|
|
Απρίλιος 2013 | |
Το Νέο Ανατολικό
Ζήτημα: Οι Υδρογονάνθρακες Κύπρου-
Ελλάδος.
Του
Γιώργου Ηλία Διαμαντόπουλου Αυτή
είναι η Τρίτη, κατά σειράν φορά
αρθρογραφίας μου στην επιθεώρηση, που
ασχολούμαι με το θέμα του εντοπισμού,
ανεύρεσης και μελλοντικής εκμετάλλευσης
των νέων ενεργειακών αποθεμάτων μέσα
στα όρια της αποκλειστικής Οικονομικής
Ζώνης (ΑΟΖ), τόσο της Ελλάδος, όσο και της
Κύπρου. Στην πρώτη αρθρογραφία
μου τον Μάρτη του 2012 υπό τον τίτλο “Η
Ελλάδα στη νέα σκακιέρα της Ανατολικής
Μεσογείου” παρουσίαζα τη νέα
γεωπολιτική, γεωοικονομική και
γεωστρατηγική θέση
της Ελλάδος, όπως αυτή διαμορφώνεται εξ
αιτίας των νέων πηγών ενεργείας μέσα στα
διοικητικά όρια της. Στην δεύτερη, υπό το
τίτλο “Η σημασία της Ελληνικής
Ενεργειακής εκμετάλλευσης” της έκδοσης
του Δεκέμβρη του 2012, θέλησαν να
επεξηγήσω το επείγον των κρυφών
διαβουλεύσεων και των παρασκηνίων και
να εφιστήσω τη προσοχή των αρμοδίων της
διοίκησης των Αθηνών στην σημασία αυτών
των κινδύνων, όπως παρουσιαζόταν μέσα
στα πλαίσια μελέτης της νέας
γεωπολιτικής μορφολογίας της
Ανατολικής Μεσογείου. Ενδεικτική
εκείνων των σκέψεων μου ήταν η
παράγραφος που έλεγε: “Είμαι βέβαιος
ότι σε σύντομο χρονικό διάστημα οι
εκπρόσωποι του πολιτικού κατεστημένου
της Ελλάδος θα βρεθούν υποχρεωμένοι από
τις εξελίξεις να διαπραγματεύονται
τους όρους παράδοσης του πλούτου του
Ελληνικού λαού.” Παράλληλα, σε μια
δεύτερη υποστήριξα ότι: “Εάν δεν
κατορθώσουν να σταθούν άξιοι των
περιστάσεων και επιτρέψουν να
υποθηκευτεί ή να διασπαστεί αυτός ο
υποθαλάσσιος πλούτος…τα συμφέροντα της
ντόπιας κλεπτοκρατίας και των ξένων θα
επιπέσουν, σαν ύαινες πάνω στην Αθήνα,
προκειμένου να κατασπαράξουν την
περιουσία του Ελληνικού λαού. ” Με την
σημερινή μου αρθρογραφία επιθυμώ να
πληροφορήσω τους αναγνώστες μου ότι η
Κυπριακή κυβέρνηση μέσα στην αγωνιώδη
προσπάθειά της προς
εξεύρεση εναλλακτικών λύσεων, εξ αιτίας
του πρωτοφανούς οικονομικού και
πολιτικού εκβιασμού που δέχθηκε από
τους εταίρους της στο Eurogroup, και στην
προσπάθειά της συρρίκνωσης του
τραπεζιτικού της συστήματος με όλες τις
επιπτώσεις επί της εθνικής της
αξιοπρέπειας, στράφηκε προς την
ομόθρησκο κυβέρνηση της Ρωσίας, με την
οποία διατηρεί παραδοσιακά αγαθές
σχέσεις, ελπίζοντας ότι ο Πρόεδρος Β.
Πούτιν, θα έδειχνε την δέουσα προσοχή
και θα εκδήλωνε διάθεση αρωγής προς τον
δοκιμαζόμενο Κυπριακό λαό. Σύντομα,
ωστόσο, η κυβέρνηση του νησιού
αντιλήφθηκε ότι παρόμοια συμπεριφορά
δεν υφίσταται μεταξύ των κρατών και ότι
το κάθε κράτος γνωρίζει και διεκδικεί
μόνον τα πολιτικά και οικονομικά του
συμφέροντα, χωρίς να επιδεικνύουν και
μεγάλη εκτίμηση στις διακρατικές φιλίες.
Τέλος πληροφορηθήκαμε ότι η προσφορά
της Κύπρου προς την Ρωσική κυβέρνηση,
μεταξύ άλλων συμπεριελάμβανε και μια
πρόταση αγοράς μετοχών επί της
μελλοντικής εκμετάλλευσης των
υδρογονανθράκων της κυπριακής ΑΟΖ.
Οφείλω να ομολογήσω ότι η πρόταση αυτή
αποτελούσε μια τελείως λανθασμένη
στρατηγικά κίνηση, από πλευρά της
Κυπριακής κυβέρνησης, δεδομένου ότι
αυτή έγινε πριν καν αρχίσουν οι
γεωτρήσεις και η εκμετάλλευση
των υδρογονανθράκων, η δε πρόταση
στην ουσία αποτελούσε υποθήκευση του
ορυκτού πλούτου της χώρας σε μια δύναμη
ανταγωνιστική της Ευρωπαϊκής Ένωσης,
της οποίας μέλος είναι και η Κύπρος. Η
Ρωσία, από την άλλη πλευρά,
αντιλαμβανόμενη τις αδυναμίες της
Κυπριακής διοίκησης και γνώστης όντας
της ιστορίας της περιοχής έβαλε σε
εφαρμογή το σχέδιο του μεγάλου ασθενούς,
το οποίο αναφερόταν στην Οθωμανική
αυτοκρατορία του 19ου αιώνα. Η διαφορά
ήταν ότι στην προκειμένη περίπτωση η
Κύπρος είχε τοποθετηθεί και είχε
αντικαταστήσει τη
θέση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Έτσι
λοιπόν και ακολουθώντας την παλαιά
διπλωματία εκείνης της εποχής,
γνωστοποίησε στην Κυπριακή κυβέρνηση
ότι κάθε απόφαση περί βοήθειας προς το
νησί θα έπρεπε
να αναλυθεί και αποφασιστεί μέσα στα
πλαίσια των δικών της οικονομικών και
στρατηγικών συμφερόντων σε συσχετισμό
τόσο με την Ευρωπαϊκή Ένωση μα και την
Τουρκία. Και για μεν τους αφελείς η
πολιτική αυτή μάλλον δεν φαίνεται να
δημιουργεί κάτι το αξιόλογο, για όσους
παρακολουθούν, ωστόσο, τις πολιτικές
εξελίξεις στην περιοχή, ήταν βέβαιο ότι
με τον τρόπο αυτό η Ρωσία συμπεριέλαβε
και την Τουρκία ως παίκτη και διεκδικητή
τόσο επί της Ελληνικής όσο και επί της
Κυπριακής ΑΟΖ, με επιπτώσεις άμεσες πάνω
στην άσκηση μελλοντικών διπλωματικών
εκβιασμών προς όφελος των ιδικών της
γεωστρατηγικών και γεωπολιτικών
συμφερόντων. Αυτό,
εξ άλλου, ξεκαθαρίζεται απόλυτα και από
την σπουδή με την οποία ο Έλλην
πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς, είχε
φροντίσει να προλάβει κάτι παρόμοιο
δηλώνοντας ότι εφ’ όσον η Ελλάδα είναι
μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είναι
επόμενο οι ελληνικοί υδρογονάνθρακες να
είναι Ευρωπαϊκοί, δεδομένου ότι η
Ελληνική ΑΟΖ αποτελεί κομμάτι της
Ευρωπαϊκής ΑΟΖ. Η πρόταση εκείνη του
Έλληνα πρωθυπουργού, ως γνωστόν, έγινε
αποδεκτή και ψηφίσθηκε με μεγάλη
πλειοψηφία από το Ευρωπαϊκό κοινοβούλιο,
με ψήφους μάλιστα 450 υπέρ, έναντι
ελαχίστης μειοψηφία, την 14 Μαρτίου του
2013. Εκ των πραγμάτων αποδεικνύεται,
ωστόσο, ότι η Κυπριακή κυβέρνηση
προτίμησε να μην υποβάλλει τα δικά της
συμφέροντα σε μια παρόμοια δέσμευση,
προκειμένου, προφανώς να διατηρήσει την
ανεξαρτησία των κινήσεων και αποφάσεών
της, των σχετικών με τις φυσικές της
πηγές πλούτου. Ήταν ένα στρατηγικό
σφάλμα για το οποίο και πλήρωσε βαρύ
τίμημα, σαν μια χώρα μικρή. Οφείλω δε να
τονίσω ότι το προαπαιτούμενο ποσόν της
ιδικής της συνεισφοράς των έξι δις,
ουσιαστικά θα πρέπει να θεωρηθεί ως
αμελητέο, σε σύγκριση με τον υποθαλάσσιο
πλούτο της χώρας, για το οποίο δεν θα
υπήρχε κανένα απολύτως πρόβλημα σε
περίπτωση συμβιβασμού με τους δανειστές
της Ευρωζώνης. Αυτή την σημασία, εξ άλλου,
είχε και η προσπάθεια της
Αθήνας να διασφαλίσει τους εταίρους
και δανειστές της με την υποθήκευση των
μελλοντικών εσόδων από τις φυσικές της
πηγές πλούτου, τους οποίους αναμένει από
τις γεωτρήσεις και την εμπορία του
φυσικού αερίου, προϊόντα την ανόρυξη και
διάθεση των οποίων θα αναλάβουν
Ευρωπαϊκές και Αμερικανικές εταιρείες
πετρελαίων. Αλλά όμως η αιτιολογία
της ζητούμενης τραπεζιτικής
εξυγίανσης και της συρρίκνωσης
του κυπριακού τραπεζιτικού
συστήματος, μολονότι βάσιμος, δεν παύει
να αποτελεί είδος προπετάσματος καπνού
για την απόκρυψη της πραγματικότητας η
οποία είναι η επιβολή κάποιου είδους
τιμωρίας της, δεδομένου μάλιστα του
γεγονότος ότι
πέραν της νήσου υφίστανται και είναι
υπαρκτοί και άλλοι τραπεζιτικοί
παράδεισοι μέσα στην Ευρωζώνη.
Ορισμένοι μάλιστα από αυτούς
μεγαλύτεροι και εκείνον της Κύπρου για
τους οποίους όμως δεν γίνεται καμία
απολύτως μνεία
ή συζήτηση ή και προσπάθεια
εναρμονισμού με το Ευρωπαϊκό
κατεστημένο. Ως εκ τούτου η τιμωρία της
Κύπρου αποκαλύπτει και μια άλλη
διάσταση του προβλήματος, το ότι δηλαδή
η Ευρωπαϊκή Ένωση για την διατήρηση
της συνοχής, των οικονομικών της
συμφερόντων και της πολιτικής
σταθερότητας στον χώρο της χωρίς
κανένα ενδοιασμό τολμά να παρουσιάσει
και το πολύ άσχημο προσωπείο της,. Ένα
προσωπείο το οποίο υποδηλώνει ότι είναι
αποφασισμένη να επιβάλλει στα μέλη της
την αυστηρή τήρηση των αρχών και
υποχρεώσεων όλων έναντι των αποφάσεων
της Ένωσης. Από δε την μέχρι σήμερα
αντίδραση των Βρυξελλών έναντι σε κάθε
μέλος που κατά κάποιον τρόπο θέλησε να
διαφοροποιηθεί ή να παρεκκλίνει του
γενικού κανόνα, συμπεραίνουμε ότι κάτι
παρόμοιο θα αντιμετωπίζεται με
αυστηρότητα. Με άλλα λόγια ζούμε με τους
κανόνες που αποτελούν την εξουσία και
πεθαίνουμε πάνω στην προσπάθεια τήρησης
αυτών. “Live by the rules and die by the rules”, σύμφωνα
με
το
γνωστό
αγγλοσαξονικό
αξίωμα. Επομένως
εκείνο που θα πρέπει να γίνει αντιληπτό
από όλα τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής
οικογένειας, είναι
το ότι οι στόχοι της Ένωσης δεν
επικεντρώνονται μόνο στη προσπάθεια της
οικονομικής βελτίωσης και της ανάπτυξης
της ομάδας των κρατών που την αποτελούν,
μα ακόμα περισσότερο καθίσταται
επιτακτική ανάγκη για τη νομική
υπόστασή του κάθε κράτους μέλους, όπως
αυτή έχει προσδιορισθεί με την συνθήκη
της Βεστφαλίας το 1648. Μια πεπαλαιωμένη
και ίσως ξεχασμένη κοινωνική οριοθέτηση
η οποία όμως έρχεται να προδιαγράψει τις
αρχές και θέσεις μιας ολοκληρωμένης
Ευρωπαϊκής ομοσπονδίας. Είναι ένα
σημείο σοβαρό για το οποίο όμως, ας
μου επιτραπεί να διατηρήσω τις
αμφιβολίες μου, για το ότι είναι γνωστό
στους Έλληνες πολίτες.
|