Κυπριακή
διάλεκτος
Γλώσσα
Αθήνα 1999»Έκδοση «Ελληνικού
Λογοτεχνικού Αρχείου
Η
Κυπριακή είναι σήμερα η μόνη πράγματι
ζωντανή ελληνική διάλεκτος. Μιλιέται από τους κατοίκους της
νήσου, Έλληνες και μουσουλμάνους, και
από τους Κυπρίους της διασποράς –μόνο η
παροικία του Λονδίνου υπολογίζεται σε
160.000 άτομα. Η
διαλεκτική λογοτεχνική παραγωγή
εξακολουθεί να είναι και σε ποσότητα και
σε ποιότητα εντυπωσιακή.
Η σημερινή μορφή της Κυπριακής
ελάχιστα διαφέρει ιδίως στη μορφολογία
από εκείνη του 14ου αι. (Άσσίζες) και του 15ου
(Λεόντιος Μαχαιράς) και γι΄ αυτό τον λόγο
η διάλεκτος αυτή έχει μεγάλη σημασία για
τη μελέτη της γλωσσικής μας ιστορίας.
Ο
Έλληνας της μητροπολιτικής Ελλάδας
θεωρεί την Κυπριακή διάλεκτο δυσνόητη.
Δυσκολίες κατανόησης δημιουργούν η
προφορά, η μορφολογία και το εξαιρετικά
ιδιωματικό λεξιλόγιο.
Ποιος μπορεί να φαντασθεί ότι η
ονοματική σύναψη «ηλιόκρουση του
φεγγαρκού», που θυμίζει αισχύλεια
ονοματοποιία είναι η πανσέληνος; Ιδιαίτερα βέβαια ξενίζει η
προφορά, επειδή ακριβώς η Κυπριακή, που
διατηρεί αδιατάρακτο το φωνηεντικό της
σύστημα στις άτονες συλλαβές (νότιος
φωνηεντισμός), παρουσιάζει σημαντικές
ιδιοτυπίες στο σύστημα των συμφώνων.
Έτσι το τελικό -ν όχι μόνο διασώζεται
(βουνόν, προσγέλιον: φιλοφρόνηση), αλλά
αναπτύσσεται και εκεί που δεν υπήρχε
αρχικά (πρόγραμμα-ν).
Η πληθώρα των -ν και η παρατεταμένη
προφορά (διπλό ν) προσδίδουν σε ολόκληρη
τη φράση μια ρωμαλέα ερρίνωση.
Ακόμη διατηρείται η παλιά προφορά
των διπλών συμφώνων (τα διπλά κ, π, τ
ακούγονται σαν
κ, π, τα με δασεία εκπνοή: κόκhαλον,
πάπhος) και
το ν δημιουργεί νέα διπλά σύμφωνα,
εφόσον συχνά αφομοιώνεται με το σύμφωνο
που ακολουθεί μέσα στη λέξη (άθ-θρωπος) ή
στη συνεκφορά του με άλλες λέξεις:
τον λαόν >τολ λαόν.
Γενικά πάντως η χαλαρή άρθρωση,
ιδίως σα πεδινά μέρη, έχει ως συνέπεια
ποικίλα συμφωνικά πάθη:
γριά > ρκά, φωτιά > φωδκιά.
Ως
μορφολογικές, ιδιοτυπίες θα πρέπει να
θεωρηθούν: το
άρθρο τες αντί τις. Τα
μόρια εν, δεν και μεν αντί μη.
Οι αντωνυμίες εγιώ ή εγιώνη (εγώ) και
εσού (εσύ). Οι
τριτοπρόσωπες ρηματικές καταλήξεις
πληθυντικού -ουσι (λαλούσιν: λαλούν,
λέγουν) και -ασι (ευρεθήκασι).
Ο μεγάλος αριθμός ρημάτων με
κατάληξη -ίσκω: φανίσκω: υφαίνω,
κρυανίσκω: ψύχομαι.
Πάμπολλες
λέξεις της Κυπριακής δεν απαντούν στην
κοινή Νεοελληνική: πουμπουρκά: βροντή, χαρκούμαι:
νομίζω, κακανάρεστος: ιδιότροπος,
πικνίδιν: φακίδες, κουέλλα: προβατίνα, άπhαρος
(< ίππος): άλογο. Σε
υψηλή συχνότητα απαντούν αρχαιοπινείς
λέξεις και εκφράσεις: έδοξέν μου (<
έδοξέ μοι), το ροθέσιν < οροθέσιον,
κανεί: φτάνει, αρκεί (< *ικανεί, ικανόν
έστιν), ορτσούμαι < ορχούμαι: χορεύω,
οφτός < οπτός: ψητός.
Υπάρχουν
επίσης δάνεια από ξένες γλώσσες, τα
οποία, όμως, έχουν προσαρμοσθεί στους
φωνητικούς νόμους της Κυπριακής.
Από τα ιταλικά: το
φκιόρον: λουλούδι, φουντάνα: βρύση,
παγκιέρα: σημαία. Από
τα τουρκικά: ρεσπέρης: γεωργός, ισάφιν:
έλεος, ολάν: μωρέ (από το oğlan: αγόρι), ζέφκιν: διασκέδαση.
Από τα παλαιά γαλλικά: τσαέρα:
καρέκλα, η κουμανταρία: είδος κρασιού,
σπλίγκα: καρφίτσα, φλαντζίν ή βλαντζίν:
συκώτι. Από τα
αγγλικά: ο σέντερ (sender): ο αποστολέας ταχυδρομικού αντικειμένου.
Στο στόμα, ωστόσο, των Κυπρίων
ορισμένες αγγλικές λέξεις έχουν υποστεί
τρομακτική αλλοίωση:
foot-ball > φουρπός!
ΙΣΤΟΡΙΑ
ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ
Έκδοση
«Ελληνικού Λογοτεχνικού Αρχείου, Αθήνα
1999»
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΙΑΛΕΚΤΟΣ
|