|
|
Μπαγαπόντηδες
Του
πρώην Βουλευτή Έβρου Χρήστου Κηπουρού Το
πρώτο από τα τρία κείμενα που ακολουθούν
είναι ένα επαυξημένο και βελτιωμένο
παραμύθι, στο οποίο οι ομοιότητες με
υπαρκτά πρόσωπα είναι εντελώς τυχαίες.
Στο δεύτερο κείμενο γράφονται κάποιες
νέες σκέψεις γύρω από την Τέταρτη
Δημοκρατία. Το τρίτο καταπιάνεται με μια
πρώτη προσέγγιση στη διαδρομή της
σχέσης της γης με την πατρίδα.
1.
Θ ε ί ο ι…
Ήταν
μητέρα και κόρη. Ζούσαν χωριστά. Κάποτε
ένας γείτονας, σεσημασμένος κακοποιός,
βίασε και τραυμάτισε την κόρη. Η μητέρα
άρχισε να ολοφύρεται και να καταριέται
τους νάνους της
που συνέργησαν, όσο και το μακρινό
υποβολέα. Όμως, όπως έκανε και άλλες
φορές με τον ίδιο και πάλι ένοχο, σύντομα
εγκατέλειψε τον αγώνα να τιμωρηθεί. Και
όχι μόνο αυτό. Αργότερα άρχισε και να τον
φλερτάρει. Η κόρη, παρά την τραγικότητά
της, συνέχισε τον αγώνα. Ευτυχώς, κάποιες
φίλες τη συμπαραστάθηκαν πιο πολύ και
από μητέρες. Λες
και τη γέννησε άλλη μάνα, μονολογούσαν
πολλοί. Τους παραξένευε το γεγονός ότι
όσο προχωρούσε ο καιρός, η πραγματική
μητέρα, έβλεπε την κόρη ως βάρος,
ψάχνοντας τρόπους απαλλαγής. Το πλέον
σοβαρό όμως ήταν οι θείοι που διέμεναν
στην ίδια μεγαλούπολη. Αυτοί επέμεναν
στην ανεψιά να παντρευτεί το βιαστή! Της
μετέφεραν και κάτι, ακόμη πιο εξωφρενικό.
Ναι μεν θα έμπαινε στη σχολή της Ευρώπης,
χωρίς όμως να φαίνεται το πρόσωπό της. Η
ιστορική της ταυτότητα.
Τραγουδούσαν
δε με θράσος: «Τα μιλήσαμε, τα
συμφωνήσαμε». Άλλοτε στη Βόρεια Ευρώπη,
άλλοτε στη Βόρεια Αμερική. Ευτυχώς η
κόρη άντεξε. Είπε όχι σε όλους.
Και κυρίως στο βιαστή που ήδη είχε
γίνει ο πρώτος φίλος των θείων, όσο της
μητέρας, παρότι ποτέ δεν έπαψε να τη
λιγουρεύεται και να της το θυμίζει
συνεχώς. Οι μακρινοί πάλι φίλοι, με το
δικό τους θείο, που το φύσαγαν και δεν
κρύωνε, αφού ανανέωσαν τις
διαβεβαιώσεις των θείων, έψαχναν
τρόπους για την υλοποίηση του project.
Πιο ωμός όμως ήταν ο βιαστής, που
συνέχιζε να απειλεί τη μητέρα. Ναι
μεν ο διευθυντής της τελευταίας δεν
συμφωνούσε με όλη αυτή την τρέλα και ναι
μεν ήξερε την ιστορία και τις ευθύνες
και του δικού του θείου για το ίδιο θέμα,
όμως από την άλλη, και αυτός
υπερασπίζονταν το γείτονα βιαστή να
γίνει δεκτός στην Ευρωπαϊκή σχολή.
Επειδή δε, κάθε τρεις και μία
διαψεύδονταν, έβρισκε άλλοθι στη στάση
του προκατόχου του, όσο και του
τμηματάρχη διαδόχου του, που τον είχε
και ανταγωνιστή. Αυτό
επειδή ο πρώην διευθυντής είχε
διακριθεί ιδιαίτερα στον τομέα αυτό, και
πιο πολύ ακόμη, ο τμηματάρχης. Ο πρώτος
διδάξας. Ο πρώτος θείος. Ο οποίος είχε
επιδοθεί, μεταξύ άλλων, από τους χορούς
και τις καταθέσεις στεφανιών στον
αρχιβιαστή μέχρι στις κάτωθέν του
αναμνηστικές φωτογραφίσεις καθώς και
στη χρήση μιας διαλέκτου, όπου η
αξιοπρέπεια, ονομάζονταν ακινησία. Όμως
και τα στεφανώματα του εν ενεργεία
διευθυντή, δεν ήταν αμελητέα. Εξ ων και
κατετάγη προσωρινά στους εν δυνάμει
θείους. Επιπλέον για την επιλογή να
πάρει ως κύρια συνεργάτισσα, μια από
ετών αλλά και λόγω οικογενειακών
παραδόσεων, γνωστή θεία. Έτσι
είχαν τα πράγματα όταν άρχιζε ένας νέος
γύρος από δύο συνταξιούχους θείους που
ήταν κάποτε ομοϊδεάτες και ταυτόχρονα
αντίζηλοι. Ο πρώτος, ο μακροβιότερος
όλων, και γνωστός από δεκαετιών σε
παρόμοια ζητήματα, ήταν και ο
κυνικότερος όλων. Ο δεύτερος, ενεπλάκη
καθοδόν. Αναγνώριζε νέα δικαιώματα στον
ίδιο βιαστή ενώ από την άλλη αποσιωπούσε
την ύπαρξη της κόρης, και άρα και το
βιασμό. Όπως έκαναν και άλλοι της ίδιας
σχολής. Και ναι μεν το θύμα δεν ήταν
ειδική επιστήμων ώστε να βρει τη βαθιά
αιτία των συμπεριφορών αυτών, όμως ήξερε
πως να τιμά το κοινό ιστορικό όνομα. Παράλληλα
έψαχνε στη μερίδα του οίκου στο
υποθηκοφυλακείο να βρει έστω κάτι. Βρήκε
το Θεμιστοκλή που έλεγε ότι δεν τον
άφηνε να ησυχάσει το τρόπαιο του
Μιλτιάδη. Αν όμως η κόρη αποδείχτηκε
παλικάρι και αναδείχτηκε σε νέα
Μαραθωνομάχο, το μόνο κοινό των θείων
της με το νικητή της Σαλαμίνας, ήταν το
αρχικό γράμμα, θήτα. Άντε και ένα κοινό,
του ύστερου όμως βίου του Θεμιστοκλή. Ο
μηδισμός. Εκεί όπου οι ίδιοι επιδόθηκαν
ήδη από τον πρώιμο ακόμη βίο τους.
Αυτό
που δεν μπορούσαν να χωνέψουν ήταν πως
ένας νομικός που έγινε διευθυντής, και
που δεν τους γέμιζε καν το μάτι, τους
έβαλε γυαλιά. Πως τιμούσε με τη στάση του
την Ευρωπαϊκή σχολή. Και πως εκεί τον
εκτιμούσαν ακόμη και εκείνοι που στην
αρχή είχαν επιφυλάξεις. Γι’ αυτό οι
θείοι είτε μόνοι είτε σε συνεννόηση με
άλλους, ήθελαν να τον βγάλουν από τη μέση
αλλά και να διευκολυνθούν στην προώθηση
του κοινού σχεδίου. Όμως το κύριο κοινό
τους ήταν η μειονεξία. Το ότι είχαν
διαφορετική καταγωγή, απλά έδειχνε τη
διάσταση της παθογένειας. Την έκταση,
κυρίως δε το βάθος καθώς και την
πολυχρωμία. Η
κόρη ναι μεν συνέχισε να αγαπάει τη
μητέρα, μόνο που άρχισε να της μιλάει πια
σαν μεγάλη. Ναι μεν την ενημέρωνε τι θα
κάνει στο σπίτι της, όμως ως εκεί.
Μάλιστα ένας φίλος της σκηνοθέτης που
γνώριζε τις προσβάσεις όλων αυτών των
κύκλων στα Μέσα με
τα βρόμικα
παιχνίδια και
βρόμικα έτη, σκέπτονταν
σοβαρά την
ταινία: Θ ε ί ο ι… Στην
οποία θα συμπεριλάμβανε τα πρόσφατα.
Μεταξύ των άλλων, το τι θα έλεγαν όλοι
αυτοί, και αν επέμεναν στις συστάσεις
προς την κόρη, να δεχθεί το βιαστή ως
κύριό της καθώς και ως το γενικό
δερβέναγα στο πατρικό κτήμα. Τουτέστιν,
αγά στο θαλάσσιο αυτό «δερβένι» της
Ανατολικής Μεσογείου. Αυτός
θα ήταν ο γενικός κουμανταδόρος, τις
ημέρες αυτές του Ιουλίου, που άνοιξε το
ανέκαθεν φιλόξενο σπίτι καθώς και την
αγκαλιά σε χιλιάδες που είχαν την ανάγκη.
Αυτά σκεφτόταν και έφτυνε στον κόρφο.
Από τη μια, το δικό της Ιούλιο και βιασμό,
όμως από την άλλη την παρηγορούσε το
γεγονός ότι ολόκληρη η Ευρωπαϊκή σχολή
άρχιζε να την εκτιμά πιο πολύ,
αναγνωρίζοντας εκτός της θέσης, και τις
θέσεις. Από το περήφανο «όχι» έως τους εν
συνεχεία χειρισμούς. Ναι
μεν την προβλημάτιζε το ότι οι φίλες στη
σχολή δεν έκαναν και λίγες φορές νερά,
ευθυγραμμιζόμενες με τον υπερπόντιο
θείο, όμως και ο απορριπτισμός δεν ήταν
λύση, ακόμη και αν δικαιολογούνταν
απόλυτα σαν έκφραση παλιότερων βιωμάτων
και τραυματισμών. Ακόμη και αν ο εν
λόγω θείος την υπέβλεπε ως οντότητα,
μέσω αξιωματούχων μεν, ιθαγενών δε -θείων
και πάλι- και πάντως δια ίδιον όφελος,
και πέραν των υπόλοιπων πεσκεσιών προς
το βιαστή, ώστε να στέρξει και να στρέξει
για τους επιπλέον διακανονισμούς
στην ευρύτερη περιοχή.
Για
αυτό η κόρη αναζήτησε και βρήκε τη λύση
στην Ευρωπαϊκή σχολή και βέβαια στην
κατηγοριοποίηση και οικοδόμηση νέων
σχέσεων μέσα από αυτή. Παράλληλα
εμπλούτιζε το κοινό ταμείο καταθέτοντας
την προσωπική της ηθική και την ιστορική
της αθωότητα. Μια μεγάλη εγγύηση για όλη
τη σχολή και τη συνέχεια της. Γιατί αν η
μετατροπή και άλλων μελών της
τελευταίας σε νέες επιχειρήσεις «κατεδαφίσεις-ανοικοδομήσεις
πόλεων και χωρών» που θα ήταν σαν να
κατεδάφιζε με τα ίδια της τα χέρια το
διατηρητέο της οικοδόμημα, τότε η
υιοθέτηση ποσόστωσης στις αξίες για
είσοδο νέων μελών, θα ήταν σαν να έκτιζε
αυθαίρετο και να το γέμιζε με επιπλέον
θείους και πολιτικά μορμολύκεια, προτού
καταλήξει και η ίδια να γίνει ένα από
αυτά. «Όμως
υπάρχουν και λαοί» ήταν η επωδός της
κόρης. Θα μπορούσε να ήταν επωδός και
στην ταινία. Δεν ήταν άλλωστε φράση που
καλλιεργούσε κάποια νέα θεολογία,
σύμφωνα με το προηγούμενο «υπάρχει και
θεός» αλλά έκφραση σεβασμού προς τους
κλασσικούς Δημοκρατικούς θεσμούς της
μητέρας, ένας από τους οποίους ήταν και
το Δημοψήφισμα. Το οποίο έχαιρε μεγάλου
επίσης σεβασμού σε όλη την Ευρωπαϊκή
σχολή, πλην των εξ αίματος και άλλων
θείων. Πρώτον γιατί οι ίδιοι δεν έκαναν
ποτέ. Και δεύτερον, και εκεί ακόμη που
έγινε, στον τόπο της κόρης αλλά και αλλού,
δεν σεβάστηκαν τις ετυμηγορίες.
Αποδείχτηκε ότι δεν τους κατέτρυχε μόνο
η μειονεξία. Ήταν και μπαγαπόντηδες.
Υποκρίνονταν τους Δημοκράτες ενώ δεν
ήταν.
2.
Ουσιαστική αναθεώρηση
Κατά
καιρούς διάφοροι επικεφαλής λένε τι να
κάνουν οι πολίτες. Να αντισταθούν, να
αρνηθούν, να επαγρυπνούν, να απεργήσουν,
να κάνουν, να ράνουν, να δείξουν. Δεν τα
απορρίπτω. Παρόλο που έχω να επισημάνω
κενά. Από την πολιτική μυωπία και τη
διανοητική πρεσβυωπία ως το αποτέλεσμα
που όχι και σπάνια είναι ένα μηδέν εις το
πηλίκο. Εκείνο που λέω εγώ στους
συμπολίτες είναι να γράψουν. Να γίνουν
δικοί τους. Το λέω και εξ ιδίας πείρας.
Γιατί από το γράψιμο έγινα δικός μου. Δεν
υπάρχει πιο μεγάλη χαρά για ένα πολιτικό
πρόσωπο από τη στιγμή που αποκτά δικό
του μυαλό. Και δεν υπάρχει καλύτερη
απάντηση στους χώρους που, αν και δεν
λένε κάτι, εν τούτοις από πολλών ετών
είναι στα μέσα, και στα άλλα μέσα -με μι
κεφαλαίο- όσο στα έξω. Σε μας. Για αυτό
και μείς χρειάζεται να βγούμε έξω. Εκτός.
Αυτό είναι το δικό μας μέσα. Το νέο μέσα,
και το νέο in.
Στα πολιτικά μορφώματα ανήκει το ην, το
ήταν, το παρελθόν. Στην πολιτική Ελλάδα
του 21ου αιώνα, τα πάντα ην. Μια, όνομα και
πράγμα, Αττική σύνταξη, που όμως
ακυρώνει την αιώνια ρήση του Ηράκλειτου.
Το θέμα είναι πως θα πάμε από το ην, στο
ρει. Και από εκεί, στο in.
Γνωρίζω
αξιόλογους ανθρώπους που έχουν
μουντζώσει την υπαρκτή πολιτική. Δεν το
γράφουν. Δεν γράφουν καν. Ας αρχίσουν να
το κάνουν. Προ δεκαετιών ήταν μόδα η λέξη
«έξω» ώσπου έγινε ντεμοντέ αφού δεν
πρότεινε κάτι το επεξεργασμένο. Αυτή η
μόδα μπορεί να επιστρέψει. Μάλιστα να
μείνει για πολύ. Γιατί τώρα μπορεί να
γίνει ουσία. Κάτι κλασικό, ένα ταγιέρ της
Δημοκρατίας, που η μόδα του δεν πέφτει
ποτέ. Ένα νέο έξω είναι το «Έξω τα Μέσα».
Τόσο τα παλιά όσο τα νέα, που τα συνδέει
ως κοινό, η μπαγαποντιά απέναντι στη
Δημοκρατία. Ένα άλλο είναι «Έξω τα
μαντριά» ή «Έξω από τα μαντριά». Το ρεύμα
που θα σηκωθεί, μπορεί να τους πάρει και
να τους σηκώσει όλους, γιατί θα δείξει
στους πολίτες την έξοδο από τα λεγόμενα
κόμματα. Θα τα αφήσει χωρίς κόσμο. Όπως
αυτά τον άφησαν χωρίς πολιτική και
Δημοκρατία. Χρειάζονται
ένας συλλογικός Αριστοτέλης και ένας
συλλογικός Δημόκριτος. Κύρια δε ένας
συλλογικός Δημοκράτης. Δεν λέω
συλλογικός Περικλής, γιατί θα αρχίσουν
να μιλούν για μεγαλισμό. Αυτοί των
οποίων οι εκ της πολιτικής προϊστάμενοι
έμειναν μετεξεταστέοι μέχρι και στην
αντιγραφή, και που δεν έγιναν τυχαία
μπαγαπόντηδες. Και
όμως η Συνταγματική αναθεώρηση ήταν μια
ευκαιρία. Λέω ήταν γιατί είδαν το φως
προτάσεις που όμως δεν απαντούν στο πώς
η χώρα θα περάσει από την Τρίτη
Δημοκρατία, στην Τέταρτη. Γιατί μια
Βουλή με μέλη που βρίσκουν τρόπο να
είναι μια ζωή Βουλευτές, δεν είναι Βουλή.
Πέραν των άλλων είναι εξαρτημένη από το
πιο σκληρό ναρκωτικό της ιστορίας. Την
εξουσία. Και αυτό πότε; Όταν το δικαίωμα
του πολίτη να ελέγχει τη Δημοκρατία με
την άμεση και έμμεση συμμετοχή, προέχει
όλων. Ναι
μεν ακόμη και οι δυο τετραετίες
προκαλούν εθισμό, όμως είναι ιάσιμος.
Σαφώς και στις περισσότερες των δύο,
αρχίζει να γίνεται πολύχρονος και για
αυτό ανίατος. Πόσο μάλλον στην περίπτωση
της 20ετίας και. Μια ολόκληρη γενιά. Είπα
γενιά και θυμήθηκα το Πολυτεχνείο. Την
κατάληξη μιας όμορφης κάποτε ελπίδας
και γενιάς, που με την τηλεοπτική γενιά,
μάλλον έπρεπε να λέγονται, η γενιά του
Κοινοβουλίου. Πρώτο
ποιοτικό μέτρο της 4ης Δημοκρατίας είναι
οι δύο το πολύ 4ετίες στη Βουλή.
Ή η μια σε ένα θεσμό, μια σε άλλο.
Βουλή, Δήμο ή αιρετή περιφέρεια που
έπρεπε να γίνει από δεκαετιών. Αν δεν
έγινε ή δεν γίνεται, ευθύνονται πάλι οι
μπαγαπόντηδες. Οι δυο 4ετίες θα ισχύουν
και για τους πρωθυπουργούς, οι οποίοι
φεύγοντας από το Δημόσιο βίο, θα
διεκδικήσουν ρόλο προτύπου και ευμενή
ιστορική κρίση, χωρίς να χρειαστεί να
είναι αρτίστες, όπως οι δυο μεγάλοι της
μεταπολίτευσης. Ή η Τέταρτη Δημοκρατία
θα έχει τη δική της χορεία των μεγάλων ή
η ίδια δεν θα υπάρξει αφού θα συνεχίσουν
να βγαίνουν μικροί. Όπως έγινε με τους
δύο της παρελθούσας δεκαετίας.
3. Η
τρίτη κίνηση της γης
Δεν
είναι μόνο οι δυο γνωστές κινήσεις. Οι
δύο δηλαδή αιώνιες περιστροφές της γης,
γύρω από τον ήλιο και γύρω από τον εαυτό
της. Υπάρχει και μια τρίτη κίνηση. Είναι
η κίνηση της ανθρωπότητας και οι
διαχρονικές της σχέσεις με τον οίκο της.
Επίσης οι σχέσεις όλων των εμβίων όντων
με αυτόν. Ο
λόγος και πάλι για τη γη, που στη
μυθολογία λατρεύτηκε σαν θεά ενώ στη
διάρκεια της ιστορίας, γίνεται η άλλη
όψη της πατρίδας, έστω και αν η φιλοσοφία
επιμένει να θυμίζει την
κοινωνικοοικονομική οπτική και ότι
πρόκειται για διαφορετικά μεγέθη. Ότι η
γη είναι ύλη, και η πατρίδα, έννοια. Αυτό
όμως δεν τις εμποδίζει να αλλάζουν
ρόλους. Η πατρίδα από επίθετο, που
σημαίνει την πατρική γη, να γίνεται
ουσιαστικό αλλά και ενίοτε αντικείμενο
εμπορίου, και η γη από ύλη να γίνεται
έννοια, και ένα είδος πατρίδας. Σε
αυτήν τη γη, εδώ και κάποιες, όχι πολλές,
δεκαετίες έρχεται να προστεθεί και η
οικολογία, πιο πολύ όμως σαν σκέψη και
λόγος παρά σαν πράξη. Η γαία υπήρξε ένα
ακόμη όνομα. Το συναντά κανείς στα
Ομηρικά έπη, όπως συναντά και το «αμύνεσθαι
περί πάτρης» στα λόγια του Έκτορα. Το
όνομα όμως που επικράτησε ήταν η γη. Ούτε
υφήλιος ούτε έδαφος ούτε κάτι άλλο. Μπορεί
η αρχαία Θρακική-Ιλλυρική προελληνική
λέξη «δεφ» να αποτελεί, λόγω των
στοιχείων «δ» και «φ», τη ρίζα από την
οποία παράγεται η λέξη «έδαφος» και το
γεγονός αυτό να προηγήθηκε των
αρχαιοελληνικών χρόνων, όμως γρήγορα
έχασε τη μάχη από τη γη. Δεν ξέρω αν το
καθοριστικό για την ονομασία «γη» είναι
το θηλυκό γένος
και η μητρότητα ή και το μονοσύλλαβο.
Εκείνο που ξέρω είναι ότι το γνωστό
ορφικό ζεύγος του χρόνου και της ανάγκης
ίσως είναι επίκαιρο ακόμη και σήμερα.
Όπως σίγουρα είναι πρότυπο το ομώνυμο
τοπίο, το οποίο τόσο πολύ ζωγραφίστηκε,
όσο η μουσική, που μαζί με τα
συναισθήματα τροποποιούσε από τότε τη
σκέψη. Από
την άλλη βέβαια, μπορεί η σκέψη, οι ιδέες,
όσο η ίδια η φιλοσοφία αλλά και οι
υπόλοιπες πνευματικές δραστηριότητες,
να είναι παιδιά του χρόνου, όμως δεν
παύουν να κινούνται στην επικουρική
σφαίρα των εξελίξεων. Αλλά και πάλι αν
δεν υπήρχε η ανάγκη, και αν ακόμη
γεννηθούν, υφίστανται την επίδραση
πολλών παραγόντων που απειλούν και
πολλές φορές πετυχαίνουν παλινδρόμηση
στην προτεραία κατάσταση. Την
περίοδο που διανύουμε, η οικολογία
διανύει τη βρεφική της ηλικία. Με τους
χρονικούς ρυθμούς που έλεγα, και με
δεδομένη την κλίμακα μέτρησης της
ανάγκης, ο άνθρωπος θα χρειαστεί να
κάνει πολύ δρόμο ως την άνοδο της
οικολογίας στο βάθρο, δίπλα στις άλλες
μορφές των σχέσεών του με τη γη. Ο
δρόμος αυτός θα ήταν μεγαλύτερος αν δεν
υπήρχε η σχέση της γυναίκας με τη γη. Το
κοινό της μητρότητας. Επίσης η
πρωταρχική εκείνη μορφή οικολογίας
σύμφωνα με την οποία τα νεογέννητα
έρχονταν στη ζωή έχοντας δίπλα τους δύο
αγκαλιές. Την αγκαλιά της φυσικής τους
μάνας όσο και την αγκαλιά της γης, όπως
θα έλεγε και ο Γκάτσος, και όπως σε
πολλές περιοχές της γης γίνεται και
σήμερα, επάνω στο χώμα.
Όσες
όμως μορφές παγκοσμιοποίησης και να
υπάρξουν, διαδεχόμενες η μια την άλλη -όπως
άλλωστε γίνεται από πολλών αιώνων και
όχι μόνο στην τελευταία τεχνολογική και
πληροφορική μορφή- θα χρειαστούν
αμέτρητες περιστροφές της γης πέριξ του
ήλιου, πριν η ιστορική, τοπική,
αναπτυξιακή και οικονομική πατρίδα
δώσουν τη θέση σε ευρύτερες ή και στην
τελική, την παγκόσμια πατρίδα, και
προτού ο πατριωτισμός μετεξελιχθεί με
έργα, σε πλήρη κοσμοπολιτισμό. Γιατί ναι
μεν υπάρχει το ευρωπαϊκό πρόπλασμα και
οι 25 όντως είναι ένα πρώτο βήμα, όμως και
το ταξίδι δεν είναι μικρό.
Μέχρι
τότε οι πατρίδες θα συνεχίζουν να
παίζουν τον ιστορικό τους ρόλο. Ιδίως δε
σε περιοχές της γης, όπως η δική μας, όπου
ενδημεί και θα ενδημεί επί πολύ, η ανάγκη
και όπου οι αξίες της Ελευθερίας, της
Ειρήνης και της Δημοκρατίας δεν
αποτελούν κατακτήσεις δεδομένες, όπως
συμβαίνει με την υπόλοιπη Γηραιά Ήπειρο. Ναι
μεν πολλές θεωρίες ορθά εξαρτούν τη
σχέση του ανθρώπου με την πατρίδα με
βάση τα κοινωνικοοικονομικά μεγέθη αφού
δεν πρόκειται για κάτι μεταφυσικό, όμως
σε περιοχές όπου απουσιάζουν οι βασικές
αξίες που έλεγα, αν μη τι άλλο, αδικούν
τους ανθρώπους και επόμενα τους λαούς,
τα βαθύτερα συναισθήματα, όσο τη λογική,
την τέχνη καθώς και τις άλλες
πνευματικές τους δραστηριότητες. Γιατί
όταν ακόμη και τα ζώα διεκδικούν και
έχουν αποκτήσει τα δικά τους γιατάκια,
τις εστίες, τις φωλιές, τη γη, την πατρίδα
και έχουν το δικό τους «πατριωτισμό»,
τότε προκαλεί το γεγονός ότι όλα αυτά
δεν τα δικαιούνται οι ιστορικοί λαοί της
περιοχής. Συνιστά μεγάλο και ηθικό
κυρίως κενό. Όπως κενά επίσης υπάρχουν
και στη λαϊκή ρήση «όπου γης και πατρίς».
________________ Εικόνα Σύνθεση
συγγραφέα. Αρχείο του ίδιου.
Photo:
Jean
Dieuzaide,
Θράκη
Ιούλιος 2006, |