The strong voice of a great community
ÄåêÝìâñéïò 2014

Ðßóù óôï åõñåôÞñéï

      
    

ΨÞγματα παρÜδοσης

Της
ΑΡΓΥΡΩΣ ΜΑΜΑΛΗ-ΚΟΠΑΝΟΥ

Ζευγßτες - ΖευγÜδες - ΖευγολÜτες

«Απ’ üξω απ’ τα οργþματα γυρνοýν οι ζευγολÜτες/ ηλιοκαμÝνοι, ξÝκοποι, βουβοß, αποκαμωμÝνοι/ με τους ζυγοýς, με τα βαριÜ τ’ αλÝτρια φορτωμÝνοι/ κ’ σαλαγοýν απü μπροστÜ τα δýο καματερÜ τους/ τρανÜ, στεφανοκÝρατα, κοιλÜτα, τραχηλÜτα./ «Ωω! ΦωνÜζοντας. Ωω! ΜελισσινÝ, Λαμπßρη!/ Κι αργÜ τα βüδια περπατοýν και που και που μουγκρßζουν/...»


Απ’ το ´´ΗΛΙΟΒΑΣΙΛΕΜΑ´´ του Κ. ΚρυστÜλλη

 
Απü τη στιγμÞ που ο Üνθρωπος εγκατÝλειψε τις σπηλιÝς και τα δÝντρα και Üρχισε να στρÝφεται προς τη γη για να αποκτÞσει τους καρποýς της - απαραßτητο διατροφικü συμπλÞρωμα στο κυνÞγι και στο ψÜρεμα- χρειÜστηκε εργαλεßα ως μοναδικÞ βοÞθεια για να αντιμετωπßσει τον καθημερινü αγþνα στα διÜφορα στÜδια της προετοιμασßας της γης αλλÜ και της επεξεργασßας του καρποý. Τα εργαλεßα απü ξýλινα που Þταν στην αρχÞ, εξελßχτηκαν σταδιακÜ σε σιδερÝνια, κρατþντας βασικÜ αναλλοßωτη τη μορφÞ τους στο χρüνο και χωρßς ουσιαστικÝς διÜφορες απü περιοχÞ σε περιοχÞ. Στα νεüτερα χρüνια ο γεωργüς, για να φιÜξει εργαλεßα, Ýκοβε τα κατÜλληλα ξýλα απü το δÜσος, τα μÜζευε στην αυλÞ του σπιτιοý του και τα δοýλευε σιγÜ-σιγÜ πελεκþντας τα με το τσεκοýρι και τορνεýοντÜς τα με ξυλοφÜι.
Τα σιδερÝνια εργαλεßα τα δοýλευε ο γýφτος με κÜρβουνα και σßδερο που του Ýδιναν. Απαραßτητο το δυνÜμωμα της φωτιÜς με το φυσερü, για να μαλακþσει το μÝταλλο και να γßνει ευκολοδοýλευτο. Οι φüρμες Þταν συνÞθως απλÝς αλλÜ «πλÞρεις», καθαρÝς, αδρÝς και αρμονισμÝνες απüλυτα με τη λειτουργικüτητα του αντικειμÝνου. Τα σχÞματα εßχαν στο σμßλεμα την τρυφερÜδα του ανθρþπινου χεριοý, αντανακλþντας πολλÝς φορÝς σε μια λεπτομÝρεια Þ σπανιüτερα σε Ýνα πρüσθετο διακοσμητικü στοιχεßο τον προσωπικü δεσμü με το αντικεßμενο.
    ¸να απü τα πιο σημαντικÜ αγροτικÜ εργαλεßα Þταν το αλÝτρι, αρχικÜ ξýλινο και κοντü με σιδερÝνιο υνß, üπως το περιγρÜφει ο Ησßοδος. Πολλοß πιστεýουν üτι το αλÝτρι επινοÞθηκε πριν ακüμη ο Üνθρωπος εξημερþσει τα ζþα και τα βÜλει στο ζυγü. Το ξυλÜλετρο του Ησßοδου, κυρßως στη βασικÞ μηχανικÞ του μορφÞ, δεν Üλλαξε αν και πÝρασαν χιλιÜδες χρüνια απü τüτε, αν και η σημερινÞ τεχνολογßα Ýφτασε σε πολý υψηλÜ επßπεδα. Το ξýλινο αλÝτρι χρειαζüταν τÝχνη για να γßνει, να μπαßνει στο χþμα üσο πρÝπει, χωρßς να χþνεται βαθιÜ και να τραβιÝται εýκολα.
   Το αρχικü ξυλÜλετρο αντικαταστÜθηκε απü Üλλο μακρýτερο για να το τραβοýν περισσüτερα ζþα και να διευκολýνεται Ýτσι η εργασßα, ýστερα απ’ το σιδερÝνιο, το «μονü» κι αυτü αντικαταστÜθηκε απ’ το «διπλü» για να φτÜσουμε στα μηχανοκßνητα τρακτÝρ με τις φρÝζες που κατÞργησαν üλα τα προηγοýμενα.
    Ωστüσο, ακüμη και σÞμερα υπÜρχουν απρüσιτα μÝρη του ελλαδικοý χþρου - εκεß üπου η φυσικÞ διαμüρφωση του εδÜφους, αλλÜ και το οικονομικü επßπεδο , στÜθηκαν απαγορευτικÜ για τη χρÞση τρακτÝρ και Ýτσι χρησιμοποιεßται ακüμη το αλÝτρι.
   Για να οργþσει ο αγρüτης με βüδια Ýπρεπε να δÝσει το αλÝτρι στο ζυγü και να τα ζÝψει. Στα Üλογα Ýπρεπε να περÜσει λαιμαριÝς στο λαιμü κι απü εκεß να δÝσει το αλÝτρι. Τα παλαιüτερα χρüνια υπÞρχαν και περιπτþσεις που το ζυγü το ζεýαν σε ανθρþπους. ¼πως αναφÝρουν περιηγητÝς που επισκÝφτηκαν το ΜωριÜ γýρω στο 1795, δεν Þταν σπÜνιο φαινüμενο να οργþνουν μαζß Ýνας γÜιδαρος και Ýνας Üνθρωπος!
   Το üργωμα - η πρþτη φÜση της γεωργικÞς εργασßας στις περισσüτερες καλλιÝργειες - Þταν ευκολüτερο στον κÜμπο, γινüταν üμως δýσκολο στα απüκρημνα βουνÜ και στα νησιÜ τα γεμÜτα βρÜχια. ΚÜθε σπιθαμÞ γης Ýπρεπε, üμως, να την εκμεταλλευτοýν. ¸τσι συχνÜ επινοοýσαν απρüσμενες και γεμÜτες εφευρετικüτητα λýσεις, σαν τις απανωτÝς, λüγου χÜρη, σειρÝς των αναλημματικþν τοßχων απü ξερολιθιÜ, στις üρθιες πλαγιÝς των βουνþν, για να συγκρατοýν το πολýτιμο χþμα. ¢κουσεν η ελιÜ τ’ αλÝτρου κι ενüμισεν εν’ αýλακας» λÝνε στην Κýπρο, που θÝλει να πει üτι Ýνα üργωμα αξßζει üσο κι Ýνα πüτισμα. ΜεγÜλες εκτÜσεις Ýπρεπε να οργωθοýν για να σπαρθοýν με üλων των ειδþν τα δημητριακÜ και με αρκετÜ ψυχανθÞ. Το üργωμα με τα βüδια Üρχιζε απü νωρßς, γιατß αυτÜ κινοýνταν αργÜ και υπÞρχαν περιπτþσεις που üργωναν και τη νýχτα, φωτßζοντας τον τüπο με φωτιÝς που Üναβαν σε τÝσσερις γωνßες. Σε περιπτþσεις που τα κτÞματα Þταν μακριÜ απ’ το χωριü, ο ζευγÜς και τα αργÜ καματερÜ του παρÝμεναν δÝκα Ýως δεκαπÝντε μÝρες εκεß - τροφοδοτοýμενοι απü δικοýς τους.
    Σε üλες αυτÝς τις προσπÜθειες με τα κοινÜ προβλÞματα η συνεργασßα και ο αλληλοσεβασμüς üριζαν τα βασικÜ στοιχεßα της αγροτικÞς κοινωνικüτητας. Με τις «σεμπριÝς» αναλÜμβαναν δýο και περισσüτεροι γεωργοß την εκμετÜλλευση ενüς κτÞματος, βÜζοντας τα ζþα και την προσωπικÞ τους δουλειÜ και μοιρÜζοντας στο τÝλος τη σοδειÜ, αφοý ξοφλοýσαν το μερτικü του γαιοκτÞμονα. ΣυχνÜ ο νοικοκýρης, που δεν εßχε δικÜ του «ζευγÜρι» και δεν Ýκανε «κολιγιÜ», δηλαδÞ συνεργασßα με κÜποιον Üλλον για να γßνει το ζευγÜρι (τα ζþα), Ýδινε τα κτÞματÜ του να του τα οργþσει ο «ζευγßτης», ο οποßος Þξερε τα κτÞματα, τις εκτÜσεις, τα χþματα και ακüμη τις τυχüν ιδιοτροπßες του νοικοκýρη. Ο ζευγÜς Þ ζευγßτης, που διÝθετε Ýνα ζευγÜρι βüδια Þ αλογομοýλαρα, üργωνε τα κτÞματα του γαιοκτÞμονα με πληρωμÞ κι ως μονÜδα μÝτρησης της δουλειÜς του χρησιμοποιοýσε τη «ζεψιÜ». Μια «ζεψιÜ» στον ελαιþνα ισοδυναμοýσε με Ýκταση που Þταν φυτεμÝνη με σαρÜντα περßπου ελαιüδενδρα. Η «ζεψιÜ» μετριüταν σε Ýκταση που χρειαζüταν ορισμÝνες þρες για να οργωθεß, περßπου 4-5 þρες με τα βüδια υπü κανονικÝς συνθÞκες και Þταν περßπου τρεισÞμισι στρÝμματα. ¸νας μερακλÞς ζευγßτης Üφηνε το üργωμα του κλεισμÝνο σε μια «παρÜβολα», δηλαδÞ την τελευταßα αυλακιÜ που Þταν το στολßδι üλης του της δουλειÜς. (Φθιþτιδα). ¸να μεγÜλο χωρÜφι το üργωναν τμηματικÜ, κομμÜτι-κομμÜτι κÜθε φορÜ, αφÞνοντας τις παρυφÝς του να σκαφτοýν στο τÝλος με τσαπß.
ΜετÜ απü λßγες μÝρες γινüταν το δεýτερο üργωμα και σ’ αυτü βοηθοýσε και ο «σκαφτιÜς» που πÞγαινε πßσω απü το αλÝτρι και Ýσπαζε τις «μπλÜνες», τους χωμÜτινους σβüλους. Για να μαλακþσει το χþμα και να γßνει επßπεδο χρησιμοποιοýσαν τα «σβÜρνα», Ýνα πλÝγμα απü κλαδιÜ μÝσα σε ξýλινο πλαßσιο που την Ýδεναν στο ζυγü και την Ýσερναν στο χωρÜφι. Για να εßναι αποτελεσματικü το σβÜρνισμα Ýπρεπε η σβÜρνα να εßναι πολý βαριÜ και γι’ αυτü συνÞθως ο γεωργüς ανÝβαινε πÜνω της. Οι ζευγÜδες μÜθαιναν με κüπο στα ζþα τη δουλειÜ, «τσιγλþντας» τα με τη βουκÝντρα, Ýνα μακρý ραβδß με σιδερÝνια μýτη στη μια Üκρη και στην Üλλη μια ξýστρα που χρησιμοποιοýσαν για να καθαρßζουν το υνß απü τα χþματα. Για να οδηγÞσουν τα ζþα στη σωστÞ κατεýθυνση, τα τραβοýσαν δÝνοντÜς τα απü τα κÝρατα με μακριÜ και γερÜ σχοινιÜ, τις βοúδοτριχιÝς. Ο φüβος και ο τρüμος του ζευγßτη Þταν ο «κοýρκουνας», Ýντομο σαν μικρÞ μÝλισσα το οποßο Ýμπαινε στη μýτη του βοδιοý και το τρüμαζε. Εκεßνο ανεβοκατÝβαζε το κεφÜλι του αλαφιασμÝνο, αφηνßαζε, Ýσπαζε τις ζεýλες του και τρεπüταν σε φυγÞ σαν τρελü.
«Το Ýπιασε ο κοýκουνας», λÝνε üταν κÜποιος εξαγριþνεται απüτομα, χωρßς να εßναι γνωστüς ο λüγος στους Üλλους. ΑλλÜ και Üλλες παροιμßες, ρÞσεις κ.λπ. βρßσκουμε σχετικÝς με τη ζωÞ των ζευγÜδων üπως: «¼σοι σκαπετÜνε στον κÜμπο δεν εßναι üλοι ζευγολÜτες», που θÝλει να πει üτι üλοι δεν εßναι ειδικοß και Üξιοι, αλλÜ υπÜρχουν και Üσχετοι. «Ψüφησε ο μαýρος μου, χÜλασε η κολιγιÜ μας» δηλαδÞ üταν κÜποιος σημαντικüς παρÜγοντας εκλεßπει, δεν υπÜρχει λüγος να συνεχßζεται η συμφωνßα. «¹ παπÜς, παπÜς Þ ζευγÜς, ζευγÜς», σημαßνει πως ο καθÝνας πρÝπει να κÜνει τη δουλειÜ που ξÝρει, χωρßς να μπερδεýεται με αλλüτρια.

ΠηγÝς
- «ΠαραδοσιακÝς καλλιÝργειες» Μουσεßο ΜπενÜκη
- «Φθßνοντα επαγγÝλματα» (Γ. ΚουτσοκλÝνη)