The strong voice of a great community
Δεκέμβρης, 2008

Πίσω στο ευρετήριο

Ακαδημαϊκό Άσυλο

 

          Στο Σύνταγμα δεν κατοχυρώνεται το λεγόμενο «ακαδημαϊκό άσυλο», το οποίο συνίσταται στην απαγόρευση επέμβασης της δημόσιας δύναμης στους χώρους του πανεπιστημίου και αποτελεί έκφανση της ακαδημαϊκής ελευθερίας. Ακαδημαϊκή ελευθερία είναι η ελευθερία της επιστημονικής έρευνας και διδασκαλίας στο πλαίσιο του αυτοδιοικούμενου πανεπιστημίου, με φορείς τόσο το διδακτικό προσωπικό όσο και τους φοιτητές. Αναφορά στην ακαδημαϊκή ελευθερία γίνεται στην πρώτη παράγραφο του άρθρου 16 του Συντάγματος για να διευκρινισθεί απλώς ότι η ελευθερία αυτή δεν φτάνει μέχρι το σημείο να απαλλάσσει τους φορείς της από το καθήκον υπακοής στο Σύνταγμα. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι δεν μπορεί π.χ. ένας ερευνητής, επικαλούμενος την ελευθερία της επιστημονικής έρευνας, να εφαρμόζει μεθόδους ή να προβαίνει σε πειράματα που προσβάλλουν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια ή θέτουν σε κίνδυνο τη δημόσια υγεία.

 

 

          Το ιδεολογικά φορτισμένο ζήτημα του ακαδημαϊκού ασύλου ρυθμίσθηκε με τον νόμο 1268/1982 «για τη δομή και τη λειτουργία των ΑΕΙ», που ψήφισε, αμέσως μετά την ανάδειξή της στην εξουσία, η πρώτη κυβέρνηση Παπανδρέου, επηρεασμένη από τον απόηχο των γεγονότων του Πολυτεχνείου. Πρόκειται για τον περιβόητο «νόμο-πλαίσιο» για τα ΑΕΙ που τελικά τροποποιήθηκε σε ουσιώδη σημεία του με τον νόμο 3549/2007 της κυβέρνησης Καραμανλή, αφού πρώτα προκάλεσε μαζικές αντιδράσεις σε φοιτητικούς και ακαδημαϊκούς κύκλους με αποκορύφωμα τα επεισόδια και τις καταλήψεις που σημάδεψαν το πρώτο τετράμηνο του 2007.

 

 

         Ποιές είναι όμως οι μεταρρυθμίσεις εκείνες που θέλησε να περάσει η κυβέρνηση Καραμανλή συναντώντας τη στιβαρή αντίδραση των φοιτητών που εξελίχθηκε τελικά σε κίνημα;

 

 

         Και στο σημείο αυτό η παραπληροφόρηση κυριαρχεί. Πολλοί πιστεύουν ότι με τον νέο «νόμο-πλαίσιο» το άσυλο καταργείται εντελώς, «αφήνοντας τα πανεπιστήμια εκτεθειμένα στην αυθαιρεσία της κρατικής καταστολής». Άλλοι πάλι θεωρούν ότι με τον νέο νόμο δεν αλλάζει τίποτε ουσιαστικά, ενώ θα έπρεπε ίσως η κυβέρνηση να προχωρήσει στην ανάθεση της προστασίας των χώρων του πανεπιστημίου στην ελληνική αστυνομία καταργώντας τον θεσμό του ασύλου που μόνο προβλήματα έχει δημιουργήσει.

 

 

          Η αλήθεια βρίσκεται, όπως μπορεί να φαντασθεί κανείς, κάπου στη μέση. Η κυβέρνηση της Ν.Δ. δεν προχώρησε φυσικά στην κατάργηση του ασύλου που είχε κατοχυρώσει με τον ν. 1268/1982 η πρώτη κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, αλλά το περιόρισε αισθητά. Ο περιορισμός είναι αφενός μεν ποσοτικός, με την έννοια ότι παρέχεται πλέον η δυνατότητα χάραξης ορίων ασύλου σε πανεπιστημιακούς χώρους, αφετέρου δε ποιοτικός, αφού καθίσταται πιο εύκαμπτος ο μηχανισμός άρσης του ασύλου, με τη μεταβίβαση της αρμοδιότητας για άρση απευθείας στο Πρυτανικό Συμβούλιο και την εγκατάλειψη της ομοφωνίας. 

 

 

        Ειδικότερα: Πριν από τη μεταρρύθμιση του 2007, ο νόμος 1268/1982 προέβλεπε ότι το πανεπιστημιακό άσυλο καλύπτει όλους τους χώρους των ΑΕΙ, απαγορεύοντας την επέμβαση της δημόσιας δύναμης στους χώρους αυτούς χωρίς την πρόσκληση ή άδεια του αρμόδιου οργάνου του ΑΕΙ. Με τον νέο «νόμο-πλαίσιο» προβλέπεται πλεόν ότι το ακαδημαϊκό άσυλο καλύπτει μόνο τους χώρους του ΑΕΙ στους οποίους γίνεται εκπαίδευση και έρευνα. Η αρμοδιότητα χάραξης των ορίων του ασύλου ανατίθεται στη Σύγκλητο για τα ΑΕΙ και στη Συνέλευση για τα ΤΕΙ. Παράλληλα διευκρινίζεται ότι σκοπός του ασύλου είναι η κατοχύρωση των ακαδημαϊκών ελευθεριών και η προστασία του δικαιώματος στη γνώση, τη μάθηση και την εργασία όλων ανεξαιρέτως των μελών της ακαδημαϊκής κοινότητας, έναντι οποιουδήποτε επιχειρεί να το καταλύσει. Με τον τρόπο αυτό ο θεσμός του ασύλου φαίνεται να αποστασιοποιείται από το ιστορικό του παρελθόν και να τίθεται σε σύγχρονη βάση, προσανατολισμένη στις ανάγκες και τα δεδομένα της εποχής.

 

 

         Αρμόδιο όργανο για τη χορήγηση άδειας άρσης του ασύλου σε ειδικές περιπτώσεις είναι πλέον το Πρυτανικό Συμβούλιο για τα Πανεπιστήμια και το Συμβούλιο για τα ΤΕΙ, με δικαίωμα ψήφου όλων των μελών τους, πράγμα που σημαίνει ότι η απαίτηση να υπάρχει φοιτητική συναίνεση για την άρση του ασύλου παύει να υφίσταται. Ελήφθη μάλιστα μέριμνα ώστε να καταστεί η σχετική διαδικασία άρσης του ασύλου περισσότερο ευέλικτη: για το σκοπό αυτό προβλέφθηκε ότι τα όργανα αυτά μπορεί να συνέρχονται και αυτεπαγγέλτως (ή κατόπιν οποιασδήποτε καταγγελίας), ενώ οι αποφάσεις λαμβάνονται πλέον κατά πλειοψηφία και όχι με ομοφωνία, όπως απαιτούσε ο νόμος-πλαίσιο του 1982. Επέμβαση δημόσιας δύναμης χωρίς την άδεια του αρμοδίου οργάνου επιτρέπεται μόνον εφόσον διαπράττονται αυτόφωρα κακουργήματα ή αυτόφωρα εγκλήματα κατά της ζωής. Στο σημείο αυτό διατηρήθηκε η ρύθμιση του παλιού νόμου-πλαίσιο.

 

 

          Πρόσφατες αλλά και παλαιότερες εμπειρίες, όπως το χτίσιμο πρυτάνεων στα γραφεία τους, η καταστροφή και το κάψιμο εκλογικών καλπών, η βίαιη διακοπή εκδηλώσεων επαγγελματικής αποκατάστασης κ.ά., έχουν αναδείξει το μέγεθος και την ουσία του προβλήματος. Κατά καιρούς φοιτητές και διδακτικό προσωπικό έχουν γίνει και εξακολουθούν να γίνονται μάρτυρες βανδαλισμών, απειλών, λεκτικών και σωματικών επιθέσεων, διαρρήξεων, χρήσης και διακίνησης επικίνδυνων ουσιών,  παράνομων συναλλαγών και πολλών άλλων αξιόποινων συμπεριφορών που καλύπτονται υπό τον μανδύα του ασύλου και αμαυρώνουν το δημόσιο πανεπιστήμιο. Στο σημείο αυτό πρέπει να σημειωθεί η αμφισημία του όρου «ακαδημαϊκό άσυλο», ο οποίος δηλώνει εκτός από την «απαγόρευση εισόδου της αστυνομίας» και την «ελεύθερη διακίνηση των ιδεών, την ελευθερία στην έρευνα και τη διδασκαλία», κάτι που τυγχάνει φυσικά γενικής αποδοχής. Η κυβέρνηση Παπανδρέου εξέλαβε το 1982 την πρώτη ως το μέσο για να επιτευχθεί η δεύτερη. Ωστόσο, εδώ εντοπίζεται ένα λογικό άλμα. Διότι από τη μια, είσοδος της αστυνομίας δεν σημαίνει αναγκαστικά και περιστολή της ελεύθερης διακίνησης ιδεών, ιδίως όταν έχουμε ένα στοιχειωδώς δημοκρατικό καθεστώς, ενώ από την άλλη η είσοδος της αστυνομίας είναι πολλές φορές απαραίτητη ακριβώς για να διαφυλαχθεί η ελεύθερη διακίνηση ιδεών. Δεν πρέπει πάντως να λησμονείται ότι και υπό το προϊσχύσαν καθεστώς σε αρκετές περιπτώσεις που κατέστη αναγκαία η άρση του ασύλου για την αποτροπή σοβαρών αξιόποινων πράξεων, κανένα μέτρο δε λήφθηκε από τους αρμοδίους. Στο πλαίσιο αυτό εύστοχα έχει επισημανθεί ότι το άσυλο δεν είναι παρά μια βολική δικαιολογία της αστυνομίας για να μην κάνει τη δουλειά της.

 

 

           Το διακύβευμα σε ένα χώρο όπου η κρατική εξουσία δεν μπορεί να επιβληθεί άμεσα και καθοριστικά είναι ένα: πώς θα προστατευτούν οι ιδεολογικές και «πληθυσμιακές» μειονότητες μέσα στο πλαίσιο των μη-κρατικών σχέσεων δύναμης και των πολιτικών συσχετισμών που τελικά αναπτύσσονται; Με άλλα λόγια, πώς θα προστατευτεί η ελεύθερη διακίνηση και ανταλλαγή ιδεών από τη βία των άκρων, από τον φασισμό των οργανωμένων ομάδων, από τον τραμπουκισμό της ανεξέλεγκτης συμπεριφοράς; 

 

 

           Μήπως τελικά το μεγαλύτερο μερίδιο ευθύνης για την αυθαιρεσία και την κατάχρηση του ασύλου το φέρουν οι φοιτητικές παρατάξεις, οι οποίες έχουν μετατρέψει κατά κάποιον τρόπο το πανεπιστήμιο απο δημόσιο σε ιδιωτικό, με το να του φέρονται σαν να είναι δικό τους;      

 

 

          Όπως και να έχει το πράγμα, το άσυλο είναι ένα πολύ καλό άλλοθι -όπως και τα «ιδιωτικά πανεπιστήμια»- για να αφήσουμε κατά μέρος «τον γάμο» (τα αληθινά προβλήματα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης) και να πάμε «για πουρνάρια».

 

* Ασκούμενος Δικηγόρος

 

 

Συγγραφέας του άρθρου: Κίμων Σαϊτάκης