Γεωπολιτική
σκακιέρα: Γιατί η ουδετερότητα δεν
συμφέρει την Αθήνα
■Του
Σταύρου Λυγερού
Εάν
δεν υπάρξουν σύντομα νέες πρωτοβουλίες
εκ μέρους της Δύσης, η ισχύουσα σήμερα
διχοτόμηση της Λιβύης θα αρχίσει να
παγιώνεται. Είναι αξιοσημείωτο ότι η
Γαλλία και η Βρετανία έχουν αρχίσει να
θέτουν ζήτημα κλιμάκωσης της επέμβασης
με τη χρήση και ειδικών χερσαίων
δυνάμεων. Το είπε ευθέως ο πρόεδρος της
Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων της
γαλλικής Βουλής Άλεξ Πονιατόφσκι.
Το
Παρίσι και το Λονδίνο διαπιστώνουν
επισήμως πια ότι το ψήφισμα 1973 του
Συμβουλίου Ασφαλείας είναι
περιοριστικό, με αποτέλεσμα οι
συγκρούσεις να παρατείνονται. Ζητούν
ένα νέο ψήφισμα, που θα λύσει τα χέρια
του NATO, αλλά
οι πιθανότητες να συμβεί κάτι τέτοιο
είναι μάλλον μηδαμινές, λόγω της
αρνητικής στάσης της Ρωσίας και της
Κίνας. Ούτε η Ουάσινγκτον, όμως,
εμφανίζεται πρόθυμη να εμπλακεί
περισσότερο. Προς το παρόν προσπαθεί να
βρει χώρα υποδοχής για τον Καντάφι, αλλά
είναι αμφίβολο εάν αυτός θα δεχτεί μια
τέτοια συμφωνία, όσο βλέπει ότι η Λύση
διστάζει να εμπλακεί με χερσαίες
δυνάμεις.
Τον
ενθαρρύνει και το γεγονός ότι και οι
γειτονικές ευρωπαϊκές χώρες Ιταλία και
Ισπανία τηρούν επιφυλακτική στάση. Όπως
είναι γνωστό, οι άλλες δύο χώρες μέλη του
NATO, η Ελλάδα
και η Τουρκία, συμμετέχουν στην
επιχείρηση, αλλά όχι και στους
βομβαρδισμούς.
«Ασπιρίνες»
Το
πρόβλημα της Γαλλίας και της Βρετανίας,
όμως, δεν είναι μόνο στρατιωτικό. Είναι
και πολιτικό. Φοβούνται ότι εάν
εμπλακούν δυτικές χερσαίες δυνάμεις θα
προκληθεί αντίδραση στην αραβική κοινή
γνώμη, με αποτέλεσμα να κάνουν πίσω οι
αραβικές χώρες που συμμετέχουν και
υποστηρίζουν την επιχείρηση. Προς το
παρόν, το Λονδίνο στέλνει στρατιωτικούς
συμβούλους στη Βεγγάζη, με αποστολή να
οργανώσουν και να εκπαιδεύσουν τις
αντικαθεστωτικές δυνάμεις. Τέτοιου
είδους κινήσεις, όμως, μοιάζουν με
ασπιρίνες.
Οι
ελπίδες ότι το καθεστώς θα ξεμείνει από
χρήματα δεν φαίνεται να δικαιώνεται.
Ούτε οι προσπάθειες να εξαχθεί
πετρέλαιο από τη προσωρινή κυβέρνηση (Εθνικό
Συμβούλιο) των εξεγερμένων αναμένεται
να λύσει το πρόβλημα. Ας σημειωθεί ότι το
Μάιο θα συγκληθεί διεθνής διάσκεψη στη
Ρώμη με τη συμμετοχή νατοϊκών και
αραβικών κυβερνήσεων, για να προωθηθεί η
εξαγωγή πετρελαίου από τις περιοχές που
ελέγχουν σι αντικαθεστωτικοί.
Είναι
προφανές ότι στα μέτωπα της Λιβύης δεν
θα κριθεί μόνο το μέλλον αυτής της χώρας,
αλλά και οι εξελίξεις σε όλη τη Μέση
Ανατολή. Εάν ο Καντάφι κατέπνιγε την
επανάσταση, το εξεγερσιακό κύμα θα
παλινδρομούσε. Αντιθέτως, η ανατροπή του
καθεστώτος θα προσδώσει μία νέα
δυναμική στο εξεγερσιακό κύμα, το οποίο
έχει δείξει ότι δεν κάνει εξαιρέσεις
ανάμεσα σε αντιαμερικανικά και
φιλοαμερικανικά καθεστώτα.
Είναι
ο ίδιος λόγος που κλυδωνίζονται τα
καθεστώτα της Συρίας, του Μπαχρέιν και
της Υεμένης. Κάθε χώρα έχει τις
ιδιαιτερότητες της, αλλά υπάρχει ένας
μεγάλος κοινός παρονομαστής. Κι αυτός
είναι το διάχυτο αίτημα για ελευθερία,
δημοκρατία, ανάπτυξη και κοινωνική
δικαιοσύνη. Εάν είχε ανατραπεί το
καθεστώς Καντάφι, θα ήταν πολύ
διαφορετική η στάση του Μπασάρ αλ Άσαντ.
Όσο το καθεστώς της Δαμασκού βλέπει ότι
έχει περιθώρια να επιβιώσει, δεν
διστάζει να χρησιμοποιήσει τις πιο
σκληρές μεθόδους καταστολής των
συνεχιζόμενων μαζικών διαδηλώσεων.
Υπολογίζεται ότι οι νεκροί ξεπερνούν
τους 200, χωρίς ωστόσο να κάμπτεται η
δυναμική του εξεγερσιακού κύματος.
Σε
μία προσπάθεια να βρει διέξοδο, ο Μπασάρ
αλ Άσαντ κατήργησε επιτέλους το
καθεστώς εκτάκτου ανάγκης, που ισχύει
στη Συρία επί δεκαετίες. Αν και η
κατάργηση ήταν ένα από τα αιτήματα των
διαδηλωτών, όλα δείχνουν ότι η πολιτική
αναταραχή δεν πρόκειται να εκτονωθεί.
Εάν όμως, η δυναμική της εξέγερσης
κλιμακωθεί, κατά πάσα δυνατότητα το
καθεστώς να παλινδρομήσει σε ακόμα πιο
σκληρές μεθόδους καταστολής, γεγονός
που θα θέσει δίλημμα στους Δυτικούς.
Είναι
σαφές ότι η κυβέρνηση Ομπάμα δεν είναι
διατεθειμένη να εμπλακεί σε νέο
πολεμικά μέτωπο, όταν η απαγκίστρωση από
το Ιράκ είναι πολύ δύσκολο να
ολοκληρωθεί κι όταν ο έλεγχος του
Αφγανιστάν αποδεικνύεται ολοένα και
περισσότερο όχι μόνο κοστοβόρος, αλλά
και πρακτικά αδύνατος. Από την άλλη
πλευρά όμως είναι δύσκολο να παραμείνει
απαθής, εάν, όπως όλα δείχνουν, η
επιχείρηση «Αυγή της Οδύσσειας»
βαλτώσει. Εκτός κι αν η Ουάσινγκτον
επιλέξει να αφήσει τα πράγματα να
εξελιχθούν προς την κατεύθυνση μίας ντε
φάκτο διχοτόμησης της Λιβύης σε
Ανατολική και Δυτική. Προς το παρόν, όμως,
δεν υπάρχουν σημάδια ότι ωθεί τα
πράγματα προς αυτή την κατεύθυνση.
Όταν
το μέτωπο της Λιβύης είναι ανοικτό,
προφανώς η Δύση αδυνατεί να σκεφθεί καν
μία αντίστοιχη επέμβαση στη Συρία. Και
για επιχειρησιακούς και για πολιτικούς
λόγους. Εκτός αυτού, πολλοί στη Δύση,
αλλά και στο Ισραήλ, θεωρούν ότι το
καθεστώς Ασαντ ενδεχομένως να είναι
προτιμότερο από την αβεβαιότητα μίας
διάδοχης κατάστασης. Είναι αλήθεια ότι
το ζήτημα αυτό είχε τεθεί και για την
Αίγυπτο και για τη Λιβύη, αλλά σ’ αυτές η
δυναμική της εξέγερσης δημιούργησε
εντός της Δύσης και πολιτική δυναμική
υπέρ της επέμβασης. Δεν αποκλείεται να
συμβεί το ίδιο και με τη Συρία, εάν, όμως,
έχει ανατραπεί το καθεστώς Καντάφι.
Τουρκικές
φιλοδοξίες.
Η
αποσταθεροποίηση της περιοχής, που
καταλαμβάνει ο αραβικός κόσμος,
υποχρεώνει όχι μόνο τις μεγάλες, αλλά
και τις τοπικές δυνάμεις να
προσαρμόσουν τις πολιτικές τους. Η
Τουρκία του Ερντογάν δεν έχει κρύψει τη
φιλοδοξία της να καταστεί σημείο
αναφοράς και ηγεμονική δύναμη στον με το
οθωμανικό χώρο. Αρχικά προσπάθησε να
παρεμποδίσει τη δυτική επέμβαση. Ο λόγος
δεν ήταν μόνο η προσέγγισή της με το
καθεστώς Καντάφι και τα τουρκικά
οικονομικά συμφέροντα στη Λιβύη.
Φοβόταν δικαιολογημένα ότι, εάν πέσει το
καθεστώς Καντάφι, η τύχη του καθεστώτος
Ασαντ θα έχει κριθεί.
Μια
τέτοια εξέλιξη θα ευνοήσει τους
Κούρδους. Το κουρδικά κρατίδιο στο
Βόρειο Ιράκ θα εξασφαλίσει πρόσβαση στη
θάλασσα και ως εκ τούτου δεν θα
εξαρτάται, όπως σήμερα, από την Άγκυρα.
Το ίδιο θα ισχύσει και συνολικά για το
Ιράκ, γεγονός που θα περιορίσει τη
σημασία της Τουρκίας για τους
Αμερικάνους. Παραλλήλως θα ευνοηθεί και
το Κουρδικό κίνημα στη Τουρκία αφού στα
νώτα του (στη Συρία και στο Ιράκ) θα έχει
όχι μόνο Κουρδικούς πληθυσμούς, αλλά και
φιλικές συνθήκες. Το γεγονός αυτό
αναπόφευκτα θα κλιμακώσει περαιτέρω και
τις πιέσεις που ήδη ασκούν οι Κούρδοι
της Τουρκίας για πολιτική αυτονομία.
Στο
γεωπολιτικό αυτό παιχνίδι υπάρχει χώρος
και για την ελληνική διπλωματία. Προς το
παρόν, η Αθήνα κινείται προσεκτικά εντός
των ορίων της πολιτικής του NATO,
αποφεύγοντας να βρεθεί στην πρώτη
γραμμή της επιχείρησης. Με τον τρόπο
αυτό, όμως, δεν πρόκειται να αποκομίσει
πολιτικά κέρδη. Η Ελλάδα έχει ζωτικό
συμφέρον να συνάψει συμφωνίες
οριοθέτησης των θαλασσίων ζωνών και με
την Αίγυπτο και με τη Λιβύη. Οι μέχρι
τώρα συνομιλίες με τα καθεστώτα
Μουμπάρακ και Καντάφι ήταν δύσκολες και
σ’ αυτό είχε παίξει ρόλο και η αρνητική
παρέμβαση της τουρκικής διπλωματίας.
Τόσο
το νέο μεταβατικό καθεστώς στην Αίγυπτο
όσο και η προσωρινή κυβέρνηση των
αντικαθεστωτικών στη Λιβύη έχουν άλλες
πολιτικές προτεραιότητες. Παρ’ όλα αυτά,
εάν η Αθήνα εκτιμά ότι το καθεστώς
Καντάφι δεν έχει μέλλον, πρέπει να
κινηθεί γρήγορα. Μπορεί να προστεθεί
στις ελάχιστες χώρες που έχουν
αναγνωρίσει την προσωρινά κυβέρνηση της
Βεγγάζης, ζητώντας ως αντάλλαγμα την
πολιτική δέσμευση για τη μελλοντική
σύναψη μίας συμφωνίας οριοθέτησης, που
θα συμβαδίζει με το δίκαιο της θάλασσας
και θα λειτουργεί ως προηγούμενο υπέρ
των ελληνικών θέσεων.
Με
την Αίγυπτο τα πράγματα είναι
διαφορετικά, αλλά και σ’ αυτό το μέτωπο
πρέπει να κινηθεί γρήγορα η ελληνική
διπλωματία. Η Άγκυρα ήδη προσπαθεί να
ρίξει γέφυρες και να αποκτήσει
ερείσματα στα μεταλλαγμένα από τις
εξεγέρσεις καθεστώτα. Αυτό τον σκοπό
είχε η σπουδή του Τούρκου προέδρου
Γκιουλ να επισκεφθεί το Κάιρο λίγο μετά
την ανατροπή του Μουμπάρακ.
Η
κυβέρνηση Ερντογάν «πουλάει» στους
Δυτικούς τη θεωρία ότι το τουρκικό
μοντέλο είναι η λύση στο πρόβλημα
μετάβασης που έχει προκύψει στον
αραβικό κόσμο. Προσπαθεί να τους πείσει
να της αναθέσουν την «εργολαβία», με το
επιχείρημα ότι η νεοοθωμανική Τουρκία
και ταιριάζει στους Άραβες και βολεύει
τη Δύση. Η τουρκική προσπάθεια
προσκρούει στην αντίθεση των Εβραίων. Η
επιτυχία της νέο-οθωμανικής διπλωματίας
θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από το χώρο
που θα της αφήσει κυρίως η Ουάσινγκτον, η
οποία εμφανίζεται αμφίθυμη. Από τη μία
είναι επιφυλακτική αλλά από την άλλη
θεωρεί ότι η Άγκυρα μπορεί να είναι ένα
χρήσιμο εργαλείο.
Πηγή:
Εφημ. "Επενδυτής"
|