The strong voice of a great community
Δεκέμβρης 2007

Πίσω στο ευρετήριο

 

Ξημέρωνε Χριστούγεννα.

 

Ένα χριστουγεννιάτικο διήγημα του Διονύση Ε. Κονταρίνης

denniskontarinis@yahoo.com

 

Βγήκα από τη μικρή πόρτα του σπιτιού, βυθισμένος στις σκέψεις μου. Έξω το χιόνι έπεφτε πυκνό κι΄ένας παγωμένος αγέρας με χτυπούσε άγρια στο πρόσωπο. Ένα βαθύ, αδιαπέραστο σκοτάδι έχει αγκαλιάσει όλο το μικρό χωριό, που βρίσκεται σκαρφαλωμένο εδώ πάνω, σε κάποια απότομη βουνοπλαγιά του Γράμμου. Κοιτάζω για λίγο γύρω μου χωρίς να μπορώ να διακρίνω τίποτα. Μόνο το χιόνι νιώθω, που ασταμάτητα πέφτει πάνω μου. Πίσω από μένα, από τη μικρή πόρτα του σπιτιού βγαίνει και ο καπετάν-Νικηφόρος. Έρχεται και στέκει πλάι μου και βγάζει από την τσέπη του το πακέτο με τα τσιγάρα. Μου προσφέρει και μένα. Ανάβουμε κι΄οι δυο κι΄αφήνουμε τον καπνό να ανακατευτεί με το χιόνι, που στροβιλίζεται γύρω μας.

-Ξημερώνουν Χριστούγεννα καπετάν-Θάνο, μου λέει με  μία παράξενη αργόσυρτη φωνή.

Γυρίζω προς το μέρος του και μέσα στο σκοτάδι, που μας τυλίγει, προσπαθώ να διακρίνω το πρόσωπό του χωρίς να τα καταφέρω.

-Ναι σύντροφε Νικηφόρε, του λέω αφήνοντας να μου ξεφύγει ένας αναστεναγμός. Ακόμη μία φορά Χριστούγεννα στο βουνό. Ακόμη μία φορά Χριστούγεννα με το όπλο στο χέρι. Και τούτη τη φορά απέναντί μας να είναι τ΄αδέλφια μας. Να ντουφεκάμε αυτούς που μιλούν την ίδια γλώσσα με μας. Αυτούς που πιστεύουν τον ίδιο Θεό με μας. Αυτούς που γιορτάζουν τον ίδιο Χριστό που γεννιέται απόψε.

Μία Βαρειά σιωπή έχει πέσει για λίγο ανάμεσά μας. Γύρω μας δεν ακούγεται τίποτε άλλο από παρά μόνο ο αγέρας που σφυρίζει άγρια ανάμεσα στα κλαδιά των δέντρων.

Με τον Νικηφόρο μας έδενε μία πολύ στενή φιλία. Αντάμα είχαμε βγει στο βουνό τα μαύρα χρόνια της σκλαβιάς. Αμούστακα παιδιά σχεδόν, είχαμε μπει κάτω από τις διαταγές του Άρη, πολεμώντας τους Γερμανούς και τους Ιταλούς. Τρία ολόκληρα χρόνια πατήσαμε σχεδόν όλα τα βουνά της πατρίδας μας κρατώντας το ντουφέκι στο χέρι και πολεμούσαμε για τη λευτεριά.

Κι΄ήρθε η μέρα που ο πόλεμος τέλειωσε και οι κατακτητές φύγανε από την πατρίδα μας. Και πιστέψαμε τότε πως είχαμε κάμει το καθήκον μας για την πατρίδα και πως όλα τέλειωσαν. Πως θα μπορούσαμε να γυρίσουμε στα χωριά μας και στα σπίτια μας και να ξεκινήσουμε μία καινούργια ζωή. Να σπείρουμε τα χωράφια μας. Να ξαναπιάσουμε στα χέρια μας τ΄αλέτρι. Όμως φαίνεται πως δεν ήτανε γραφτό να γίνουνε όλα τούτα που ονειρευόμαστε. Ήρθαν οι Άγγλοι κουβαλώντας μαζί τους τον ματωμένο Δεκέμβρη του ΄44. Και μετά η Βάρκιζα και όλα όσα ακολούθησαν. Κι΄ήταν όλα αυτά, που μας έκαμαν να αρπάξουμε ξανά το ντουφέκι να βρεθούμε πάλι στο βουνό. Και τούτη τη φορά να έχουμε απέναντί μας για εχθρό τα δικά μας τ΄αδέλφια. Μοίρα σκληρή για ετούτον τον φτωχό τόπο μας ο Εμφύλιος.

Χρόνια στο βουνό αντάμα με τον Νικηφόρο. Μοιραζόμαστε χαρές και λύπες. Και τώρα, στα χρόνια του Εμφύλιου, βρεθήκαμε μαζί στο ίδιο τάγμα να διοικούμε δύο χωριστές διμοιρίες. Είχαμε στη διάθεσή μας ειδικά εκπαιδευμένους άντρες ικανούς και αποφασισμένους για όλες τις αποστολές. Τη δική μας βοήθεια ζητούσαν άλλες μονάδες σαν ήθελαν κάτι ξεχωριστό να καταφέρουν. Η φήμη μας ήταν απλωμένη πάνω σ΄όλα τα βουνά, όπου υπήρχαν δικές μας μονάδες.

Και τούτη τη βραδιά, παραμονή Χριστούγεννα, για τον ίδιο λόγο βρισκόμαστε σε τούτο δω το χωριουδάκι. Για μία επικίνδυνη αποστολή.

-Τι λες για όλα όσα μας είπανε, διέκοψε τις σκέψεις μου η φωνή του Νικηφόρου.

-Κομμάτι δύσκολο, του απάντησα μετά από μία μικρή σιωπή. Όμως νομίζω πως και τούτη τη φορά θα τα καταφέρουμε σύντροφε.

Μία μικρή σιωπή έχει πέσει ανάμεσά μας. Καπνίζουμε τα τσιγάρα μας χωρίς να μιλάμε, μοιάζοντας πιο πολύ να σκεφτόμαστε τη νέα επιχείρηση, που πριν από λίγο το Αρχηγείο μας είχαν αναθέσει.

-Σκεφτικό σε βλέπω καπετάν-Θάνο. Πολύ σκεφτικό, είπε σε λίγο ο Νικηφόρος.

-Ναι μωρέ Νικηφόρε. Ξημερώνουνε Χριστούγεννα. Το σκέφτεσαι; Θυμάμαι άλλες χρονιές τέτοιες μέρες. Πριν νάρθει τούτος ο καταραμένος αδελφοπόλεμος. Πόσο πιο όμορφα ήτανε τότε! Το θυμάσαι κι΄εσύ;

Μέσα στο σκοτάδι διέκρινα τον σύντροφό μου, που ακούμπισε στο περβάζι της μικρής πόρτας και σήκωσε το βλέμμα του ψηλά, στον ουρανό. Λες κι΄έψαχνε μες στα σκοτάδια να ξεδιακρίνει το Χριστό που ερχότανε από ψηλά. Ίσως πάνω σε κάποιο αστέρι.

-Τι ωφελεί κι΄αν τα θυμόμαστε σύντροφε;

Κι΄ήρθε κοντά μου και μ΄αγκάλιασε από τον ώμο. Νομίζεις σύντροφε Θάνο πως μπορεί να ξανάρθουνε σε τούτο τον τόπο τέτοιες μέρες; Καταλαβαίνεις τι την περιμένει την πατρίδα μας, όποιος κι΄απ΄τους δύο μας κερδίσει ετούτον τον αδελφοπόλεμο; Οι ξένοι θα χορέψουνε πάνω στο κουφάρι της. Θα μας αφήσουνε λοιπόν να δούμε άσπρη μέρα; Θα μας αφήσουνε να έχουμε ποτέ Χριστούγεννα χαράς;

Κούνησα για λίγο το κεφάλι μου αμίλητος. Πέταξα το τσιγάρο μου μακριά κι΄ετοιμάστηκα να ξεκινήσω για το κατάλυμά μας όταν άκουσα πίσω μου να ανοίγει η μικρή πόρτα κι΄από μέσα βγήκανε οι υπόλοιποι του αρχηγείου. Ήσαν τέσσερις-πέντε. Είχαν έρθει το πρωί από τη Μεραρχία για να μας εξηγήσουν την επιχείρηση και τους στόχους.

Ήταν μία κορφή, πάνω από το μικρό χωριό. Ένας βράχος, που όμως έμοιαζε με αγριεμένο λιοντάρι. Γιομάτος με αμερικάνικα πολυβόλα τελευταίου τύπου, σκόρπιζε το θάνατο και  κρατούσε τον έλεγχο σε όλη την πλαγιά. . Έπρεπε λοιπόν, πάση θυσία, νάρθει στα χέρια μας τούτη η κορφή. Να ελευθερωθούν τα μονοπάτια της πλαγιάς για να μπορέσει να περάσει χωρίς κανένα κίνδυνο ο κύριος όγκος της Μεραρχίας, που από την Ήπειρο οπισθοχωρούσε προς το Γράμο.

-Αντέστε σύντροφοι, ακούστηκε πίσω μου η φωνή του Μέραρχου. Πηγαίνετε στα κονάκια σας. Πριν να φέξει θα πρέπει να ξεκινήσετε. Θέλω με το χάραμα της μέρας να σας δω πάνω στην κορφή.

Αμίλητοι, ο Νικηφόρος κι΄εγώ, πήραμε το μικρό μονοπάτι και χαθήκαμε μέσα στο σκοτάδι και το χιόνι.

Ήτανε βαθεία νύχτα ακόμη σαν βρεθήκαμε στις θέσεις μας. Δεν ήτανε καμιά ανάγκη να ανιχνεύσουμε τα μέρη γύρω μας. Τα γνωρίζαμε καλά. Πέτρες, βράχια και θάμνοι, που χρόνια τώρα τα πατούσαμε κάθε μέρα.

Σε λίγο το ντουφεκίδι αρχίζει να αντιβουίζει στις γύρω πλαγιές του λόφου. Φαίνεται πως εκείνοι εκεί πάνω δεν μας περίμεναν. Γι΄αυτό όλα σχεδόν ήσαν κάπως εύκολα για μας. Μας έριχναν βέβαια στο ψαχνό. Ξάπλωσαν κάτω αρκετούς δικούς μας. Όμως μόλις πήρε να αχνοφέγγει η μέρα είχαμε πλησιάσει για καλά στην κορφή. Τους βλέπαμε πλέον καθαρά να γεμίζουν και ν΄αδειάζουν τα πολυβόλα τους πάνω μας. Μες στο σύθαμπο του πρωινού ακούστηκε η σφυρίχτρα του καπετάν-Νικηφόρου ν΄αντιβουίζει στην πλαγιά. Ήτανε το σύνθημα για την τελική επίθεση στην κορφή.

Κοιτάζω  γύρω τους δικούς μου. Είναι όλοι τους έτοιμοι. Η μέρα έχει αρχίσει να χαράζει έντονα τα σημάδια της γύρω μας. Το χιόνι έχει από ώρες σταματήσει να πέφτει κι΄ένας πεντακάθαρος ουρανός έχει αρχίσει να φαντάζει ολόγυρα μέσα στο αδύνατο φως του πρωινού. Η χρυσοκόκκινη ανταύγεια του ήλιου, πριν ακόμη να φανεί, βάφει με τα χρώματά της τον ορίζοντα γύρω μας.

Με φωνές και αλαλαγμούς πήραμε να ανηφορίζουμε προς την κορφή. Το κροτάλισμα των πολυβόλων, που μας χτυπάνε από πάνω, είναι ασταμάτητο. Δύο – τρεις δικοί μου λαβωμένοι πέφτουν γύρω μου. Μα κι΄αυτοί, εκεί πάνω, δεν τα πηγαίνουν καλύτερα. Από όλες τις μεριές, γύρω από την κορφή, τους χτυπάμε ασταμάτητα. Σε λίγο φάνηκε να κατάλαβαν πως η μοναδική λύση που τους απομένει είναι ο διάδρομος, που επίτηδες έχουμε αφήσει ανοιχτό για να μπορέσουν να διαφύγουν. Και πραγματικά, λίγοι-λίγοι  αρχίζουν να φεύγουν. To καταλαβαίνουμε όταν η αγριάδα των πολυβόλων αρχίζει να λιγοστεύει.

Σε λίγο πάνω στην κορφή έχει απομείνει να κελαϊδάει ένα πολυβόλο μόνο. Χτυπάει επίμονα και με λύσα. Κι΄όσο εμείς πλησιάζουμε τόσο πιό πολύ και πιό άγρια μας χτυπάει. Από τη θέση που έχουμε φτάσει, βλέπουμε πλέον τον όγκο της φρουράς να κατηφορίζει τρέχοντας την πλαγιά.

Κάποια στιγμή το μοναδικό πολυβόλο που τόση ώρα μας χτυπούσε με λύσσα, ξαφνικά σταματάει. Μένουμε για λίγο ακόμη στις θέσεις μας προσπαθώντας να καταλάβουμε αν κι΄αυτός έχει φύγει ή περιμένει να μας σημαδέψει πιο καλά για να ξαναρχίσει.

Σε λίγο αρχίζω να ανεβαίνω δισταχτικά και με προφύλαξη. Πίσω μου ακολουθούν μερικοί από τους δικούς μου. Τους κάνω νόημα να μην κάνουν θόρυβο. Καθώς ανεβαίνω προσπαθώ να ξεδιακρίνω τη θέση του πολυβόλου. Όμως στάθηκε αδύνατο να το εντοπίσω.

Συνεχίζουμε ν΄ανεβαίνουμε σκυφτοί, προσπαθώντας να κρυβόμαστε όσο μπορούμε πίσω από τους λιγοστούς θάμνους, περιμένοντας πως από στιγμή σε στιγμή θα ξανάρχιζε το ξερό κροτάλισμα του πολυβόλου. Όμως τίποτα. Μία νεκρική σιγή επικρατεί πάνω στον λόφο.

Κάποια στιγμή έχουμε φτάσει σχεδόν στο φρύδι της κορφής. Ο ήλιος έχει αρχίσει να φαίνεται πάνω από το αντικρινό βουνό γεμίζοντας με μία άγρια ομορφιά όλο τον χώρο της πλαγιάς. Μ΄΄ενα κίνημα του χεριού μου Πιντ-έξη από τους συντρόφους μου μ΄ακολουθούν και πετιόμαστε πάνω στπο πλάτωμα του λόφου. Με τ΄αυτόματα προτεταμένα και το δάχτυλο στην σκανδάλη. Μία παράξενη εικόνα αγριάδας και θανάτου επικρατεί γύρω. Λίγα κορμιά ξαπλωμένα σε παράξενες στάσεις έτσι όπως τα βρήκε ο θάνατος, κείτονται ένα γύρω κάτω από τις πρώτες αχτίδες του ήλιου, που τώρα έχει ψηλώσει λίγο πάνω από το βουνό. Κοιτάζω γύρω μου για να δω το πολυβόλο, που τόσα άγρια μας χτυπούσε πριν από λίγο. Και το βλέπω. Είναι πάνω σ΄ένα αέτωμα του λόφου, με την κάννη του γυρισμένη ψηλά, προς τον ουρανό. Δεν ξέρω γιατί αλλά τούτη τη στιγμή μου φαίνεται πως μοιάζει σαν να ζητάει συγνώμη από το Θεό για το θανατικό που σκόρπιζε πριν από λίγη ώρα. Πλησιάζω κοντά με το αυτόματο στο χέρι μου, έτοιμο να σκορπίσει το θάνατο. Και τότε τον βλέπω. Βλέπω αυτόν, που πριν λίγη ώρα μας χτυπούσε με τόση λύσσα. Στέκει ξαπλωμένος ανάσκελα μπροστά στο πολυβόλο του. Στα μάτια του, καθώς με κοιτάζει, ζωγραφίζεται ο τρόμος. Το μόνο ίσως, που τούτη τη στιγμή θα σκέφτεται είναι ότι το αυτόματό μου θα γεμίσει το κορμί του με τρύπες. Στέκομαι για λίγο πάνω του και τον κοιτάζω προσπαθώντας να μαντέψω τις προθέσεις του. Είναι ένα αμούστακο παλικάρι όχι πάρα πάνω από είκοσι χρόνων. Αδύνατο, χλωμό, με τα μαύρα μαλλιά του να ξεχύνονται, έξω από το κράνος του καθώς αυτό έχει τραβηχτεί λίγο από το κεφάλι του την ώρα που έπεφτε ανάσκελα. Στέκει εκεί και με κοιτάζει φοβισμένος στα μάτια σαν ένα αγρίμι που έχει πιαστεί στην παγίδα.

Δεν ξέρω πόση ώρα στέκομαι εδώ, μπροστά του και τον κοιτάζω. Δεν μοιάζει για λαβωμένος. Κοιτάζω γύρω του για να δω αν έχει κάποια αίματα μα δεν βλέπω τίποτα. Κι΄όμως αυτός στέκει εκεί ξαπλωμένος. Αναρωτιέμαι γιατί να έμεινε εδώ πάνω και δεν έφυγε με τους άλλους.

-Σήκω πάνω, τον διατάζω αγριεμένος.

Κι΄αυτός δεν κουνιέται καθόλου από τη θέση του. Μόνο στέκει εκεί και με κοιτάζει. Κοιτάζει πότε εμένα και πότε το όπλο μου. Λες και περιμένει πως κάποια στιγμή οι σφαίρες θα βγουν από την κάννη του και θα καρφωθούν στο κορμί του.

-Σήκω πάνω σου είπα ρε, του φωνάζω πιο αγριεμένος τούτη τη φορά και σηκώνω κατά πάνω του το αυτόματό μου.

-Μη ρίξεις καπετάνιο. Μη ρίξεις, να χαρείς. Δεν μπορώ να σηκωθώ, μου λέει και μου δείχνει κατά τη μεριά του ποδιού του.

Χωρίς να πάψω να τον σημαδεύω πλησιάζω πιο πολύ κοντά του. Πηγαίνω στη μεριά που είναι τα πόδια του και βλέπω τι έχει συμβεί. Το δεξί του πόδι, κατά κάποια παράξενη σύμπτωση, ενώ βρισκόταν σφιγμένος πάνω στο πολυβόλο του είχε σφηνωθεί ανάμεσα στα δυο σίδερα της βάσης και του ήτανε αδύνατο να το ελευθερώσει. Τον κοιτάζω και αμέσως στο μυαλό μου ξηγιόνται όλα. Γι΄αυτό δεν έφυγε με τους άλλους. Κανείς από τους δικούς του δεν στάθηκε να τον βοηθήσει. Είχε μείνει εκεί, πιασμένος στο δόκανο της μοίρας του και μας χτυπούσε με λύσσα, μόνο για να πουλήσει ακριβά το τομάρι του. Έτσι κατά πως τον είχανε διδάξει οι δάσκαλοι του πολέμου.

Σκύβω πιο πολύ κοντά του για να δω τι μπορώ να κάμω να του ελευθερώσω το πόδι του.

Η φωνή του Νικηφόρου με κάνει να πεταχτώ.

-Τι τον φυλάς τον μπάσταρδο ρε Θάνο; Ρίξτου, μου φωνάζει αγριεμένος.

Έχει φτάσει κι΄αυτός στην κορφή ανεβαίνοντας από την άλλη πλευρά του λόφου. Σαν με βλέπει μπροστά στον στρατιώτη να προσπαθώ να του ελευθερώσω το πόδι, σηκώνει το αυτόματό του και τον σημαδεύει

-Θα τον καθαρίσω εγώ! φωνάζει άγρια..

Απότομα σηκώνω κι΄εγώ το δικό μου αυτόματο και σημαδεύω τον Νικηφόρο.

-Αν τον χτυπήσεις θα σε σκοτώσω σαν σκυλί, του φωνάζω αγριεμένος.

Ο Νικηφόρος μοιάζει να τα χάνει για λίγο και απομένει να με κοιτάζει με απορία. Αργά κατεβάζει το όπλο του κι΄έρχεται κοντά μου. Χωρίς να τον κοιτάξω καθόλου σκύβω πάνω στον στρατιώτη και προσπαθώ να λευτερώσω το πόδι του. Φωνάζω δυο – τρεις από τους δικούς μου να με βοηθήσουν και σε λίγο τον έχουμε λευτερώσει. Αυτός σηκώνεται όρθιος και με μία γκριμάτσα πόνου ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του τρίβει για λίγο το πόδι του.

-Σ΄ευχαριστώ καπετάνιο. Σ΄ευχαριστώ, μου ψιθυρίζει πονεμένα.

Τον κοιτάζω εξεταστικά. Φαίνεται παιδί από οικογένεια, με τρόπους, ευγενικό και με μία γαλήνια έκφραση ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του. Κοιτάζει όλους μας γύρω σαν χαμένος προωθώντας ίσως να μαντέψει ποια θα είναι η τύχη του.

-Θέλεις νάρθεις μαζί μας ή να φύγεις; τον ρωτάω.

Με κοιτάζει στα μάτια σαν να μην πιστεύει σ΄αυτά που του λέω. Μένει για λίγο σαν χαμένος. Μετά μου λέει σχεδόν ψιθυριστά.

-Μπορώ να φύγω αν θέλω; ...Ξέρεις καπετάνιο....Έχω μία μάνα και δυο αδελφές κάτω στην πόλη...Περιμένουν κάποια μέρα να γυρίσω...Με χρειάζονται καπετάνιο....Δεν έχουν κανέναν άλλον...Από μένα περιμένουν.

Μένω για λίγο σκεφτικός και τον κοιτάζω.

-Τότε πήγαινε, του λέω κάπως απότομα.

Χωρίς να περιμένει δεύτερη κουβέντα αρχίζει να κατηφορίζει προς την πλαγιά. Οπισθοχωρεί με αργά βήματα και κοιτάζει όλους μας γύρω με κάποια ανησυχία.

Σαν φτάνει σε κάποια απόσταση ασφάλειας, σταματάει. Με κοιτάζει με τα μάτια του να λάμπουν σαν δακρυσμένα.

-Καπετάνιο. Συγνώμη αν χτύπησα κάποιους από σας. Δεν φταίω εγώ. Φταίνε αυτοί που με έχουνε βάλει να σκοτώνω.

Σήκωσε το χέρι του και κοιτάζοντας μας όλους μας χαιρέτισε και άρχισε να κατηφορίζει τρέχοντας. Σε λίγο έχει χαθεί από τα μάτια μας.

Γυρίζω και κοιτάζω τον Νικηφόρο. Με κοιτάζει κι΄αυτός στα μάτια με μία παράξενη έκφραση. Απομακρύνομαι λίγο από κοντά του και του μιλάω αργά με μία φωνή που μοιάζει κουρασμένη.

-Χριστούγεννα σήμερα σύντροφε Νικηφόρε. Μεγάλη γιορτή. Κι΄εμείς, όλοι οι άνθρωποι πάνω σε τούτη τη γη κρατάμε ένα ντουφέκι στο χέρι μας και σκοτώνουμε ο ένας τον άλλον. Κι΄αυτός ο άλλος είναι αδελφός μας.

Βγάζω από την τσέπη μου το κουτί με τα τσιγάρα και παίρνω ένα. Απλώνω και στον Νικηφόρο. Κι΄αυτός, χωρίς να πάρει τσιγάρο με κοιτάζει για λίγο ακόμη στα μάτια ψυχρά και γυρίζει προς τους συντρόφους του.

-Πάμε παιδιά, τους λέει και ξεκινάει να κατηφορίζει προς την πλαγιά. Τον κοιτάζω καθώς απομακρύνεται. Όταν χάθηκε πίσω από τα βράχια ανάβω το τσιγάρο μου και κοιτάζω γύρω μου τον ουρανό, που αρχίζει να τυλίγεται στα γαλάζια χρώματα του πρωινού.

Από κείνη τη στιγμή τον Νικηφόρο δεν τον ξαναείδα. Μία μεγάλη φιλία που είχε γεννηθεί εδώ πάνω, σε τούτα τα βουνά, κάτω από τις σφαίρες του πολέμου, έσβησε πάνω σε τούτη δω τη βουνοκορφή για τη ζωή ενός στρατιώτη. Ενός στρατιώτη που δεν ήταν εχθρός μας.

Μακριά, πέρα από το αντικρινό βουνό, ακούγεται μία καμπάνα να διαλαλεί στα γύρω βουνά, τη γέννηση του Χριστού.