The strong voice of a great community
Δεκέμβρης 2007

Πίσω στο ευρετήριο

 Ψήγματα παράδοσης
Η εορταστική εθιμική συμπεριφορά μας

(Ελληνικό σπίτι - τα εθιμικά θεμελιακά στοιχεία του)


Της ΑΡΓΥΡΩΣ ΜΑΜΑΛΗ-ΚΟΠΑΝΟΥ

 



Δεν είναι μόνο η θρησκευτική περισυλλογή και τα ωραία ανθρωπιστικά λόγια της Υμνογραφίας, που κάνουν τις ημέρες αυτές των Χριστουγέννων γαληνεμένες και ειρηνοποιές. Είναι και η ίδια ανάγκη των ανθρώπων μέσα στις δύσκολες χειμωνιάτικες ώρες, να ξεφύγουν από τους φυσικούς φόβους, είναι η επιθυμία να ηρεμήσουν από την κοσμική ταραχή, να ξαναγυρίσουν στον εαυτό τους και να ζήσουν αγαπημένα και ζεστά στην πρώτη βιοτική ομάδα τους, την οικογένεια.
Το σπίτι τις ημέρες αυτές, όλες τις δώδεκα ημέρες από τα Χριστούγεννα ως τα Φώτα, γίνεται εστία και φρούριο των ανθρωπίνων αισθημάτων, φωλιά αγάπης και ζεστασιάς, που την περιμένουν με λαχτάρα όσοι ετοιμάζονται να τη ζήσουν, αλλά και με τραγική νοσταλγία εκείνοι που θα τη στερηθούν.
Στην Ελλάδα δεν είχαμε τους βόρειους χειμώνες που έδιναν στα Χριστούγεννα άλλων λαών την πολύ ζεστή και αποκλειστική σπιτική ατμόσφαιρα. Είχαμε όμως την οικογενειακή «περισυλλογή» των σκορπισμένων μελών, με τους ξενιτεμένους που γύριζαν από τα ταξίδια, με τους στρατιώτες που έρχονταν με την άδεια, με τα παιδιά που έπαυαν τα μαθήματα στο σχολείο. Αλλά είχαμε και τα χιονισμένα χωριά της πολυποίκιλης γεωγραφικής χώρας μας, που ένιωθαν την ανάγκη της χειμωνιάτικης αυτής θαλπωρής, είχαμε και τ' απομονωμένα από τις τρικυμίες νησιά μας, που περίμεναν τη Βάφτιση για να δουν να τους ανοίγονται ξανά οι θαλασσινοί δρόμοι.
Τρία ήταν τα θεμελιακά στοιχεία τις ημέρες αυτές που απασχολούσαν το ελληνικό σπίτι και τη νοικοκυρά του - ιέρεια πρώτη και απαραίτητη, τιμητικό και ηρωικό πρόσωπο, που με συγκινητική φροντίδα και μόχθο για την ετοιμασία και τον εορτασμό του σπιτιού, στεκόταν αιώνες τώρα ακλόνητη ως μάνα, αδελφή, σύζυγος, κόρη. Πρώτα ήταν η εστία με την έννοια της σπιτικής συνοχής και διάρκειας με την υγεία, δύναμη, ευτεκνία και χαρά, έπρεπε να συντηρεί όλο το Δωδεκαήμερο την πυρά και το φως της, που θα έδιωχναν τα ενοχλητικά πνεύματα (τους Καλικάντζαρους), θα οδηγούσαν στη διατήρηση της ζωής για το χρόνο που άρχιζε. Το μεγάλο ή τα μεγάλα κλαριά για τη φωτιά, τα χριστόξυλα, και η χρωματική στάχτη τους έπρεπε να μείνουν αναμμένα ώς την ημέρα του Αγιασμού. Εκεί γύρω από την εστία (τη γωνιά ή το τζάκι) μαζεύονταν όλα τα μέλη της οικογένειας κι έκαναν τις σπιτικές τελετές (την κουλούρα της γωνιάς, το κόψιμο του Χριστόψωμου, τη σπονδή με το κρασί κ.λπ.). Περνούσαν και τις άλλες βραδιές κουβεντιάζοντας και τρώγοντας ευκαρπιακές λιχουδιές. Άγρυπνος ανεφοδιαστής της φωτιάς, του ποτού και της λιχουδιάς, η νοικοκυρά χαιρόταν να βλέπει τη συγκέντρωση των δικών της, ν' ακούει το χαρούμενο «μιληταριό» που περνώντας οι Γιορτές θα το έχανε.
Εστιακό έθιμο ήταν και το στόλισμα του σπιτιού με την πρασινάδα του λόγγου (μυρτιά, σκίνο, δάφνη, κουμαριά) πορτοκάλια στα πιάτα και στα παράθυρα, που αντικατέστησαν σήμερα τα χριστουγεννιάτικα δέντρα...
Και περίμενε η νοικοκυρά την ημέρα των Θεοφανίων για να τελέσει το τελευταίο εστιακό έθιμο, το ράντισμα του σπιτιού με τον αγιασμό του «Ιορδάνη».
Τα γεύματα, έπειτα, πλουσιοπάροχα όσο γίνεται περισσότερο, ακόμη και στον πιο φτωχό, έχουν και σήμερα τη μαγική επιδίωξη της ευφορίας. «Όπως τρώμε σήμερα, να τρώμε όλο το χρόνο». Είναι μια συγκινητική προσπάθεια των ανθρώπων να εκβιάσουν τη ζωή, να μην αφήνει πεινασμένους στο διάβα της. Από εδώ πηγάζουν και οι κοινωνικές φροντίδες μας για τους φτωχούς, η εντονότερη φιλανθρωπική κίνηση που χαρακτηρίζει από παλαιότερα τις γιορτές. Το τραπέζι στο σπίτι δεν ξεστρώνεται για να τρώνε οι περαστικοί. Ακόμα και τα ζώα είτε στον γεωργικό κάμπο, είτε στο κτηνοτροφικό βουνό, πρέπει να φάνε καλύτερα.
Ακολουθεί η φιλοξενία. Δεν είναι μόνο η εγκάρδια διάθεση μαζί και η σπιτική αξιοπρέπεια που επιβάλλουν πάντα να προσφέρεις κάτι ευχάριστο στους ξένους σου, αλλά και η επιδίωξη να γίνει γλυκιά και η διάθεση των επισκεπτών σου και να είναι γλυκό το αποτέλεσμα των ευχών τους. Η άφθονη διάθεση γλυκισμάτων αποβλέπει σε μια γλυκιά διάθεση αγάπης και στοργής που θα απορρέει από μια ικανοποιημένη «γλυκασμένη» ζωή. «Πάντα γλυκασμένοι να 'στε».
Απλή ευχή, αλλά τόσο απαραίτητη για τη δύσκολη ζωή μας, με τα άγχη, τις αυθαιρεσίες και τους φανατισμούς.
Δεν έχει σημασία ότι άλλαξαν από τα πρωτόγονα ή από τα παιδιά παραδοσιακά χρόνια οι συνθήκες ζωής και οι ανθρώπινες σκέψεις. Στους τρεις σταθμούς της πολιτισμικής μας εξέλιξης, τον πρωτόγονο, τον προγονικό και τον σύγχρονο, η ανθρώπινη εθιμική συμπεριφορά παραμένει η ίδια... Και μπορεί να ξεκίνησαν τα έθιμα από ανθρώπινες επινοήσεις και φόβους, αλλά καθαγιάστηκαν από τον χριστιανικό συμβολισμό και δανείστηκαν φως μέσα στο χειμωνιάτικο σκοτάδι, φως από τη νυχτερινή ακολουθία της εκκλησίας, φως από τη σπιτική εστία και τα χαρούμενα δείπνα, φως έπειτα από τα κοσμικά ξενύχτια και ρεβεγιόν. Τη μαγεία για το δυνάμωμα του φυσικού φωτός την ανέλαβαν οι φωταψίες των πανηγυρισμών και των δέντρων, την ευχή της ευκαρπίας, η ανταλλαγή των δώρων και τα πλουσιοπάροχα δείπνα ακόμα και την οικογενειακή συγκέντρωση της αγάπης την πολλαπλασίασαν τώρα οι κοινωνικές συνεστιάσεις συναδελφικών μελών με την ευχετική βασιλόπιτα.
Οι ευχές, που τόσο άφθονα και ανοιχτόκαρδα δίνονται τις ημέρες αυτές στην Ελλάδα, ήταν και είναι μια περιχαράκωση για ό,τι φοβόμαστε και ποθούμε.
«Καλά Χριστούγεννα» με τη σκέψη πάντα της υγείας και της, χωρίς καμία απουσία, συγκέντρωσης των μελών του σπιτιού.
«Καλή χρονιά» με την ελπίδα και τον εκβιασμό της τύχης για εξασφάλιση τουλάχιστον ενός χρόνου χαράς και σοδειάς.
Και «Χρόνια πολλά» ένα παραπάνω τόλμημα για την ποθητή μακροζωία.