|
|
Οι
πανηγυρισμοί του “Όχι” στο
Γουίνιπεγκ
Γράφει Ο Παύλος Μηλιώνης Η
ομογενειακή παροικία της Μανιτόμπα
γιόρτασε την ιστορική επέτειο του “Όχι”
με αισθήματα περηφάνιας μέσα σε ένα
κλήμα εθνικού παλμού. Με
την ευκαιρία της μεγάλης εθνικής εορτής
των Ελλήνων, διοργανώθηκε χοροεσπερίδα
μετά φαγητού σε πολυτελές εστιατόριο
της πόλης του Γουίνιπεγκ με την θερμή
συμπαράσταση και προσέλευση μεγάλου
μέρους των ομογενών. Η
όλη εκδήλωση ήταν επιτυχημένη καθώς οι
ομιλίες των Ελλήνων και Φιλελλήνων
προσκεκλημένων ακούστηκαν διθύραμβοι
και λόγια έκφρασης
τιμής και θαυμασμού για την Ελλάδα. Όλοι
οι ομιλητές αναφέρθηκαν στο “Όχι” και
τη σημασία του για τον ελεύθερο κόσμο.
Μεταξύ αυτών ήταν ο πρόεδρος της ΑΧΕΠΑ
Γιώργος Σωτηριάδης και από την Οτάβα ο
επιτετραμμένος της Ελληνικής Πρεσβείας
Γεώργιος Δογορίτης με έναν αριθμό
εκπροσώπων του επαρχιακού πολιτικού
κατεστημένου. Την επομένη, Κυριακή,
πραγματοποιήθηκε επιμνημόσυνη
θρησκευτική τελετή και δοξολογία στον
καθεδρικό ναό του Γουίνιπεγκ, σε
ανάμνηση όλων εκείνων που έπεσαν
αγωνιζόμενοι υπέρ Πατρίδας, βωμών και
εστιών. Ακολούθησε μαθητική γιορτή
στο κοινοτικό μας κέντρο, με τη
συμμετοχή της νεολαίας και κυρίως των
μικρών Ελληνό-Καναδών των κατηχητικών
σχολείων, με απαγγελίες ποιημάτων και
μικρών θεατρικών παραστάσεων γύρω από
τα γεγονότα εκείνης της εποχής καθώς
επίσης και την εκτέλεση εθνικοτοπικών
χορών. Παίρνοντας
αφορμή αυτή την επέτειο θα ήθελα να
αναφερθώ στα γεγονότα εκείνης της
εποχής όπως τα έζησα ο ίδιος στον
Πειραιά. Όταν λοιπόν δόθηκε το
τελεσίγραφο του Μουσολίνι στην Ελλάδα η
άρνηση της κυβέρνησης επεσήμανε την
κήρυξη του πολέμου από τους φασίστες του
ενός εκατομμυρίου λογχών της Ιταλίας,
ενάντια στη μικρή και άοπλη Ελλάδα. Στην
πάλη που ακολούθησε έγινε γενική
επιστράτευση ο δε Ελληνικός στρατός στο
μέτωπο της Βόρειας Ηπείρου υπό την ικανή
ηγεσία του Παπάγου, υποχρέωση τις
μεραρχίες των Ιταλών να οπισθοχωρήσουν
με αποτέλεσμα να ελευθερώνονται η μία
μετά την άλλη οι ελληνικές πόλεις της
Βόρειας Ηπείρου. Όταν
αργότερα η Γερμανία έσπευσε σε βοήθεια
των συμμάχων της και κτύπησε την Ελλάδα
την 6η του Απρίλη του 1941 με τις
γνωστές σιδηρόφρακτες στρατιές της,
είδαμε το περίεργο φαινόμενο της
κατάληψης της Αθήνας και Θεσσαλονίκης
από τους εισβολείς, ενώ παράλληλα οι
στρατιές τους στη γραμμή Μεταξά
βρέθηκαν καθηλωμένες από τους γενναίους
Έλληνες οι οποίοι συνέχισαν να
αμύνονται θαρραλέα σαν Έλληνες. Έτσι
λοιπόν και ενώ στην Αθήνα και
Θεσσαλονίκη υψωνόταν ο “αγκυλωτός
σταυρός” των μεραρχιών των ναζιστών του
Χίτλερ, η βόρειος Ελλάδα συνέχιζε έναν
αγώνα υπέρ πάντων. Αυτός ήταν και ο λόγος
που ύστερα από λίγο ο ίδιος ο
αρχιστράτηγος Παπάγος έδωσε τη διαταγή
συνθηκολόγησης. Η
πολεμική όμως αυτή περιπέτεια της
Ελλάδος είχε και τις ανάλογες
επιπτώσεις της πάνω στο πρώτο λιμάνι της
χώρας τον Πειραιά, όπου έγινε η
ανατίναξη του Αγγλικού πλοίου, (Klan
Freyjer), στη
στρατιωτική αποβάθρα της Δραπετσώνας,
ας σημειωθεί ότι το πλοίο εκείνο
μετέφερε ένα μεγάλο φορτίο όπλων και
πυρομαχικών. Η έκρηξη που ακολούθησε το
κτύπημα του σκάφους ήταν τόσο δυνατή
ώστε συγκλονίστηκε από αυτήν ολόκληρος
ο Πειραιάς. Ακολούθησε η μεγάλη νύκτα
της κατοχής με την πείνα και τις
χιλιάδες νεκρούς των θυμάτων της, ας μου
επιτραπεί δε να δηλώσω ότι τα θύματα
αυτά έθαβαν σε ομαδικού τάφους-λάκκους
ανά πενήντα άτομα ή και περισσότερα. Και
κάτι ακόμα που προφανώς δεν γνωρίζουν οι
περισσότεροι ομογενείς, η καταστροφή
της πόλης του Πειραιά δεν έγινα τόσο από
τους Γερμανούς, όσο από τους
βομβαρδισμούς της Βρετανικής
αεροπορίας η οποία στην προσπάθειά της
να βομβαρδίσει του κατακτητές Ναζί,
σκότωνε τους άμοιρους κατοίκους της
πόλης. Παράλληλα οι Ναζιστές του Χίτλερ
σε εκδίκηση έστηναν μπλόκα στους
δρόμους της πόλης και έπιανα περί τους
χίλιους ανύποπτους περαστικούς. Από
αυτούς άλλους έστελναν στη Γερμανία σε
καταναγκαστική εργασία για να καλύψουν
τις ανάγκες της βιομηχανίας τους για
εργάτες και άλλους τους έστελναν στο
Χαϊδάρη για εκτέλεση. Μια δεύτερη
ανατίναξη πλοίου πραγματοποιήθηκε στις
31 του Μάη του 1941 με την καταστροφή του
Βουλγάρικου πλοίου “Μαρία Λουίζα”, το
οποίο ήταν αγκυροβολημένο στην προβλήτα
Βασιλειάδη, από την οποία συγκλονίστηκε
για ακόμη μια φορά η Δραπετσώνα και
ολόκληρος ο Πειραιάς. Να
γιατί θα πρέπει να τιμούμε πάντα αυτήν
την ιστορική μέρα.
|