός μας για αιώνες και τις
οποίες τις ασπαζόταν, τις εγκολπωνόταν
και τις μετέδιδε από γενιά σε γενιά.
Εκείνο το παιδαριώδες σύνθημα «πατρίς-
θρησκεία- οικογένεια», συμπαρέσυρε στην
απαξίωση και την περιφρόνηση ό,τι λαμπρό
και τιμαλφές χαρακτηρίζει τον αληθινό
άνθρωπο. Ο λαός ιεραρχούσε τις αξίες και
έθετε στην κορυφή την αξιοπρέπεια, την
εντιμότητα, το καθαρό μέτωπο, την
αλληλεγγύη, την φιλοτιμία, την
οικογένεια, την φιλοπατρία, την πίστη,
λέξεις κοσμήματα, που κοσμούσαν τους
Ρωμηούς. Ήρθε
η Χούντα και όλα γκρεμίστηκαν. Ακόμα
χειρότερα γελοιοποιήθηκαν. Οι δήθεν
χριστιανοί και πατριδοφύλακες
κυβερνούσαν με το κνούτο και τον φόβο
εις το όνομα της πατρίδας και της
θρησκείας. Ήρθε
το Πολυτεχνείο. Αναλαμπή της νιότης.
Χωρίς κουκούλες εκείνα τα παιδιά,
κλόνισαν τα θεμέλια του σαθρού
καθεστώτος. Έφυγε, εν μέσω τραγωδίας, το
κακό. Μεταπολίτευση. Δεν ήταν απλά τα
πράγματα. Ρυτίδες εμφανίστηκαν στο λαό.
Τον έπνιγαν οι ενοχές, επειδή ανέχτηκε
τους Απριλιανούς. Προσπαθώντας να
αποσείσει τις ευθύνες, να τινάξει την «επταετή»
σκόνη, πέταξε και τα ενδύματα, χωρίς να
το καταλάβει γυμνώθηκε από αξίες. Κάθε
αναφορά σ’ αυτές παρέπεμπε στη Χούντα. Ό,τι
χειρότερο είχε συμβεί. Διαπομπεύονται,
καταστρέφονται ρίζες. Ανοίγει άβυσσος
κάτω από τα πόδια μας. Χάσαμε την
ταυτότητά μας, την ιδιοπροσωπία μας,
φορέσαμε προσωπείο, γίναμε μασκαράδες. Ο
Έλληνας υποκορίστηκε, μεταβλήθηκε σε
Γραικύλο. Νόμισε ο δυστυχής πως αν
παραμείνει Έλληνας, όπως τον έμαθαν οι
πατεράδες του, θα μείνει πίσω, θα είναι
συντηρητικός. «Έκοψε δρόμο», έχασε τον
προσανατολισμό του, βρέθηκε στον γκρεμό.
Τον έφαγε η πρόοδος η πολλή, η αχώνευτη.
Ύψωσε σε εθνικό ιδεώδες έναν «πολιτισμό»
-(Δύση)- διαφορετικό από πολλές απόψεις
από τον δικό του, μόνο και μόνο επειδή
ήταν υλικά υπέρτερος. «Εδώ
και τώρα» άρχισε η «αλλαγή» του, ο
εξευρωπαϊσμός του, ξεπούλησε τιμημένα
πρωτοτόκια αντί πινακίου φακής, σάπιας,
μουχλιασμένης, βρώμικης. (Και η «αλλαγή»
δεν άλλαξε μόνον τα «παιδιά της αλλαγής».
Ο κοινωνικός μετασχηματισμός ήταν
ολικός και δομικός). Από «αριστοκράτης»,
όπως λέει ο Ελύτης, ξέπεσε στην τάξη των
λακέδων. Και αυτός ο ξεπεσμός,
ονομάστηκε ευημερία. Ρίχτηκε με μανία
στην ζήτησή της, διαβρώνοντας τις
εσωτερικές του δυνάμεις. Πάχυνε το σώμα
του, φτώχυνε η ψυχή του. «Αλλάζει» τον
τρόπο ανατροφής των παιδιών του.
Αναθρέφει μοσχοαναθρεμμένους
μοναχογιούς και μοναχοκόρες, παρέχοντάς
τους άφθονα υλικά αγαθά, γιατί δεν
μπορούσε να τους προσφέρει το φυσικό
λίπασμα της ανατροφής την αγάπη, γιατί «όσο
πλεονάζεις τω πλούτω, τοσούτω ελλείπεις
τη αγάπη». (Μέγας Βασίλειος). Λησμόνησε ο
αξιοθρήνητος το ευλογημένο «όχι».
Φοβήθηκε μην τον πουν οπισθοδρομικό.
Έτρεμε και τις λοιδορίες των κατ’
επάγγελμα προοδευτικών. Άλλαξε
τα φώτα και στην Παιδεία. Κατέστρεψε τη
γλώσσα του. Ασυλλόγιστα, ο μειονεκτικός,
μιμήθηκε οθνεία συστήματα. Κυριάρχησε
στα σχολεία η πολιτική της ήσσονος
προσπάθειας, η ατιμωρησία, εξοβέλισε
πρότυπα εδραία, «δίδαξε» στα παιδιά
πρώτα τη διεκδίκηση και μετά την
υποχρέωση, τα γέμισε με μιαν
αρρωστιάρικη ανησυχία για το πώς θα
βγάλουν το ψωμί τους μονάχα, τα έκανε να
απεχθάνονται την χειρωνακτική εργασία.
Εισόρμησε και η τηλεόραση – ο τρίτος
γονέας- και κατακρεουργήθηκαν, αλώθηκαν
οι ψυχές των παιδιών. Έμαθαν πως η
φτώχεια είναι αναπηρία, φυσικό ελάττωμα.
«Κάλλιο γνώση, παρά γρόσι» έλεγαν οι
παππούδες του. Πλουτίστε, εύκολα,
γρήγορα και άκοπα, μόνο αυτό αξίζει,
διαλαλεί ο μεταλλαγμένος Νεοέλληνας. Τα
πράγματα στην αρχή πήγαιναν καλά, το
δανειοσυντήρητο παρασιτικό κράτος,
ικανοποιούσε τον ακόρεστο πια υπήκοό
του. «Ως τώρα όλοι βαλθήκαμε να
καταβροχθίσουμε την Ελλάδα. Η στάθμη
αυτής της τροφοδοσίας ολοένα κατεβαίνει.
Σε λίγο θ’ αρχίσει να μας τρώει εκείνη».
Αυτό το «σε λίγο» του Σεφέρη, ήρθε.
Μεγάλωσε ο Γραικύλος πρώην Ρωμηός μια
γενιά χωρίς αξίες, χωρίς ντροπή, χωρίς τα
πατρώα ήθη. Μια γενιά που δεν μπορεί να
ξεπεράσει την προηγούμενη – όχι στον
πνευματικό- αλλά στον υλικό τομέα, μια
γενιά φιμωμένη, βουβή, που περιορίζεται
μόνο στην απρόσωπη, «κινητή»
επικοινωνία, μια γενιά ανέρειστη, με
μέλλον απένταρο. Αυτή η γενιά τώρα
καταστρέφει αυτό που την μεγάλωσε, αυτό
που δεν πρόκειται ποτέ να αποκτήσει: την
περιουσία, την καλοπέραση, τον μακάριο
ύπνο, την πατρίδα εν τέλει των
προοδευτικών Γραικύλων. Εκδικείται
χαιρέκακα τους δήμιούς του. Οι
εκσφενδονισμένες πέτρες ραγίζουν την
βιτρίνα, όχι καταστημάτων, αλλά της
ψευτιάς, της διαφθοράς, της ηθικής σήψης
που «έστησε» στα κέντρα των πόλεων η
γενιά της μεταπολίτευσης. Ψυχές
λεηλατημένες, άδειες από ομορφιά – «η
ομορφιά θα σώσει τον κόσμο», έλεγε ο
Ντοστογιέφσκι- λεηλατούν τα φανταχτερά
πολυκαταστήματα. «Πότε θα σταματήσουν;»
αναρωτιέται η μεσόκοπη αφασία που τα
ανέθρεψε. Ποτέ, γιατί ποτέ δεν
διδάχτηκαν αυτά τα πρώην παιδιά και νυν
κουκουλοφόρες ορδές, την απαγόρευση, τον
σεβασμό, την πειθαρχία. Ποτέ δεν έμαθαν ό,τι
υπάρχει και Θεός
και χωρίς Θεό όλα επιτρέπονται. Τώρα
διαλύουν, γιατί τους ανήκει- έτσι τους
λέμε- την πατρίδα μας. Μαζί τους ενώθηκαν
και συμμορίες των λαθρομεταναστών.
Αναμενόμενο. Μοιράζονται το ίδιο μίσος.
Περιμένουμε να μας σώσουν οι πολιτικοί.
Ποιοι; οι πορφυρογέννητοι νεκροθάφτες
της πατρίδος; Αστεία πράγματα. Όπως
στρώσαμε έτσι κοιμόμαστε. Ο Θεός να
βάλει το χέρι Του. ΥΓ.
Στα δημοτικά σχολεία αυτές τις μέρες
μικρά παιδιά φορούν τις κουκούλες των
παλτών τους και αναμηρυκάζουν το γνωστό
πανάθλιο σύνθημα κατά της αστυνομίας.
Αλίμονο μας!
Δημήτρης
Νατσιός Δάσκαλος |