Εργασία της μαθήτριας της
Β΄Λυκείου Βασιλικής Π. Μπραχάλα,
του Μουσικού Σχολείου Τρικάλων στο
μάθημα Αρχές Φιλοσοφίας
«Αριστοτέλης
ο Σταγειρίτης»
Η
ζωή και το έργο του.
Ο
Αριστοτέλης ήταν ένας από τους
κορυφαίους φιλοσόφους και επιστήμονες
της Κλασσικής εποχής. Ιδρυτής της
περιπατητικής φιλοσοφίας, ο
συστηματικότερος, μεθοδικότερος νους
του αρχαίου κόσμου και ένας από τους
μεγαλύτερους στοχαστές όλων των εποχών.
Όπως επίσης και θεμελιωτής και
πρόδρομος πλήθους παλαιότερων όσο και
νεότερων κλάδων της επιστήμης.
Ο
φιλόσοφος Αριστοτέλης γεννήθηκε το 384 π.Χ.
στα Στάγιρα, το σημερινό Σταυρό στη
βορειοανατολική ακτή της Χαλκιδικής (η
οποία ήταν γνήσια ελληνική πόλη που την
είχαν ιδρύσει άποικοι από την Άνδρο και
η Χαλκίδα 665 π.Χ., οι οποίοι μιλούσαν μια
παραλλαγή της ιωνικής διαλέκτου) και
πέθανε στο κτήμα της μητέρας του στη
Χαλκίδα το 322 π.Χ. Οι γονείς του,
Νικόμαχος και Φαιστίδα,
κατάγονταν από τους οικιστές της
Χαλκιδικής. Συγκεκριμένα, ο πατέρας του,
ανήκε στο γένος ή τη συντεχνία των Ασκληπιαδών
και πολλοί λένε ότι η οικογένειά του
είχε μετοικήσει από τη Μεσσηνία κατά τον
8ο ή 7ο αιώνα. Επίσης λένε ότι
θεωρούσε πρόγονό του τον ομηρικό ήρωα
και γιατρό Μαχάονα, γιό του Ασκληπιού. Ο
Νικόμαχος ήταν γιατρός, εύκολα λοιπόν
αντιλαμβανόμαστε από που πήγαζε το
ενδιαφέρον του Αριστοτέλη για τις
φυσικές επιστήμες και κυρίως τη
βιολογία. Ο Γαλήνιος μας πληροφορεί ότι
οι Ασκληπιάδες δίδασκαν
στους γιους τους ανατομία, έτσι ο
Αριστοτέλης είχε σίγουρα αποκτήσει
σχετικές γνώσεις. Δεν πρέπει να
αποκλείουμε το να έχει βοηθήσει τον
πατέρα του στη χειρουργική και από εκεί
να πλάστηκε ο θρύλος που θέλει τον
φιλόσοφο ψευτογιατρό. Όσον αφορά τη
μητέρα του, πίστευαν πως είχε θεϊκή
καταγωγή. Η Φαιστίς, είχε
έρθει με Χαλκιδείς
αποίκους στα Στάγιρα και άνηκε στο γένος
των Ασκληπιαδών. Το
γεγονός ότι και οι δύο γονείς του ανήκαν
σε μεγάλες ιατρικές οικογένειες,
συντέλεσε στη σταθερή κλίση του
Αριστοτέλη για την εμπειρική γνώση. Ο
ρόλος που ανέλαβε αργότερα ο
Αριστοτέλης ως παιδαγωγός του μικρού
τότε Αλεξάνδρου, είχε κατά κάποιο τρόπο
προετοιμαστεί από το ότι ο πατέρας του
ήταν προσωπικός γιατρός και φίλος του
Αμύντα Γ΄, βασιλιά της Μακεδονίας και
παππού του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Σε
πολύ μικρή ηλικία ο Αριστοτέλης έχασε τη
μητέρα του και πριν γίνει έφηβος χάνει
και τον πατέρα του, για το λόγο αυτό
ανατράφηκε μακριά από την ιδιαίτερη
πατρίδα. Μετά το θάνατο και των γονέων
του, την κηδεμονία του ανέλαβε ο φίλος
και γαμπρός του πατέρα του Πρόξενος (του
οποίου το γιο, Νικάνορα, υιοθέτησε
αργότερα ο Αριστοτέλης), ο οποίος ήταν
εγκατεστημένος με την οικογένειά του
στον Αταρνέα της
μικρασιατικής Αιολίδας,
απέναντι από τη Λέσβο. Ο Πρόξενος
φρόντισε τον μικρό Αριστοτέλη σαν δικό
του παιδί, τον δίδαξε ελληνικά, ρητορική,
ποίηση και γενικά του προσέφερε την
καλύτερη δυνατή μόρφωση, σε ένα
περιβάλλον πολύ ανεπτυγμένο.
Το
367 π.Χ. σε ηλικία 17 ετών, ο Αριστοτέλης
έχοντας πια την διαχείριση της πατρικής
και της μητρικής του κληρονομιάς,
εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, που
θεωρούνταν το σπουδαιότερο και
περιφημότερο πνευματικό, καλλιτεχνικό
και αστικό κέντρο του τότε πολιτισμένου
κόσμου. Μετά την εγκατάσταση του
φιλόσοφου στην Αθήνα, είναι πιθανόν ότι
είχε, όχι μόνο αξιόλογη προκαταρκτική
μόρφωση, ώστε να μπορεί να φοιτήσει
κοντά στους ρήτορες ή τους φιλόσοφους,
αλλά και, σαν γόνος Ασκληπιαδών,
που κατείχε μερικές ιατρικές γνώσεις,
κυρίως στην ανατομία. Επιπρόσθετα, όπως
μπορούμε να συμπεράνουμε από
πληροφορίες των βιογράφων του, υπήρξε
ακροατής του Ευδόξου,
ενός φιλοσόφου και ιδίως μαθηματικού
από την Κνίδο. Δυστυχώς δεν έχουμε
πληροφορίες ότι υπήρξε μαθητής του
Ισοκράτη, μολονότι ¨το στρωτό και λυμένο
ύφος του, που με τόση ακρίβεια και
λιτότητα αποδίδει το νόημα, και
παράλληλη μπορεί να υψώνεται σε τόνους
εντυπωσιακής μεγαλοπρέπειας», οφείλει
πολλά σ' αυτόν τον «ευφράδη γέροντα» που
επηρέασε το ελληνικό και λατινικό ύφος
τόσο πολύ. Έπειτα, έγινε δεκτός στην
Ακαδημία του Πλάτωνα (πρέπει να
σημειωθεί ότι στην Ακαδημία δεν τον
οδήγησε η γοητεία της φιλοσοφικής ζωής,
αλλά το ότι η σχολή του εξασφάλιζε την
καλύτερη μόρφωση στην Ελλάδα), όπου και
διέμεινε για 20 χρόνια (367-347), δηλαδή μέχρι
το θάνατο του δάσκαλου του. Θα πρέπει να
γνωρίζουμε ότι σε αυτά τα είκοσι χρόνια
ο Αριστοτέλης δεν ήταν απλώς μαθητής. Ως
γνωστόν, οι τότε φιλοσοφικές σχολές ήταν
όμιλοι ανθρώπων που τους ένωσε το κοινό
πνεύμα και οι ίδιες βασικές θέσεις, αλλά
όπου ο καθένας ακολουθούσε τη δική του
ανεξάρτητη ερευνητική πορεία. Στο
περιβάλλον της Ακαδημίας και όχι μόνο,
τους άφηνε όλους κατάπληκτους ακόμα και
τον ίδιο το δάσκαλο του, εξαιτίας της
ευφυΐας και της φιλοπονίας του, γι' αυτό
και προκαλούσε τη ζήλια και το φθόνο
άλλων φιλοσόφων. Οι οποίοι τον
κατηγορούσαν με πάθος, όπως για
παράδειγμα ο Επίκουρος. Παρ' όλα αυτά η
διαύγεια του πνεύματος του Αριστοτέλη,
ήταν εμφανής, γι' αυτό και ο δάσκαλος του
Πλάτωνας τον ονόμαζε «νουν της
διατριβής» και το σπίτι του «οίκον αναγνώστου».
Στα χρόνια που διέμεινε στην Ακαδημία,
συναναστράφηκε και κατανόησε τον
Πλάτωνα της γεροντικής ηλικίας, το
φιλόσοφο δηλαδή με τη μετριασμένη
ιδεοκρατία και τη βαθύτερη αυτοκριτική,
γεγονός που, σε συνδυασμό με την
προέλευση του Αριστοτέλη από περιβάλλον
εμπειρικό, εξηγεί ικανοποιητικά τη
διαφορά της αριστοτελικής από την
πλατωνική φιλοσοφία. Όμως ένα τόσο
ισχυρό πνεύμα σαν του Αριστοτέλη, δεν θα
μπορούσε ποτέ να δεχθεί ανεπιφύλακτα
όλες τις θεωρίες του Πλάτωνα. Ωστόσο, στο
φιλοσοφικό του έργο, αντίθετα από τις
επιστημονικές πραγματείες του, δεν
υπάρχει σημείο-σελίδα, που να μην
διακρίνεται η σφραγίδα του πλατωνισμού.
Όπως
και πολλοί άλλοι
μεγάλοι άνδρες της αρχαιότητας έτσι και
ο Αριστοτέλης, δεν έμειναν χωρίς εχθρούς
και αντιπάλους. Κατηγορήθηκε από
κάποιους για απρεπή συμπεριφορά προς το
δάσκαλό του. Έπειτα, λόγω του ότι ο
Αριστοτέλης πάντα εξέφραζε θαρραλέα τις
σκέψεις του, προκάλεσε και κάποιες
αντιπάθειες, που εντάθηκαν μέσα στο
κλίμα της γενικότερης ψυχρότητας για το
«μακεδονίζοντα»
Αριστοτέλη. Όταν το 347 οι «αντιμακεδονίζοντες»
της Αθήνας ανέβηκαν στην εξουσία. Εκτός
αυτού όμως, μετά τη διαδοχή του Πλάτωνα
στη σχολή από τον Σπεύσιππο,
ο οποίος εκπροσωπούσε τις τάσεις του
πλατωνισμού με τις οποίες ο Αριστοτέλης
διαφωνούσε -ειδικότερα με την τάση «να
γίνουν τα μαθηματικά η φιλοσοφία»-,
ασφαλώς θα αισθάνθηκε απροθυμία να
συνεχίσει στη σχολή. Τότε ο Αριστοτέλης
αποφάσισε να φύγει από την Αθήνα. Στη
μετανάστευση του αυτή τον συνόδευσε ο
Ξενοκράτης, που ήταν συνάδελφός του στη
σχολή. Από την Αθήνα, πήγε στην Άσσο (πόλη
της μικρασιατικής παραλίας, απέναντι
από τη Λέσβο) δεχόμενος την πρόσκληση
του Ερμιά, ενός πρώην συμφοιτητή του στη
σχολή, ο οποίος είχε κατορθώσει από
δούλος να γίνει τύραννος του Αταρνέως
και της Άσσου στη Μυσία.
Την Άσσο κυβερνούσαν τότε δυο
πλατωνικοί φιλόσοφοι, ο Έραστος
και ο Κορίσκος, στους
οποίους είχε χαρίσει την πόλη ο ηγεμόνας
του Αταρνέα και παλιός
μαθητής του Πλάτωνα και του Αριστοτέλης
, Ερμιάς. Οι κυβερνήτες της Άσσου, είχαν
ιδρύσει εκεί μια φιλοσοφική σχολή, ως «παράρτημα»
της Ακαδημίας. Στην Άσσο ο Αριστοτέλης
έμεινε και δίδαξε για 2 ή 3 χρόνια (347-345/344),
όπου ήταν η κεντρική μορφή ανάμεσα σε
ένα κύκλο από φίλους της Ακαδημίας.
Επιπλέον, εκεί ο φιλόσοφος με τους
φίλους του κατόρθωσε ό,τι δε μπόρεσε ο
Πλάτωνας.
Στην
Άσσο λέγετε πως γνώρισε και το Θεόφραστο,
το σπουδαιότερο μαθητή, συνεργάτη και
φίλο του, ο οποίος τον προσκάλεσε να
εγκατασταθεί στη δική του ιδιαίτερη
πατρίδα, τη Μυτιλήνη. Το 345 π.Χ. ο
Αριστοτέλης, ακολουθώντας τη συμβουλή
του Θεόφραστου, πέρασε απέναντι στη
Λέσβο και εγκαταστάθηκε στη Μυτιλήνη,
όπου έμεινε και δίδαξε μέχρι το 342 π.Χ.
Αυτή την περίοδο χρονολογούνται πολλές
έρευνές του στο χώρο της βιολογίας. Τα
έργα αυτής της περιόδου, αναφέρονται
πολύ συχνά σε συμβάντα της φυσικής
ιστορίας, που είχε παρακολουθήσει στις
γύρω περιοχές και ειδικότερα στη
λιμνοθάλασσα της Πύρρας.
Στο μεταξύ είχε παντρευτεί την ανιψιά
και θετή κόρη του Ερμία,
την Πυθιάδα, από την
οποία απέκτησε κόρη, που πήρε το όνομα
της μητέρας της. Μετά το θάνατο της
πρώτης του συζύγου, ο Αριστοτέλης είχε
έναν μόνιμο και τρυφερό δεσμό- που δεν
νομιμοποίησε ποτέ- με μια
συμπατριώτισσά του, Σταγειρίτισσα,
την Ερπυλλίδα, από την
οποία απέκτησε ένα γιο, το Νικόμαχο. Σ'
αυτόν έχει αφιερώσει το μεγαλύτερο και
ωριμότερο από τα ηθικά του συγγράμματα,
τα «Ηθικά Νικομάχεια».
Όμως η παραμονή και η σχετική διδακτική
και ερευνητική δραστηριότητά του
μεγάλου φιλόσοφου στη Μυτιλήνη ήταν
σύντομη, γιατί ένα ή δυο χρόνια αργότερα
(343/342) τον προσκάλεσε ο Φίλιππος Β΄ της
Μακεδονίας, για να αναλάβει τη
διαπαιδαγώγηση του γιού του Αλέξανδρου,
που ήταν τότε μόλις 13 χρόνων. Είναι
ευνόητο ότι γι' αυτή την τιμητική
πρόσκληση είχαν συντελέσει, εκτός από
την ήδη αναγνωρισμένη σοφία του
Αριστοτέλη, η προέλευση του από τη
γειτονική στο Βασίλειο της Μακεδονίας
Χαλκιδική, ο δεσμός της οικογένειας του
με τη μακεδονική αυλή, όπως έχω ήδη
αναφέρει και ο προστάτης του Ερμίας,
ο οποίος είχε φροντίσει να ακούσει πολλά
καλά γι' αυτόν ο Φίλιππος ο Μακεδών. Ο
Αριστοτέλης παρ' όλα αυτά δέχθηκε με
μεγάλη προθυμία την πρόταση που του
έγινε. Ήταν η καταλληλότερη ευκαιρία να
αναθερμάνει τις παλαιές σχέσεις με τη
μακεδονική αυλή και, όπως διαπιστώνουμε
στα Πολιτικά του, έδινε μεγάλη σημασία
στην εκπαίδευση μελλοντικών ηγεμόνων.
Από τη θέση αυτή απέκτησε μεγάλη επιρροή
στην αυλή και κατόρθωσε να μεσολαβήσει
επιτυχώς υπέρ των Σταγίρων, των Αθηνών
και της Ερεσού. Σχετικά με τη μόρφωση που
έδωσε στον μαθητή του δεν έχουμε πολλές
πληροφορίες. Κύριο θέμα της διδασκαλίας
του πρέπει να ήταν ο Όμηρος και οι
τραγικοί ποιητές, που αποτελούσαν τη
βάση της ελληνικής εκπαίδευσης. Λέγεται
μάλιστα ότι αναθεώρησε το κείμενο της
Ιλιάδας, για τον Αλέξανδρο. Φρόντισε
συγκεκριμένα, να του μεταδώσει το
πανελλήνιο πνεύμα και θεωρείται βέβαιο
ότι ο Αριστοτέλης συζητούσε μαζί του τα
καθήκοντα των ηγεμόνων και την τέχνη της
διακυβέρνησης. Η εκπαίδευση του παιδιού
γινόταν άλλοτε στην Πέλλα και άλλοτε στη
Μίεζα (μια κωμόπολη της
οποίας τα ερείπια έφερε στο φως η
αρχαιολογική σκαπάνη), η οποία βρισκόταν
στους πρόποδες του βουνού πάνω στο οποίο
είναι χτισμένη η σημερινή Νάουσα της
Μακεδονίας. Για το μαθητή του συνέθεσε
ένα σύγγραμμα «Περί βασιλείας» και ένα
ακόμη με τίτλο «περί αποικιών», δύο
θέματα που ήταν ιδιαίτερα χρήσιμα για
έναν άνθρωπο ο οποίος θα γινόταν ο
μεγαλύτερος έλληνας βασιλέας και
αποικιστής. Ήταν φυσικό όλο αυτό το
διάστημα ο μεγάλος φιλόσοφος να
ασχοληθεί με πολιτικά ζητήματα και τότε
ήταν που συνέγραψε τη μεγάλη συλλογή του,
τα «Των Πολιτειών». Παρ' όλα αυτά, η
μεγαλοφυΐα οδήγησε τον Αλέξανδρο στον
δύσκολο δρόμο της δράσης και όχι της
μελέτης. Όμως οι σχέσεις των δύο ανδρών
φαίνεται ότι ποτέ δεν διακόπηκαν
εντελώς, αλλά δεν έχουμε καμιά ένδειξη
για πραγματική φιλία στενή φιλία
ανάμεσά τους αφότου έληξε η κηδεμονία
του Αλεξάνδρου το 340, όταν ορίστηκε
αντιβασιλέας. Επιπρόσθετα, την εποχή που
έμεινε κοντά στον Αλέξανδρο πρέπει να
δημιουργήθηκε και ο στενότερος δεσμός
που είχε ποτέ με Μακεδόνα - η φιλία του με
τον Αντίπατρο.
Μετά
τη διαπαιδαγώγηση του Αλεξάνδρου, ο
Αριστοτέλης εγκαταστάθηκε στην
ιδιαίτερη πατρίδα του, τα Στάγιρα (341).
Εκεί, έχοντας πάντα κοντά του το μαθητή
και συνεργάτη του Θεόφραστο, συνέχισε
τις ερευνητικές του επιδόσεις. Αργότερα,
μαζί με τον ανιψιό του Καλλισθένη,
πέρασε ένα διάστημα στους Δελφούς,
ασχολούμενος με τη μελέτη ιστορικού
αρχείου του μαντείου και με τη σύνταξη
του καταλόγου των Πυθιονικών. Το 335 ή 334, ο
φιλόσοφος εγκαταστάθηκε και πάλι, στην
Αθήνα, ύστερα από 12 χρόνια απουσίας, όπου
και αρχίζει η πιο γόνιμη περίοδος της
ζωής του.
Η
δεύτερη, θα λέγαμε, αθηναϊκή περίοδος
του Αριστοτέλη κράτησε 12 χρόνια, περίπου
(334-323). Στο διάστημα αυτό δίδαξε την
ωριμότερη φιλοσοφία του, επεξεργάστηκε
τα μεγαλύτερα συγγράμματα του, δίνοντας
τους οριστικότερη μορφή και συμπλήρωσε
τις επιστημονικές έρευνές του. Ο χώρος
που δίδασκε ήταν το «Λύκειον», δημόσιο
γυμναστήριο, που βρισκόταν στα
βορειοανατολικά περίχωρα της πόλης
μεταξύ Λυκαβηττού και Ιλισσού.
Εκεί υπήρχε ένα άλσος αφιερωμένο στον
Λύκειο Απόλλωνα και στις Μούσες, όπου
σύχναζε πιο παλιά και ο Σωκράτης. Στην
περιοχή αυτή μίσθωσε ο Αριστοτέλης
ορισμένα οικήματα (μουσείον,
ιερόν και μια μικρή και μια μεγάλη στοά)-
ως ξένος δεν είχε δικαίωμα να τα
αγοράσει- και ίδρυσε τη σχολή του.
Αργότερα με τα χρήματα που του έδωσε
άφθονα ο Αλέξανδρος, ο Αριστοτέλης
έχτισε μεγαλόπρεπα οικήματα και στοές,
που ονομάζονταν «περίπατοι» γι' αυτό και
η σχολή του ονομάστηκε «Περιπατητική»
και οι μαθητές του «περιπατητικοί
φιλόσοφοι». Έγινε ο αρχηγός της
περιπατητικής φιλοσοφίας αν και τον
Περίπατο ως εκπαιδευτήριο και κέντρο
έρευνας δεν τον ίδρυσε ο ίδιος. Ο
Περίπατος ιδρύθηκε μετά το θάνατο του
Αριστοτέλη από το Θεόφραστο.
Η
οργάνωση της σχολής είχε γίνει κατά τα
πρότυπα της Πλατωνικής Ακαδημίας. Τα
μαθήματα για τους προχωρημένους μαθητές
γίνονταν το πρωί («εωθινός περίπατος»)
και για τους αρχάριους το απόγευμα («περί
το δειλινόν», «δειλινός
περίπατος»). Η πρωινή διδασκαλία ήταν
καθαρά φιλοσοφική «ακροαματική», ενώ η
απογευματινή «ρητορική» και «εξωτερική».
Πηγές μας πληροφορούν ακόμα, ότι ο
Αριστοτέλης είχε επιβάλει στη σχολή
έναν κανονισμό, σύμφωνα με τον οποίο, οι
μαθητές «διοικούσαν» με τη σειρά, επί
δέκα ημέρες ο καθένας. Επίσης, λένε ότι
οι μαθητές δειπνούσαν μαζί και ότι μια
φορά το μήνα γινόταν ένα συμπόσιο,
σύμφωνα με κανόνες που είχε ορίσει ο
Αριστοτέλης. όμως για τον καταμερισμό
των καθαυτό εργασιών της σχολής μας
έχουν διασωθεί ελάχιστα στοιχεία. Η
σχολή είχε μεγάλη βιβλιοθήκη και πολύ
καλά οργανωμένη, ώστε αργότερα
χρησίμευσε ως πρότυπο για την ίδρυση των
βιβλιοθηκών της Αλεξάνδρειας και της
Περγάμου. Ο Αριστοτέλης μάζεψε χάρτες
και όργανα χρήσιμα και οργάνωσε ένα
μουσείο αντικειμένων για να επεξηγεί με
παραδείγματα τη διδασκαλία του και
κυρίως τη φυσική ιστορία. Λένε πως ο
Αλέξανδρος του είχε δώσει 800 τάλαντα,
ώστε να μπορέσει να φτιάξει αυτή τη
συλλογή και πως είχε δώσει εντολή σε
όλους τους κυνηγούς και τους ψαράδες του
μακεδονικού βασιλείου, να αναφέρουν
στον Αριστοτέλη ό,τι αξιοσημείωτο, από
επιστημονική άποψη βέβαια παρατηρούσαν.
Με αποτέλεσμα σύντομα η σχολή να γίνει
περίφημο κέντρο επιστημονικής έρευνας.
Την ίδια εποχή ο φιλόσοφος συνέλαβε τη
βασική ταξινόμηση των επιστημών που
ισχύει ως τις μέρες μας και προώθησε τις
περισσότερες από αυτές σε υψηλότερο
επίπεδο. Όπως για παράδειγμα τη λογική
και στο σημείο αυτό αξίζει να σημειωθεί
ότι δεν είχε κανένα πρόδρομο και ούτε (για
πολλούς αιώνες) αντάξιο διάδοχο.
Ταυτόχρονα η σχολή, με το ενδιαφέρον της
για πρακτικούς τομείς, όπως η ηθική και η
πολιτική, επιδρούσε τόσο στην
καθημερινότητα, όσο και οι μεγάλοι
διδάσκαλοι, ο Σωκράτης και ο Πλάτων.
Το
323 π.Χ. με την είδηση του θανάτου του Μ.
Αλεξάνδρου και με την επαναφορά των αντιμακεδονιζόντων
στην εξουσία
της Αθήνας, ο Αριστοτέλης αντιμετώπισε
ένα έντονα εχθρικό περιβάλλον, γιατί οι
οπαδοί του αντιμακεδονικού
κόμματος θεώρησαν, ότι βρήκαν την
ευκαιρία να εκδικηθούν τους Μακεδόνες
στο πρόσωπο του Αριστοτέλη. Γι' αυτό το
ιερατείο, με εκπρόσωπο του τον ιεροφάντη
της Ελευσίνιας Δήμητρας Ευρυμέδοντα και
η σχολή του Ισοκράτη, με το Δημόφιλο,
κατηγόρησαν τον Αριστοτέλη για ασέβεια.
Όμως ο Αριστοτέλης, επειδή κατάλαβε τα
πραγματικά κίνητρα και τις αληθινές
προθέσεις των πολιτικών του αντιπάλων
και επειδή ήταν αποφασισμένος να
εμποδίσει τους Αθηναίους «να διαπράξουν
και δεύτερο αδίκημα κατά της φιλοσοφίας»,
παρέδωσε τη σχολή στον Θεόφραστο,
αποσύρθηκε στη Χαλκίδα, πριν δικαστεί (323
π.Χ.). Εκεί, έμεινε στο σπίτι της μητέρας
του, μαζί με τη δεύτερη σύζυγό του Ερπυλλίδα
και τα δύο του παιδιά, το Νικόμαχο και
την Πυθιάδα. Λίγους
μήνες αργότερα πέθανε από στομαχικό
νόσημα, που τον ταλαιπωρούσε για πολλά
χρόνια, μέσα σε θλίψη και μελαγχολία. Τα
σώμα του μεταφέρθηκε στα Στάγιρα, όπου
θάφτηκε με εξαιρετικές τιμές. Οι
συμπολίτες του τον ανακήρυξαν «οικιστή»
της πόλης και έχτισαν βωμό πάνω στον
τάφο του. Στη μνήμη του καθιέρωσαν
γιορτή, τα «Αριστοτέλεια» και ονόμασαν
έναν από τους μήνες «Αριστοτέλειο». Η
πλατεία όπου θάφτηκε ορίστηκε ως τόπος
των συνεδρίων της βουλής. Ακόμη και μετά
το θάνατο του λαμπρού φιλοσόφου, η σχολή
εξακολούθησε να ακμάζει και να
ακτινοβολεί, έχοντας στη διεύθυνση το
Θεόφραστο, που ο Αριστοτέλης θεώρησε
καταλληλότερο.
Η
προσωπικότητα του Αριστοτέλη.
Πολύτιμη
πηγή πληροφοριών για το χαρακτήρα του
Αριστοτέλη και γενικά τις σχέσεις του με
τους ανθρώπους του περιβάλλοντός του,
συγγενείς, φίλους, ελεύθερους και
δούλους, αποτελεί το κείμενο της
διαθήκης του, που διασώθηκε από το
Διογένη. Σ' αυτό διαφαίνεται πως ήταν
άνθρωπος που είχε αισθανθεί έντονα τη
μοναξιά της ζωής και που ένιωθε
ευγνωμοσύνη για όσους ανθρώπους
συντέλεσαν αποτελεσματικά με τις
φροντίδες τους, ώστε να απαλυνθεί εάν
όχι εξαλειφθεί το αίσθημα του αυτό. Με τη
διαθήκη του ζητούσε : να τον θάψουν δίπλα
στη γυναίκα του Πυθιάδα,
που είχε πεθάνει πριν. Στην Ερπυλλίδα,
που είχε φροντίσει τον ίδιο προσωπικά,
την οικογένειά του και το σπιτικό τους,
να την αφήσουν να διαλέξει το καλύτερο
από τα κτήματα του στη Χαλκίδα ή στα
Στάγιρα και να ξαναφτιάξει τη ζωή της, αν
η ίδια το θελήσει. Ήθελε την κόρη του να
πάρει για γυναίκα του ο Νικάνωρ, ο γιός
του Πρόξενου, του κηδεμόνα του. Όσον
αφορά τους δούλους, επιθυμούσε να τους
προστατέψουν και να τους αποκαταστήσουν
οικονομικά και κοινωνικά. Τις δούλες
συγκεκριμένα, να τις προικίσουν και να
τις παντρέψουν με πρόσωπα που να έχουν
καλό όνομα. Και τέλος, τα παιδιά των
δούλων του ζήτησε «μη πωλείν
όταν εν ηλικία γένωνται,
ελεύθερους αφείναι κατ' αξίαν»,
και μάλιστα για κάποιους προβλέπει την
απελευθέρωση. Ακολουθώντας με τον τρόπο
αυτό έμπρακτα μια από τις συστάσεις των
«Πολιτικών» του.
Άλλες
πηγές μας πληροφορούν, ότι ο Αριστοτέλης
ως άνθρωπος είχε πιστούς φίλους, αλλά
και φοβερούς αντιπάλους (Επίκουρος,
Τίμαιος, Ευβουλίδης κ.ά.), γιατί έβλεπαν
με φθόνο την ανωτερότητά του και
αισθάνονταν ότι η παρουσία του τους
μηδένιζε. Γι' αυτό τον διέβαλλαν με κάθε
είδους συκοφαντίες. Τον παρουσίαζαν ως
φιλάργυρο, φιλήδονο, ραδιούργο,
μηχανορράφο, ακόμα ως οργανωτή
δολοφονίας του Αλεξάνδρου κλπ. Όμως, όλα
αυτά αναιρούνται από πολύ αξιόπιστες
πηγές, που αποδεικνύουν τόσο ότι ο
Αριστοτέλης υπήρξε η ενσάρκωση του
ορθού μέτρου σ' όλες τις εκδηλώσεις της
ζωής του, όσο και την έμφυτη ευγένεια και
τρυφερότητα της ψυχής του. κάποιοι τον
θεωρούσαν απλώς «ένσαρκη
διάνοια», όμως η διαθήκη του δεν αφήνει
αμφιβολία ότι υπήρξε ευγνώμων και
στοργικός προς τους συνανθρώπους του
άνθρωπος.
Για
την εμφάνιση και τον τρόπο ζωής του
φιλοσόφου, δεν μπορούμε ένα μιλήσουμε με
σιγουριά. Μια αξιόπιστη παράδοση όμως,
τον θέλει φαλακρό, με αδύνατα πόδια,
μικρά μάτια και τραύλισμα στην ομιλία,
αλλά ιδιαίτερα καλοντυμένο. Ορισμένοι
κακόβουλοι εχθροί του τον παρουσιάζουν
θηλυπρεπή και μαλθακό. Το μόνο που
μπορούμε να πούμε με σιγουριά με βάση
τις ρητές του απόψεις, είναι το ότι δεν
υπήρξε ασκητικός στις συνήθειές του.
Λέγεται ακόμη, ότι είχε ειρωνική διάθεση
που καθρεφτιζόταν στην έκφρασή του.
Τέλος ο Διογένης Λαέρτιος μνημονεύει
πολλά ρητά που φανερώνουν το ετοιμόλογο
πνεύμα του.
Το
έργο του.
Το
συγγραφικό έργο του Αριστοτέλη μπορεί
να χωριστεί σε τρεις βασικές κατηγορίες.
Η πρώτη περιλαμβάνει έργα εκλαϊκευμένου
χαρακτήρα που τα είχε δημοσιεύσει ο
ίδιος. Η δεύτερη, σημειώσεις και
συλλογές υλικού που προορίζονταν για
επιστημονικές πραγματείες και η τρίτη,
τα ίδια τα επιστημονικά έργα. Με μόνη
εξαίρεση την «Αθηναίων Πολιτεία»,
ολόκληρο τα σώμα των σωζόμενων έργων του-
αν είναι αυθεντικό- ανήκει στην τρίτη
κατηγορία. Η γνώση μας για τα υπόλοιπα
συγγράμματα στηρίζεται σε αποσπάσματα
τα οποία μνημονεύουν αρχαίοι συγγραφείς,
και σε τρεις καταλόγους που έχουν
περισωθεί από την αρχαιότητα. Πρέπει να
σημειωθεί ότι τα εκτενέστερα από τα
σωζόμενα έργα του δεν αποτελούν ενιαία
σύνολα, αλλά συλλογές κειμένων για
συναφή θέματα, και ότι τα επιμέρους
κείμενα είναι οι αρχικές ενότητες που
συνδέθηκαν έπειτα μεταξύ τους, άλλοτε
από τον ίδιο τον Αριστοτέλη και άλλοτε
από τους εκδότες του.
Σωζόμενες
πραγματείες.
1)
Λογικές (Όργανον κατά τον Αριστοτέλη),
που περιλαμβάνονται οι Κατηγορίες, το
Περί ειρήνης, το Περί ψυχής, τα Αναλυτικά, τα Αναλυτικά Ύστερα, τα Τοπικά
και οι Σοφιστικοί έλεγχοι.
2)
Φυσικές που περιλαμβάνουν τα Φυσικά, το
Περί ουρανού, το Περί Γενέσεως και
Φθοράς και τα Μετεωρολογικά.
3)
Ψυχολογικά που περιλαμβάνουν το Περί
ψυχής (Μικρά Φυσικά), τα Περί αισθήσεως
και αισθητών, Περί μνήμης και αναμνήσεως,
Περί ύπνου, Περί εγρηγόρσεως,
Περί της μαντικής της εν τοις ύπνοις,
Περί μακροβιότητος και βραχυβιότητος,
Περί ζωής και θανάτου και τέλος το Περί
αναπνοής.
4)
Βιολογικά τα οποία ακολουθούνται από
κάποια νόθα έργα. Το μόνο που γνωρίζουμε
από τον ίδιο το φιλόσοφο και από τις
αναφορές του είναι το ευχάριστο έργο με
τον τίτλο Περί θαυμασίων
ακουσμάτων.
5)
Ηθικά τα οποία περιλαμβάνουν τα Ηθικά Νικομάχεια
και τα Ηθικά Ευδήμεια.
6)
Πολιτικά, που είναι χωρίς καμιά
αμφιβολία, έργο του Αριστοτέλη. Σ' αυτά
εντάσσονται το βιβλίο των Οικονομικών,
έπειτα μια συλλογή από ιστορικά
γεγονότα που, με μορφή παραδειγμάτων
επεξηγούν διάφορα οικονομικά σχήματα
και τέλος το τρίτο βιβλίο με τίτλο Νόμοι
ανδρός και γαμετής.
7)
Ρητορική.
Στα
έργα του Αριστοτέλη σημειώνεται μια
πορεία που ξεκινά από τα μη εγκόσμια για
να καταλήξει στη συνέχεια σ' ένα έντονο
ενδιαφέρον για τα συγκεκριμένα γεγονότα
της φύσης και της ιστορίας, καθώς και
στην πεποίθηση ότι η μορφή και το νόημα
του κόσμου δεν βρίσκονται έξω από αυτόν
αλλά μέσα στο ίδιο το περιεχόμενό του.
Λογική
(γνωσιολογία-αναλυτική).
Οι
επιστήμες κατά τον Αριστοτέλη
διακρίνονται σε θεωρητικές, πρακτικές
και ποιητικές. Άμεσος σκοπός κάθε ομάδας
είναι το ειδέναι,
αλλά απώτεροι σκοποί τους είναι
αντίστοιχα η γνώση, η συμπεριφορά και η
κατασκευή χρήσιμων ή ωραίων
αντικειμένων. Η λογική, αν κατατασσόταν
σύμφωνα με αυτή την ταξινόμηση, θα
έπρεπε να συμπεριληφθεί στις θεωρητικές
επιστήμες. Αλλά οι μόνες θεωρητικές
επιστήμες που κατονομάζονται είναι τα
μαθηματικά, η φυσική και η θεολογία ή
μεταφυσική, και η λογική δεν μπορεί να
υπαχθεί σε καμία από αυτές. Στην
πραγματικότητα η λογική, σύμφωνα με τον
Αριστοτέλη, δεν είναι αυθύπαρκτη
επιστήμη, αλλά μέρος μιας γενικής
παιδείας, απαραίτητος σε κάθε άτομο που
προτίθεται να μελετήσει οποιαδήποτε
επιστήμη. Μόνη αυτή θα του επιτρέψει να
γνωρίσει ποιών προτάσεων πρέπει να ζητά
την απόδειξη και τι είδους απόδειξη να
ζητά. Σε παρόμοια αντίληψη οφείλεται η
χρήση της λέξης Όργανον (της
επιστήμης) για να δηλωθεί η λογική
θεωρία και τελικά η συλλογή των λογικών
έργων του Αριστοτέλη. Ο όρος λογική
είναι άγνωστος για τον Αριστοτέλη και
δεν απαντά πριν από την εποχή του
Κικέρωνα. Η ονομασία που δίνει ο ίδιος σ'
αυτό τον κλάδο της γνώσης ή τουλάχιστον
στη μελέτη του συμπερασμού, είναι
Αναλυτικά. Αυτή η λέξη αναφέρεται κατά
βάση στην ανάλυση του συμπερασμού στα
σχήματα του συλλογισμού, αλλά μπορούμε
ίσως να επεκτείνουμε τη σημασία της ώστε
να συμπεριλάβει την ανάλυση του
συλλογισμού σε προτάσεις και τις
προτάσεις σε όρους. Η λογική δεν είναι γι'
αυτόν η μελέτη των λέξεων, αλλά της
σκέψης, της οποίας σημεία αποτελούν οι
λέξεις, της σκέψεις που δεν νοείται ως
όργανο για τη συγκρότηση της φύσης, των
πραγμάτων, αλλά για την κατανόησή της.
Με
τη συλλογιστική του, δηλαδή τη γενική
θεωρία για το συλλογισμό, ο Αριστοτέλης
επισήμανε τα συστατικά στοιχεία της
σκέψης και τις λειτουργικές σχέσεις
τους κατά τις διεργασίες που επιτελεί ο
ανθρώπινος νους στην προσπάθειά του να
κατανοήσει την πραγματικότητα.
Έτσι
όρισε την «έννοια» ως υποκειμενικό
αντίκρισμα της ουσίας ενός πράγματος
και διέκρινε έννοιες «ιδιότητας» και «είδους»,
όρισε την «κρίση» ως πρόταση που συνδέει
ή χωρίζει τις έννοιες με τρόπο που να
ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα,
αναγκαιότητα ή δυνατότητα και διέκρινε
κρίσεις θετικές και αρνητικές, κρίσεις
που δηλώνουν πραγματικότητα,
αναγκαιότητα ή δυνατότητα και κρίσεις
γενικές, μερικές και απροσδιόριστες.
Πρόσεξε επίσης την μετατρεψιμότητα των
κρίσεων και προσδιόρισε τους κανόνες
που τη ρυθμίζουν. Ακόμη πραγματεύτηκε
την αντίφαση και στις δύο μορφές της, την
αντίθεση και την εναντίωση και
διατύπωσε το νόμο της αντίφασης και του
αποκλεισμού του τρίτου ή του μέσου.
Ο
Αριστοτέλης παρατήρησε ότι στην
ανθρώπινη σκέψη κάθε συνάφεια και
πρόοδος συντελείται μέσα από
συλλογιστικές συναρτήσεις. Με βάση αυτή
τη γενική διαπίστωση, όρισε το
συλλογισμό ως μορφή σκέψης, όπου από
ορισμένες δεδομένες προτάσεις
προκύπτει κάτι νέο, διαφορετικό από τα
δεδομένα, αλλά και αυτό δεδομένο και
υποχρεωτικό για τη νόηση, χωρίς να
χρειάζεται θεμελίωση από την αρχή.
Συγκεκριμένα στο συλλογισμό διέκρινε
τρεις προτάσεις: την πρώτη και τη
δεύτερη, δηλαδή τους όρους, και την τρίτη,
δηλαδή το συμπέρασμα. Επίσης, διέκρινε
τρεις διαφορετικές έννοιες. Από αυτές η
μία περιέχεται σε μια δεύτερη και
περιέχει μια τρίτη, π.χ. η έννοια Έλληνας
περιέχεται στην έννοια άνθρωπος και
περιέχει την έννοια Αθηναίος.
Ο
Αριστοτέλης ξεχώρισε από το συμπέρασμα
την απόδειξη, αυτή την όρισε ως
συμπέρασμα που βγαίνει από προηγούμενες
αναγκαίες προτάσεις και διέκρινε τη
σχετική διαδικασία σε «αποδεικτική», «διαλεκτική»
και «εριστική» τονίζοντας ότι για την
επιστήμη σημασία έχει μόνο η πρώτη. Στη
συνέχεια παρατήρησε ότι η απόδειξη
στηρίζεται σε μια υπόθεση, που δεν
μπορεί να αποδειχτεί καθαυτή, αλλά
στηρίζεται σε μια άλλη υπόθεση επίσης
αναπόδεικτη, που και αυτή στηρίζεται σε
άλλη και αυτό ως το άπειρο. Έτσι
διαπίστωσε ότι η αποδεικτική διαδικασία
αναγκαστικά σταματά σε ορισμένα «αξιώματα»,
που αν και καθαυτά είναι αναπόδεικτα,
είναι φανερά από μόνα τους και πιο
βέβαια από την έμμεση γνώση. Τέτοιο
αξίωμα είναι η αντίφαση, ο αποκλεισμός
του τρίτου κτλ. Τα «αξιώματα», κατά τον
Αριστοτέλη, τα καταλαβαίνει ο νους
ενορατικά, δηλαδή άμεσα. Γενικότερα
υποστήριζε ότι κάθε γνώση στηρίζεται σε
αναγωγή των φαινομένων στις αιτίες τους
και του μερικού στο γενικό, με την
προϋπόθεση ότι το γενικό κατοχυρώνεται
από την εμπειρία του πλήθους των
επιμέρους.
Στη
θεωρία του για τη γνώση ο Αριστοτέλης,
όπως φάνηκε από τα παραπάνω, δεν ήταν
ούτε μόνο εμπειρικός ούτε μόνο
λογοκριτικός. Πίστευε δηλαδή ότι οι
εντυπώσεις μας διαμορφώνονται πάντα από
τις ιδιότητες των πραγμάτων και ότι τα
λάθη μας οφείλονται ή σε ελαττωματικές
συνδέσεις ή σε ελαττωματικά παρακόλουθα.
Τη δυσκολία για την εξακρίβωση του
λάθους την είχε εντοπίσει και στην
πολυπλοκότητα των πραγμάτων και στην
πολυσημία των λέξεων που τα ορίζουν.
Έτσι
δίδασκε ότι οι λογικές κατηγορίες
αντιστοιχούν κανονικά στα πράγματα και
ότι οι έννοιες δηλώνουν την ουσία των
πραγμάτων. Γι' αυτό θεωρούσε ως
πραγματική τη γνώση που βασίζεται στις
έννοιες με προϋποθέσεις που βέβαια
βρίσκονται στις αισθήσεις. Στη συνέχεια
χώρισε τη γνώση σε «άμεση¨, την οποία ο
άνθρωπος αποκτά ενορατικά και σε «έμμεση»,
που την αποκτά με την παρατήρηση, την
εμπειρία και την αφαίρεση. Δε δεχόταν
προϋπάρχουσες στον κόσμο ιδέες, όπως ο
Πλάτων, αλλά μόνο τη γενική ιδιότητα του
ανθρώπινου πνεύματος να δημιουργεί
έννοιες και με αυτές να αναγνωρίζει την
πραγματικότητα. Σχετικά εξηγούσε τη
γνώση από το «συγκεχυμένο» προς το «γνώριμον»
στον άνθρωπο και το «γνώριμον»
γενικά.
Ο
Αριστοτέλης ταξινόμησε τις έννοιες σε 10
«κατηγορίες» με κριτήριο τη
συγκεκριμένη πραγματικότητα
χρησιμοποιώντας ως παράδειγμα έναν
άνθρωπο γνωστό, τον πλατωνικό Κορίσκο.
1.
Ουσία (άνθρωπος).
2.
Ποσότητα (τρεις πήχες).
3.
Ποιότητα (λευκός, μορφωμένος).
4.
Σχέση (μεγαλύτερος).
5.
Τόπος (στην αγορά).
6.
Χρόνος (χθες).
7.
Θέση (κάθεται).
8.
Κατάσταση (ντυμένος).
9.
Ενέργεια (κόβει).
10.
Πάθημα (κόπηκε).
Δεν
είναι φανερό αν ο Αριστοτέλης θεωρούσε
τις «κατηγορίες» ως ανώτατες έννοιες ή
ως μαρτυρίες για την πραγματικότητα
στις ποικίλες μορφές της. Η δεύτερη
φαίνεται πιο πιθανή. Σ' αυτή την
περίπτωση ο Αριστοτέλης με τις «κατηγορίες»
μεταβαίνει από τη λογική στην οντολογία.
Συνέχεια
στην επόμενη σελίδα
|